Επιβεβαιώθηκαν τέσσερα νέα κρούσματα της γρίπης των πτηνών στις ΗΠΑ
Σε οκτώ ανέρχονται συνολικά τα κρούσματα της γρίπης των πτηνών που έχουν εντοπιστεί στις ΗΠΑ, μετά τα τέσσερα νέα κρούσματα που επιβεβαιώθηκαν την Κυριακή (14/7).
Πρόκειται για ανθρώπους που εργάζονται σε πτηνοτροφική μονάδα, σύμφωνα με ανακοίνωση των Κέντρων Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών (CDC).
Εντοπίστηκε επίσης πέμπτο ύποπτο κρούσμα και διενεργούνται περαιτέρω εργαστηριακές εξετάσεις για να επιβεβαιωθεί, διευκρίνισε ο κυριότερος ομοσπονδιακός οργανισμός δημόσιας υγείας των ΗΠΑ.
Ο κίνδυνος για τον γενικό πληθυσμό παραμένει «χαμηλός», καθησύχασαν εκ νέου τα CDC. Οι εργαζόμενοι που μολύνθηκαν έχουν «συμπτώματα γρίπης».
Στις ΗΠΑ —και διεθνώς— καταγράφεται έξαρση της γρίπης των πτηνών, που εξαπλώνεται σε άγρια πουλιά, εκτρεφόμενα πτηνά και διάφορα είδη θηλαστικών. Το ασυνήθιστο είναι πως καταγράφονται ξεσπάσματα της H5N1 σε φάρμες εκτροφής αγελάδων στις ΗΠΑ.
Το χρονικό των μολύνσεων
Το πρώτο κρούσμα σε άνθρωπο ανακοινώθηκε πως επιβεβαιώθηκε στο Τέξας, στις νότιες ΗΠΑ, την 1η Απριλίου. Επρόκειτο τότε για την πρώτη παγκοσμίως γνωστή περίπτωση μετάδοσης της γρίπης των πτηνών σε άνθρωπο· μολύνθηκε εξαιτίας της επαφής του με αγελάδα-φορέα του. Ακόμη δυο κρούσματα διαπιστώθηκαν κατόπιν στο Μίσιγκαν. Στις αρχές Ιουλίου, εντοπίστηκε τέταρτο κρούσμα σε εκτροφείο αγελάδων στο Κολοράντο.
Ειδικοί ανησυχούν για τον αυξανόμενο αριθμό θηλαστικών που μολύνονται από τη νόσο, παρότι τα κρούσματα σε ανθρώπους παραμένουν σπάνια. Ο λόγος είναι η ενδεχόμενη μετάλλαξη του ιού που θα έκανε ευκολότερη τη μετάδοσή της από άνθρωπο σε άνθρωπο. Τα CDC διαβεβαιώνουν πως δεν έχουν εντοπίσει καμιά τέτοια μετάλλαξη σε αυτό το στάδιο.
Ο φορέας επανέλαβε την έκκλησή του στους εργαζόμενους σε κτηνοτροφικές και πτηνοτροφικές μονάδες όπου εντοπίζονται κρούσματα της γρίπης των πτηνών να παίρνουν τις μέγιστες δυνατές προφυλάξεις.
Αναμένεται να γίνουν επιπλέον γενετικές αναλύσεις σε δείγματα των νέων κρουσμάτων στο Κολοράντο, για να εντοπιστεί οποιαδήποτε τροποποίηση του γονιδιώματος που θα μπορούσε να οδηγήσει σε «μεταβολή της εκτίμησης του κινδύνου» για τον πληθυσμό από τις υγειονομικές αρχές.