Συμπληρώθηκαν 12 χρόνια από τη σφαγή στο Μπεσλάν
Σαν σήμερα πριν από 12 χρόνια σημειώθηκε μία από τις πιο αιματηρές τρομοκρατικές επιθέσεις στη Ρωσία.
Η πολιορκία του σχολείου στο Μπεσλάν από τους Τσετσένους ισλαμιστές, η οποία είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 300 ανθρώπων, μεταξύ των οποίων 186 παιδιά, έμεινε στην ιστορία ως «η σφαγή στο Μπεσλάν».
Όλα ξεκίνησαν την 1η Σεπτεμβρίου του 2004. Μια ομάδα ισλαμιστών τρομοκρατών οι οποίοι είχαν σταλεί από τον Τσετσένο οπλαρχηγό Σαμήλ Μπασάγεφ, κατέλαβαν το δημοτικό σχολείο School Number One (SNO) ένα από τα επτά δημοτικά σχολεία της πόλης.
Πάνω από 1.100 άνθρωποι κρατήθηκαν ως όμηροι μεταξύ των οποίων και 777 παιδιά, σε μια πόλη 35.000 κατοίκων. Η τραγωδία ξεκίνησε την ημέρα που ξεκινούσε και η σχολική χρονιά.
Δύο ομάδες ενόπλων εισέβαλαν στο σχολείο πυροβολώντας στον αέρα. Εξανάγκασαν τους παρευρισκόμενους να μπουν στο κτίριο. Τους έβαλαν στο μικρό γυμναστήριο του σχολείου τους και τους απαγόρεψαν να μιλούν και να κινούνται. Ο πρώτος νεκρός ήταν ο Ρουσλάν Μπετρόζον (Ruslan Betrozov), πατέρας ενός μαθητή. Προσπάθησε να καθησυχάσει τους ομήρους παραβιάζοντας τον κανόνα της σιωπής που είχε επιβληθεί. Τον πυροβόλησαν στο κεφάλι.
Στη συνέχεια οι τρομοκράτες, ξεχώρισαν 20 άντρες τους οποίους θεώρησαν ότι μπορεί να τους προκαλέσουν πρόβλημα και τους οδήγησαν στο δεύτερο όροφο του κτιρίου. Μετά από λίγο ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη. Ο αρχηγός των τρομοκρατών, είχε πυροδοτήσει τα εκρηκτικά με τα οποία ήταν ζωσμένη μια από τις γυναίκες που έπαιρναν μέρος στην επίθεση. Εκτός από εκείνη, λόγω της έκρηξης σκοτώθηκε ένας ακόμη τρομοκράτης και αρκετοί εκ των είκοσι ανδρών. Όσοι επέζησαν εκτελέστηκαν αργότερα.
Οι τρομοκράτες απαιτούσαν να έρθει ο πρόεδρος της Βόρειας Οσετίας Αλεξάντερ Τζασόκοφ (Alexander Dzasokhov) να διαπραγματευτεί μαζί τους. Μέχρι τότε δε θα επέτρεπαν στους ομήρους να φάνε ή να πιούν νερό, ενώ τους ανάγκασαν να βγάλουν τα πτώματα των νεκρών στην αυλή και να καθαρίσουν το χώρο από τα αίματα. Επίσης, είχαν ξεκαθαρίσει πως σε περίπτωση επέμβασης θα σκότωναν 50 ομήρους για κάθε νεκρό τρομοκράτη και 20 για κάθε ένα που θα τραυματίζονταν.
Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας της Ρωσίας (FSB) απαγόρευσε στον Τζασόκοφ να πλησιάσει το σχολείο απειλώντας τον πως θα τον συλλάβει, ενώ παράλληλα προετοίμαζε το δικό της σχέδιο δράσης. Από την πλευρά της η ρωσική κυβέρνηση διαβεβαίωνε πως δε θα χρησιμοποιήσει βία και θα ακολουθήσει την "οδό" των διαπραγματεύσεων.
Από την έναρξη της ομηρίας, γύρω από το σχολείο είχαν αναπτυχθεί δυνάμεις της ρωσικής αστυνομίας και του ρωσικού στρατού. Επίσης, οι ειδικές δυνάμεις Alfa και Vympel που υπάγονται στο Ομοσπονδιακές Δυνάμεις Ασφαλείας την Ρωσικής Ομοσπονδίας και οι ειδικές δυνάμεις OMON του Ρωσικού Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων έλαβαν θέσεις στα διαμερίσματα τριών κτιρίων που έβλεπαν στο σχολείο και τα οποία είχαν εκκενωθεί.
Στις 3 Σεπτεμβρίου, αποφασίστηκε η επέμβαση των δυνάμεων ασφαλείας στο σχολείο. Η επιχείρηση ξεκίνησε με τη ρίψη χειροβομβίδων. Από τις ισχυρές εκρήξεις προκλήθηκε πυρκαγιά, ενώ ξέσπασαν μάχες ανάμεσα στους τρομοκράτες και τις ειδικές δυνάμεις, χωρίς κανείς από τις δύο πλευρές να υπολογίζει τους ομήρους.
Η κατάληξη της επιχείρησης ήταν τραγική, καθώς 331 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εκείνη την ημέρα, εκ των οποίων τα 186 ήταν μικρά παιδιά. Εκατοντάδες ήταν οι τραυματίες, σωματικά και ψυχικά και τα νοσοκομεία της πόλης δεν ήταν έτοιμα για μια τέτοια τραγωδία.
Ακόμα και σήμερα δεν είναι σαφές πόσοι ήταν οι τρομοκράτες και αν κάποιοι κατάφεραν να ξεφύγουν, ούτε πως σχεδίαστηκε η επίθεση ενώ υπάρχουν και ερωτηματικά αναφορικά με τη διαχείριση της κρίσης από την κυβέρνηση και το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων με τους τρομοκράτες.
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα καταθέτονται στεφάνια προς τιμή των αδικοχαμένων, γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ξεχάσει και ούτε θα ξεχάσουν ποτέ τον Σεπτέμβριο του 2004.