Πώς ο Covid άλλαξε τα πράγματα στην πολιτική: Οργή, σπατάλη και διαφθορά
Τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες του Covid που βιώνει ο πλανήτης αναλύει σε άρθρο της η Guardian λέγοντας ότι αφού τελείωσε το αρχικό δράμα, μία σειρά από ατυχίες πήραν τη θέση του με τις χώρες του πλανήτη να υποφέρουν με διαφορετικούς τρόπους, παγιδευμένες στις δικές τους ιδιωτικές δυστυχίες. Το σοκ του καινούργιου έφυγε δίνοντας τη θέση του σε μία διαρκή αίσθηση κούρασης.
Τέσσερα χρόνια πριν ο παγκόσμιος αντίκτυπος του Covid ήταν μια υπενθύμιση του τι είναι αυτό που έχουμε όλοι κοινό. Μια οξεία συνειδητοποίηση του πόσο ευάλωτοι είμαστε, η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια ανανεωμένη αίσθηση του σκοπού και στην αντιμετώπιση των παγκόσμιων προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής αλλαγής.
Τέσσερα χρόνια μετά οι πιο ολέθριες αλλά πιο δύσκολα αναγνωρίσιμες πολιτικές συνέπειες του Covid είναι παντού γύρω μας. Η αμεσότητα της απειλής έχει παρέλθει, αλλά τα παρατεταμένα σημάδια της ζημίας που προκάλεσε είναι εμφανή παντού. Η πανδημία και οι συνέπειές της - λουκέτα, οικονομική αναστάτωση, πληθωρισμός, αυξανόμενη απογοήτευση από τις πολιτικές ελίτ - όχι μόνο τόνισαν προϋπάρχουσες αδυναμίες της πολιτικής και των πολιτικών αλλά τις επιδείνωσαν. Έδωσε επιπλέον «δόντια» σε ό,τι μας «τρώει».
Οι πρώτες ημέρες του Covid μας έκαναν να ελπίζουμε ότι η μαζική αναστάτωση που επέφερε θα μπορούσε επίσης να αλλάξει την κατεύθυνση της παγκόσμιας πολιτικής. Αυτή η ελπίδα αποδείχθηκε απατηλή. Στην πρώτη φάση της πανδημίας εξέθεσε τις λαϊκιστικές μεγαλοστομίες. Αλλά ο λαϊκισμός παραμένει σε άνοδο σε όλο τον κόσμο, τροφοδοτώντας το κλίμα δυσαρέκειας που συσσωρεύθηκε την περίοδο της πανδημίας αλλά και των ετών που προηγήθηκαν αυτής.
Επί Covid δεν ξεκίνησε κανένας μεγάλος πόλεμος - το 2020 και το 2021 ήταν δύο από τα πιο ειρηνικά έτη διεθνών συγκρούσεων που έχουν καταγραφεί. Όμως, ο κόσμος μετά τον Covid είναι πλέον τόσο επικίνδυνος στρατιωτικά όσο ποτέ άλλοτε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.
O Covid δεν επιδείνωσε τις επιπτώσεις στο κλίμα: για ένα μικρό χρονικό διάστημα, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μειώθηκαν καθώς οι οικονομίες «έκλεισαν». Αλλά η υπερθέρμανση του πλανήτη συνεχίζεται και η ελπίδα ότι η αντιμετώπιση του ιού θα αποτελούσε πρότυπο για την ανάληψη κατεπείγουσας δράσης για το κλίμα αποδεικνύεται ότι ήταν ένα όνειρο απατηλό.
Η πανδημία εισχώρησε στα αδύναμα σημεία της πολιτικής μας ζωής, όπως ακριβώς το Long Covid βρίσκει αδυναμίες στο ανθρώπινο σώμα. Ο πολιτικός Long Covid δεν είναι ούτε ο μεγάλος διαιρετικός ούτε ο μεγάλος εξισορροπητικός παράγοντας. Είναι ο μεγάλος αποσταθεροποιητής.
