ΚΟΣΜΟΣ

Στους Daron Acemoglu, Simon Johnson and James Robinson το Νόμπελ Οικονομίας

Οι βραβευθέντες με το Νόμπελ Οικονομίας

Η Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών αποφάσισε να απονείμει το Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών για το το 2024 στους Daron Acemoglu, Simon Johnson και James A. Robinson.

Το βραβείο τους απονεμήθη «για μελέτες σχετικά με το πώς οι θεσμοί διαμορφώνονται και επηρεάζουν την ευημερία», αναφέρεται στην σχετική ανακοίνωση.

«Η μείωση των τεράστιων εισοδηματικών διαφορών μεταξύ των χωρών είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας. Οι βραβευθέντες απέδειξαν τη σημασία των κοινωνικών θεσμών για την επίτευξη αυτού του στόχου», δήλωσε ο Γιάκομπ Σβένσον, πρόεδρος της Επιτροπής για το Βραβείο Οικονομικών Επιστημών.

Μεταξύ άλλων στη μελέτη τους υποστηρίζουν ότι οι διαφορές στους οικονομικούς θεσμούς, και όχι η γεωγραφία ή ο πολιτισμός, είναι η κύρια αιτία των εισοδηματικών διαφορών μεταξύ των εθνών.

Ο Acemoglu είναι Τουρκοαμερικανός και οι Johnson και Robinson είναι Βρετανοαμερικανοί.

Το βραβείο οικονομικών επιστημών δεν είναι ένα από τα αρχικά βραβεία για την επιστήμη, τη λογοτεχνία και την ειρήνη που δημιουργήθηκαν με τη διαθήκη του εφευρέτη του δυναμίτη και επιχειρηματία Άλφρεντ Νόμπελ και απονεμήθηκαν για πρώτη φορά το 1901, αλλά μια μεταγενέστερη προσθήκη που καθιερώθηκε και χρηματοδοτήθηκε από την κεντρική τράπεζα της Σουηδίας το 1968.

Ο Ατζέμογλου δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου πως, σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξαν φιλοδημοκρατικές ομάδες, δημόσιοι θεσμοί και το κράτος δικαίου σε πολλά μέρη του κόσμου αρχίζουν να εξασθενούν.

«Πιστεύω πως είναι μια εποχή που οι δημοκρατίες διέρχονται από ένα τραχύ μονοπάτι», είπε ο Ατζέμογλου. «Και είναι με μία έννοια αρκετά κρίσιμο να ανακτήσουν την υπεροχή της καλύτερης διακυβέρνησης, της καθαρότερης διακυβέρνησης και να παραδώσουν κάπως την υπόσχεση της δημοκρατίας σε ένα μεγάλο εύρος ανθρώπων».

Ο Ατζέμογλου, 57 ετών, είναι ειδικός στην πολιτική οικονομία, στη μεγέθυνση και στον ρόλο των θεσμών στις αναπτυξιακές πολιτικές, κυρίως στην καινοτομία και στις ανισότητες.

Κάτοχος διδακτορικού στην οικονομία από το London School of Economics (LSE) το οποίο απέκτησε το 1992, διδάσκει από το 1993 στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT) στη Βοστώνη, στις ανατολικές ΗΠΑ, όπου εργάζεται επίσης και ο Σάιμον Τζόνσον, 61 ετών.

Ο Τζέιμς Α. Ρόμπινσον, 54 ετών, είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Το 2012, συνέγραψε με τον Ατζέμογλου το βιβλίο "Why Nations Fail: The Origins of Power, Prosperity, and Poverty" (ελλ. τίτλος: "Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη - Οι καταβολές της ισχύος, της ευημερίας και της φτώχειας", εκδ. Λιβάνη, 2013). Στο βιβλίο επιμένουν στην ανάγκη ενός συμπεριληπτικού πολιτικού και οικονομικού πλαίσιο και στον απαραίτητο όπως εκτιμούν ρόλο των οικονομικών θεσμών προκειμένου να διασφαλιστεί η ανάπτυξη μακροπρόθεσμα.