Η αποκάλυψη των δυνατών και των αδύναμων σημείων
Κατά τη διάρκεια του 2020, όταν η πανδημία ανάγκασε τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο να αντιδράσουν αυτοσχεδιάζοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, φαινόταν ότι θα αποκάλυπτε κάποιες βασικές αλήθειες σχετικά με τις δυνάμεις και τις αδυναμίες των διαφορετικών πολιτικών συστημάτων. Η μεγαλύτερη και πιο άμεση αντίθεση ήταν μεταξύ της αυταρχικής Κίνας και της δημοκρατικής Δύσης. Η αδίστακτη συμπεριφορά και η αποφασιστικότητα - που το κινεζικό πολιτικό σύστημα φάνηκε να διαθέτει σε αφθονία - ήταν στην ημερήσια διάταξη. Οι δημοκρατίες αγωνίζονταν να ακολουθήσουν.
Με την Ιταλία να είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που αντιμετώπισε το ζήτημα του πώς να εμποδίσει τον πληθυσμό της από το να μολύνει ο ένας τον άλλον, οι Κινέζοι έστειλαν μια ομάδα αξιωματούχων του τομέα της υγείας για να βοηθήσουν. Οι Ιταλοί ανησυχούσαν καθώς παρά τη θέσπιση δρακόντειων μέτρων αποκλεισμού, ο ιός εξακολουθούσε να εξαπλώνεται. Οι Κινέζοι εξήγησαν το πρόβλημα. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για λουκέτα όπως πίστευαν οι Ιταλοί. Οι άνθρωποι μπορούσαν ακόμη να βγαίνουν από τα σπίτια τους για έκτακτες ανάγκες, η επιβολή ήταν σποραδική και η τιμωρία ήταν σχετικά ελαφριά.
Εν τω μεταξύ, στη Γιουχάν, το κέντρο της επιδημίας του Covid, ένοπλοι φρουροί στέκονταν έξω από πολυκατοικίες, η απαγόρευση κυκλοφορίας επιβαλλόταν βάναυσα και όσοι είχαν τον ιό μπορούσαν να οχυρωθούν μέσα στα σπίτια τους. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ο αριθμός των νεκρών στην Ιταλία ήταν υπερδιπλάσιος από εκείνον της Κίνας.
Η μεγαλύτερη αντίθεση με την Κίνα ήταν οι ΗΠΑ, όπου ο Covid σκότωσε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα περισσότερους ανθρώπους από οπουδήποτε αλλού. Αν οι ΗΠΑ ήταν η ναυαρχίδα της δημοκρατίας, τότε φαινόταν ότι η δημοκρατία δεν ανταποκρινόταν στο κάλεσμα.
Ωστόσο, πολύ γρήγορα, φάνηκε ότι τα πράγματα ήταν πολύ πιο περίπλοκα. Η Νέα Ζηλανδία ως νησιωτική χώρα κατάφερε για πολύ καιρό να μην έχει κρούσμα κλείνοντας τα σύνορά της. Το ίδιο και το Βιετνάμ αν και δεν ήταν νησί. Αντίθετα, το Ηνωμένο Βασίλειο αν και νησί δεν τα κατάφερε και πολύ καλά ενώ η Ρωσία τα πήγε εξίσου άσχημα με τις ΗΠΑ αποδεικνύοντας ότι ο διαχωρισμός σε διαφορετικούς τύπους κυβερνήσεων αυταρχικών ή μη δεν είχε καμία σημασία.
Η δημογραφία αποδείχθηκε εξίσου σημαντική με την πολιτική: οι ηλικιωμένοι και οι πληθυσμοί με μεγαλύτερα προβλήματα υγείας υπέφεραν περισσότερο και πλήρωσαν το μεγαλύτερο τίμημα. Η εικόνα αποδείχθηκε πιο σύνθετη. Ακόμη και με την εμφάνιση αποτελεσματικών εμβολίων ένα μεγάλο τμήμα από τον πληθυσμό της Κίνας παρέμεινε απροστάτευτο απέναντι στον ιό. Η Κίνα επέδειξε επίσης μια μακροχρόνια αδυναμία των αυταρχικών συστημάτων: η απουσία διαφάνειας σημαίνει ότι δεν γνωρίζουμε τον τελικό αριθμό των νεκρών εκεί, επειδή δεν τον ανακοινώνουν. Το οποίο σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει σύγκριση με άλλες χώρες.
Στο προσκήνιο η διαφθορά και η υποκρισία
Αυτό που μένει είναι κάτι πιο οικείο: η μυρωδιά της διαφθοράς και η δυσωδία της υποκρισίας. Παρόλο που ο Ρίσι Σούνακ, το 2020, ήταν υπεύθυνος για το πρόγραμμα «φάτε έξω για να βοηθήσετε» - το οποίο έδινε εκπτώσεις στους θαμώνες για να επιστρέψουν στις παμπ και τα εστιατόρια, σε μια εποχή που ο ιός ήταν σε έξαρση δεν είναι αυτός ο λόγος που βρίσκεται αντιμέτωπος με τόσο βαθιά πολιτικά προβλήματα.
Αντίθετα, η κληρονομιά του Covid που στοιχειώνει τους Συντηρητικούς προέρχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα πάρτι που έγιναν στην Ντάουνινγκ Στριτ κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του Μπόρις Τζόνσον, όταν η υπόλοιπη χώρα ήταν σε καραντίνα. Τελικά, πολιτικά, αυτό που έχει σημασία είναι η αντίθεση μεταξύ των δημόσιων διακηρύξεων και της ιδιωτικής πρακτικής: όχι πόσοι πέθαναν στο τέλος, αλλά πόσοι πέθαναν ενώ το κρασί έρεε στην Downing Street. Η υποκρισία είναι ο πολιτικός δολοφόνος.
Αυτός ήταν και ο λόγος που η αλληλεγγύη που εμφανίστηκε την περίδο του Covid δεν βρήκε εφαρμογή και σε άλλους τομείς. Οι στόχοι για την κλιματική αλλαγή αφορούν μακρινές απειλές καταστροφής. Στο αποκορύφωμά του, ο Covid απειλούσε με κατάρρευση τα συστήματα δημόσιας υγείας μέσα σε λίγες ημέρες. Αλλά υπάρχει και μια ακόμη διαφορά.
Η δημόσια υποστήριξη των κυβερνητικών περιορισμών κατά τη διάρκεια του Covid αφορούσε τον έλεγχο της συλλογικής συμπεριφοράς όταν αυτή απειλούσε την προσωπική μας ασφάλεια. Ο κίνδυνος ήταν οι άλλοι: κρατήστε τους μέσα για να μας κρατήσετε ασφαλείς. Η δράση για το κλίμα είναι πολύ πιο δύσκολο να κερδίσει έδαφος, επειδή φαίνεται να αποτελεί παραβίαση της προσωπικής ελευθερίας για χάρη κάποιου πολύ λιγότερο άμεσου συλλογικού οφέλους. Υπό αυτή την έννοια, η συμμόρφωση την περίοδο του Covid έχει περισσότερα κοινά με το συναίσθημα κατά των μεταναστών. Κρατήστε τους έξω για να μας κρατήσετε ασφαλείς.
Οι επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά
Ο τομέας στον οποίο ο Covid έκανε τη μεγαλύτερη άμεση πολιτική διαφορά ήταν τα δημόσια οικονομικά. Οι πολιτικοί βρήκαν ξαφνικά τα χρήματα που χρειάζονταν για να αποτρέψουν την καταστροφή. Το μαγικό λεφτόδεντρο αποδείχθηκε ότι τελικά υπήρχε. Σε μια πραγματική κρίση, παρά τα όσα είχαν ειπωθεί για τα ανυπέρβλητα όρια των δημόσιων δαπανών, αποδείχθηκε ότι υπήρχε τόσο η βούληση όσο και ο τρόπος να ξεπεραστούν.
Ωστόσο, τώρα έρχεται η απογοήτευση και ο λογαριασμός που πρέπει να πληρωθεί. Κύρια πηγή της απογοήτευσης είναι ο διαδεδομένος πληθωρισμός, που υποδαυλίζεται από τα χαλαρότερα δημόσια οικονομικά, ο οποίος έχει τροφοδοτήσει την οργή απέναντι στις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο και έχει δημιουργήσει εκλογική αστάθεια. Ο Χαβιέρ Μιλέι μπορεί να μην ήταν πρόεδρος της Αργεντινής χωρίς τον πληθωρισμό που τροφοδοτήθηκε από το Covid ούτε ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να κάνει την επιστροφή του χωρίς αυτόν.
Στον απόηχο του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι κρατικές δαπάνες μεταξύ των εμπόλεμων χωρών ήταν κολοσσιαίες και η σπατάλη και η διαφθορά ήταν ευρέως διαδεδομένες, ακολούθησε ένας κοινωνικός μετασχηματισμός. Μπήκαν τα θεμέλια ενός νέου είδους κράτους πρόνοιας μαζί με την αίσθηση ότι οι θυσίες που έκαναν οι πολίτες θα έπρεπε να είναι ανταποδοτικές.
Με την πανδημία δεν έγινε το ίδιο. Τα 12 δισ. δολάρια που δαπάνησε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ για την υποστήριξη της έρευνας για τα εμβόλια είναι σταγόνα στον ωκεανό των δημόσιων δαπανών. Ακόμη και τα τρισεκατομμύρια δολάρια που διέθεσε η κυβέρνηση των ΗΠΑ σε διάφορες μορφές βοήθειας ωχριούν σε σύγκριση με την κληρονομιά προϋπαρχόντων προγραμμάτων όπως το Medicare και το Medicaid. Τα επίπεδα του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ το 2024 είναι παρόμοια ως ποσοστό του ΑΕΠ με αυτά που ήταν το 1945, αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά αυτό έχει να κάνει περισσότερο με τις μακροπρόθεσμες επιβαρύνσεις των προγραμμάτων πρόνοιας και των αμυντικών δαπανών παρά με την απάντηση στον Covid.
Σε έναν πόλεμο οι νέοι πολεμούν για να κρατήσουν ασφαλείς τους μεγαλύτερους, οι οποίοι με τη σειρά τους υπόσχονται να κάνουν τη ζωή καλύτερη για εκείνους που τους ζητήθηκε να κάνουν τη μεγαλύτερη θυσία. Την περίοδο του Covid ήταν οι μεγαλύτεροι που έχασαν τη ζωή τους και οι νέοι που έκαναν τις μεγαλύτερες θυσίες χάνοντας δουλειές και τις δυνατότητες για καλύτερη εκπαίδευση.
Η απογοήτευση των νέων
Οι νέοι δεν πήραν καμία ανταπόδοση για τις θυσίες τους με τις υποσχέσεις που ακολουθούν έναν πραγματικό πόλεμο. Πρόσβαση σε καλύτερες κατοικίες, μόρφωση, εργασία. Αυτό συνέβη, εν μέρει, επειδή η τιμή που πλήρωσαν οι νέοι δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε ποσοστό σε σχέση με τους θανάτους. Ποιος χρωστά σε ποιον; Και ειδικά σε έναν πόλεμο που δεν είχε προφανείς νικητές.
Υπήρξαν ορισμένες εξαιρέσεις καθώς κάποιοι πολιτικοί είδαν τι θα μπορούσε να ακολουθήσει. Τον Οκτώβριο του 2022, καθώς η εισβολή στην Ουκρανία καθυστερούσε, ο Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωσε στο κυβερνητικό συμβούλιο συντονισμού στη Μόσχα ότι το μάθημα ήταν σαφές: η Ρωσία έπρεπε να μεταφράσει την επείγουσα ανάγκη του Covid σε στρατιωτική επείγουσα ανάγκη. Ως πρώτο βήμα, λοιπόν, ο Πούτιν κήρυξε στρατιωτικό νόμο στις τέσσερις περιοχές που ελέγχονται από τις ρωσικές δυνάμεις.
O Covid δεν ήταν ένας πραγματικός πόλεμος, αν και συχνά έμοιαζε με πόλεμο. Ούτε ο Covid ήταν μια δοκιμαστική άσκηση για το πώς θα αντιμετωπιστεί η πρόκληση της κλιματικής κρίσης. Τώρα γνωρίζουμε ότι ήταν, για ορισμένους πολιτικούς, μια πρόβα για τον ίδιο τον πόλεμο.
O Covid δεν άλλαξε ριζικά τον τρόπο που ζούμε. Ο Γάλλος συγγραφέας Μισέλ Ουέλμπεκ όταν ρωτήθηκε τι αντίκτυπο θα είχε ο Covid στο μέλλον, είπε: «Τα ίδια, αλλά χειρότερα».
Οι κοινωνικές αλλαγές
Η πανδημία επιτάχυνε δραματικά ορισμένους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που ήταν ήδη σε εξέλιξη. Η εργασία από το σπίτι ήταν κάτι που η νέα τεχνολογία μπορούσε να υποστηρίξει πολύ πριν από το 2020. Η πανδημία δεν δημιούργησε την υβριδική εργασία, ούτε ξεκίνησε τη σταθερή μείωση των χώρων γραφείων στο κέντρο της πόλης.
Κοσμογονικές αλλαγές δεν υπήρξαν και στα παγκόσμια δρώμενα. Οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι πιο εχθρικές μεταξύ τους, αν και η εχθρότητα αυξανόταν προοδευτικά για μια δεκαετία πριν το 2020. Η Μέση Ανατολή είναι πιο ασταθής απ' ό,τι ήταν, οι εκλογικές διαδικασίες πιο εύθραυστες, οι αυταρχικοί πιο ισχυροί, ο πλανήτης πιο θερμός, οι ανισότητες μεγαλύτερες. Αυτό είναι κάπως διαφορετικό. Αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι καινούργιο.
Το παράδειγμα του Τραμπ
Αναμφίβολα ο πολιτικός που πλήρωσε το μεγαλύτερο τίμημα λόγω της πανδημίας ήταν ο Τραμπ. Στις αρχές του 2020 όλα έδειχναν ότι πήγαινε για επανεκλογή. Η αμερικανική οικονομία ήταν σχετικά ισχυρή, η βάση του ικανοποιημένη και οι Δημοκρατικοί δεν φαίνονταν έτοιμοι να μπορέσουν να τον κερδίσουν. Ο Covid άλλαξε τα δεδομένα. Ο Τραμπ δεν μπόρεσε να αντιληφθεί σωστά την κατάσταση και έχασε. Ο Μπάιντεν κληρονόμησε όλα τα προβλήματα του Covid και τώρα ο Τραμπ επιστρέφει δυναμικά.
Κάλπες δεν στήνονται φέτος μόνο στις ΗΠΑ. Περισσότεροι από τέσσερα δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν δικαίωμα ψήφου σε εκλογές από την Ινδία μέχρι την Ιρλανδία και το Μεξικό. Είναι ένα σημάδι ότι ο Covid, που έθεσε σε αναστολή τόσες πολλές δημοκρατικές ελευθερίες, δεν το έκανε μόνιμα.