Πιο πρόσφατα, ο Ατζέμογλου εστιάζει το ενδιαφέρουν του στον οικονομικό αντίκτυπο της αυτοματοποίησης και της Τεχνητής Νοημοσύνης (AI), που ήταν επίσης στο επίκεντρο των εργασιών των φετινών βραβευθέντων με Νόμπελ Φυσικής και Χημείας.

Ο Ατζέμογλου και ο Τζόνσον συνεργάστηκαν πρόσφατα σε ένα βιβλίο ("Power and Progress: Our Thousand-Year Struggle Over Technology and Prosperity) που επισκοπεί την εξέλιξη της τεχνολογίας διαμέσου των αιώνων που καταδεικνύει πώς ορισμένες τεχνολογικές πρόοδοι ήταν καλύτερες στη δημιουργία θέσεων εργασίας και την επέκταση του πλούτου από άλλες.

Η έρευνα των βραβευθέντων δείχνει πως η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία είχε δραματικές, αλλά αποκλίνουσες συνέπειες σε όλο τον κόσμο, ανάλογα με το αν η αποικιοκρατική δύναμη εστίαζε στην εξαγωγή πλουτοπαραγωγικών πόρων ή στη δημιουργία μακροπρόθεσμων θεσμών προς όφελος των Ευρωπαίων μεταναστών.

Αυτό είχε αποτέλεσμα την "αντιστροφή της μοίρας" όπου οι πρώην αποικίες που ήταν πλούσιες κάποτε γίνονται φτωχές, ενώ μερικές φτωχότερες χώρες --όπου δημιουργούνταν συχνά θεσμοί-- κατάφεραν εντέλει να έχουν κάποια γενικεμένη ευημερία μέσα από αυτούς.

Ένα άλλο εύρημα ήταν το πόσο "επικίνδυνο" ήταν να αποικίζεται μια περιοχή: το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ των αποίκων, το χαμηλότερο σημερινό κατά κεφαλήν προϊόν, που αποτελεί μέτρο της ευημερίας.

Το Νόμπελ Οικονομίας δεν ήταν ένα από τα αρχικά βραβεία που προβλέπονταν για την επιστήμη, τη λογοτεχνία και την ειρήνη, θεσπίστηκαν με τη διαθήκη του εφευρέτη του δυναμίτη και επιχειρηματία Άλφρεντ Νόμπελ και απονεμήθηκαν για πρώτη φορά το 1901, αλλά προστέθηκε αργότερα και χρηματοδοτήθηκε από την κεντρική τράπεζα της Σουηδίας το 1968.

Μεταξύ των προηγούμενων βραβευθέντων περιλαμβάνονται επιδραστικοί διανοητές όπως ο Μίλτον Φρίντμαν, ο Τζον Νας --τον οποίο υποδύθηκε το Ράσελ Κρόου στην ταινία του 2001 "A Beautiful Mind" (ελληνικός τίτλος "Ένας υπέροχος άνθρωπος")-- και, πιο πρόσφατα, ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) Μπεν Μπερνάνκι.

Πέρυσι η οικονομολόγος, καθηγήτρια στο Χάρβαρντ και ειδικευμένη στην Οικονομική Ιστορία Κλόντια Γκόλντιν τιμήθηκε με το βραβείο για την εργασία της σχετικά με τις αιτίες της ανισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών στις αμοιβές και στο ποσοστό απασχόλησης.

Το Νόμπελ Οικονομίας κυριαρχείται από ακαδημαϊκούς των ΗΠΑ αφότου ιδρύθηκε, ενώ ερευνητές με βάση τις ΗΠΑ τείνουν επίσης να αποτελούν ένα μεγάλο μέρος των νικητών στο επιστημονικά πεδία οι βραβευθέντες για το 2024 του οποίου ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης