Ουκρανία: Ένας καταστροφικός πόλεμος που δεν λέει να τελειώσει
Δύο χρόνια μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οι απώλειες στα πεδία διαρκώς αυξάνονται, οι συσχετισμοί της Δύσης κλυδωνίζονται και το τέλος της κρίσης σήμερα μοιάζει πολύ μακρινό.
Επτακόσιες τριάντα ημέρες έχουν περάσει από εκείνη την Πέμπτη που στις 5.14 τα ξημερώματα οι ρωσικές δυνάμεις συντονισμένα ξεκίνησαν να πλήττουν στόχους στην Ουκρανική μεθόριο αλλά και να εισβάλουν από τέσσερα διαφορετικά σημεία στη χώρα με την οποία μοιράζονται τα μεγαλύτερα σε έκταση σύνορα. Μπορεί ο ορυμαγδός χτυπημάτων από το ρωσικό πυροβολικό και οι βομβαρδισμοί από τα μαχητικά της Μόσχας να έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν αλλά τίποτε δεν μπορεί να κάμψει στην μνήμη την «οσμή» του πολέμου όπως αυτή μας συστήθηκε πριν δύο χρόνια στη Μαριούπολη.
Δύο χρόνια μετά μπορεί το «ενδιαφέρον» της δυτικής κοινής γνώμης να έχει απομακρυνθεί από την φρίκη των όσων διαδραματίζονται σε εμπόλεμες - και μη - ζώνες της Ουκρανίας, αλλά η κρίση στην περιοχή εξελίσσεται καθημερινά και μάλιστα σήμερα ο πόλεμος μαίνεται σκληρότερος από ποτέ καθώς έχει αλλάξει και εικόνα και «υφή».
Η μετάλλαξη
Και οι δύο αντίπαλοι στα πεδία σήμερα εξακολουθούν να καταγράφουν πολύ σημαντικές απώλειες τόσο σε στρατιωτικό προσωπικό όσο και σε αμάχους. Τους τελευταίους 12 μήνες όμως καμία από τις δύο πλευρές δεν έχει καταγράψει κάποια σημαντική νίκη στα πεδία, εάν εξαιρεθεί η κατάληψη από τον Ρωσικό στρατό της στρατηγικής σημασίας κωμόπολης Αβντίιβκα, την περασμένη Δευτέρα.
Είναι γεγονός πως η πολλά υποσχόμενη Ουκρανική αντεπίθεση που ανακοινώθηκε το περασμένο καλοκαίρι απέτυχε και αυτό έφερε κρίση στο εσωτερικό του πολιτικού και στρατιωτικού επιτελείου της Ουκρανίας. Ο Ζελένσκι διαφώνησε ανοιχτά με τον κορυφαίο του στρατεύματός του και όταν αυτό το ρήγμα είδε το φως της δημοσιότητας τον απομάκρυνε φροντίζοντας να του δώσει τον τιμητικό τίτλο του «ήρωα της Ουκρανίας».
Στον αντίποδα, και οι Ρώσοι δεν έχουν καταφέρει να ανακαταλάβουν καμία από τις περιοχές που κατά το δεύτερο μέρος του 2022 έχασαν από την μαζική ουκρανική αντεπίθεση. Καμία από τις ρωσικές προσπάθειες για ανακατάληψη της Χερσώνας δεν ήταν επιτυχής, καμία προσπάθεια για θωράκιση της Κριμαίας και της Μαύρης Θάλασσας δεν έφερε αποτέλεσμα και το κυριότερο έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα χτυπήματα εντός ρωσικών εδαφών τόσο με drones όσο και με πυρά του ουκρανικού πυροβολικού. Ο τελευταίος χρόνος ήταν ο πρώτος στον οποίο η Ρωσία θρήνησε και αμάχους σε μία σύρραξη που άλλαξε σημαντικά. Σε αυτά η Μόσχα έχει να αντιπαραβάλλει πως τα αμυντικά συστήματα που οι δυνάμεις της έστησαν ειδικά στο Νότιο και ανατολικό τμήμα για να διαφυλάξουν την Κριμαία και τις περιοχές του Ντονμπάς άντεξαν παρά τη σημαντική ενίσχυση με άρματα μάχης των Ουκρανών από τη Δύση.
Η σημαντικότερη εξέλιξη στον πόλεμο της Ουκρανίας πάντως το έτος που συμπληρώνεται είναι πως αυτή η μάχη έχει πλέον πολύ ουσιαστικότερες εξελίξεις σε διπλωματικό και πολεμικό επίπεδο. Η Ρωσία του Πούτιν επιμένει και μάλιστα πολύ πιο σθεναρά πλέον πως δεν υπάρχει περίπτωση διπλωματική επίλυσης του ζητήματος εάν δεν αναγνωριστούν από την Ουκρανία ως ρωσικά εδάφη οι επαρχίες που μονομερώς ο Πούτιν έχει αναγνωρίσει από το 2022 και εάν η χώρα δεν υπογράψει την απόλυτη αποστρατικοποίησή της. Το Κρεμλίνο, μάλιστα, έχει κατορθώσει επιβιώνοντας από τους οικονομικούς αποκλεισμούς και τις κυρώσεις να «κραδαίνει το λάβαρο» του πολέμου μέχρι τελικής επικράτησης... ή πτώσης. Στον αντίποδα το Κίεβο έχει απόλυτη ανάγκη την δυτική οικονομική και πολεμική ενίσχυση για να συνεχίσει να μάχεται ενάντια στις δυνάμεις της Μόσχας. Η Δύση όμως έχει πολλά και κυρίως περίπλοκα δικά της ζητήματα στα οποία είναι ξεκάθαρο πως ποντάρει πολλά για το άμεσο μέλλον η Μόσχα.
Η Δύση που δυσκολεύεται και η Μόσχα που καραδοκεί
Εάν κάτι πρέπει να «πιστώσει» κάποιος ως αποδεδειγμένη διαχρονική πολεμική αξία στη Ρωσία είναι η αντοχή ειδικά σε συστήματα πολέμου φθοράς. Σήμερα η Μόσχα η οποία έχει αποδεδειγμένα ανάγκη από νέα επιστράτευση, όπως και το Κίεβο, προκειμένου να διατηρήσει τις θέσεις της στα ουκρανικά εδάφη, έχει την «πολυτέλεια» να περιμένει χωρίς να φέρει νέα κοινωνική αναστάτωση μέχρι να επανεκλεγεί ο Βλαντίμιρ Πούτιν στις επερχόμενες εκλογές. Αυτή την «πολυτέλεια» σε καμία περίπτωση δεν την έχει ο Ζελένσκι και το Κίεβο με τις ανάγκες για αξιόμαχο προσωπικό να αγγίζουν σήμερα το μισό εκατομμύριο εάν το Κίεβο εξακολουθεί να θέλει να συνεχίσει να μάχεται. Η Ουκρανία έχει επίσης τεράστιες ανάγκες σε στρατιωτικό εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας από την Ευρώπη και κυρίως τις ΗΠΑ ο οποίος τους τελευταίους μήνες δεν φτάνει σε ουκρανικά χέρια καθώς ο Πρόεδρος των ΗΠΑ προσπαθεί σε προεκλογική χρονιά να κάμψει τις αντιστάσεις των Ρεπουμπλικάνων αλλά και των ίδιων Δημοκρατικών που όλο και πιο συχνά το τελευταίο διάστημα ζητούν αναλυτική αιτιολόγηση για τα όπλα και τα χρήματα που αποστέλλονται στο Κίεβο.
Ο Ζελένσκι θα πρέπει να θεωρεί σήμερα τον εαυτό του εξόχως τυχερό καθώς το εμπόδιο της Ουγγαρίας του Όρμπαν δεν ήταν τελικά ανυπέρβλητο και η χώρα του θα λάβει άμεσα περισσότερα από 50 δις σε ευρωπαϊκά κεφάλαια. Η Ευρώπη, όμως, παρά το σημαντικό νέο πακέτο προς το Κίεβο φαίνεται να λοξοκοιτά προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις πολιτικές εξελίξεις που είναι πιθανό να φέρουν ξανά στο οβάλ γραφείο τον Ντόναλντ Τραμπ και βάζει στο τραπέζι όλα τα σενάρια. Αυτά τα σενάρια περιλαμβάνουν μέχρι και επαναπροσέγγιση της Μόσχας αλλά και μία πιθανή έντονη πίεση προς το Κίεβο να οδηγηθεί ο πόλεμος στο διπλωματικό τραπέζι στο άμεσο μέλλον. Αυτά τα συγκεκριμένα σενάρια φαίνεται - ορθώς - να έχουν θορυβήσει τον Ουκρανό Πρόεδρο ο οποίος έχει βάλει ξανά στο επίκεντρο των προσπαθειών του την ενίσχυση των δεσμών του με την Ένωση.
Οι πρόσφατες συμφωνίες με Γερμανία και Γαλλία δεν δίνουν κάποια βεβαιότητα, πως θα μπορούσαν άλλωστε σε έναν κόσμο εξόχως ρευστό, αλλά φαίνεται να οριοθετούν το μέχρι που είναι διατεθειμένο στο μέλλον να υποχωρήσει το Κίεβο. Μέσα σε όλα τα παραπάνω η Μόσχα ξαφνικά φαίνεται να αποκτά «momentum» νίκης. Μπορεί οι ήττες του πρώτου έτους, η ανταρσία του Πριγκόζιν πριν από λίγους μήνες αλλά και το αγκάθι «Ναβάλνι» να έφεραν αναστάτωση στη Μόσχα αλλά σε όλα τα επίπεδα και με κάθε τρόπο ο Πούτιν έχει καταφέρει να βρίσκεται απέναντι σε όλους. Το ρωσικό αφήγημα δεν έχει αλλάξει και η επιτυχία του Κρεμλίνου να «θάβει» τις τεράστιες απώλειες και τις ζημιές από τον πόλεμο που η ίδια προκάλεσε αναμένεται να την φέρουν σε ισχυρότερη θέση από αυτή του 2023.
Μακρινό σενάριο η ειρήνη
Με τον τρόπο που διαμορφώνονται τα δεδομένα στα πεδία των μαχών αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο συσχετισμών ο Πούτιν έχει κάθε λόγο να διατηρεί την ίδια στάση απέναντι στο ουκρανικό ζήτημα. Έχοντας βρει την απαραίτητη πηγή πολεμοφοδίων από το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα μπορεί να πλήττει στόχους στην Ουκρανία χωρίς άμεση εμπλοκή των στρατευμάτων του. Η υποθήκη που έχει δώσει για αυτά τα εφόδια σε τρίτες χώρες δεν είναι γνωστή αλλά είναι βέβαιο πως αν αποκαλυφθεί κάτι τέτοιο αυτό θα γίνει αρκετά χρόνια αργότερα.
Ο Πούτιν έχει καταφέρει να επιμερίσει και τις οικονομικές δυσκολίες που ξεκάθαρα αντιμετωπίζει η Ρωσία. Η ανατίναξη του Nord Stream έχει φέρει τεράστια ζητήματα ειδικά στη Γερμανία και η απώλεια για την Ευρώπη της φθηνής ρωσικής ενέργειας έχει επίσης πολύ σημαντικό κόστος. Τα «πιόνια» του Πούτιν στην Ένωση γεννούν κλίμα πόλωσης στις Βρυξέλλες σε μία περίοδο που και η Ευρώπη οδεύει προς κρίσιμες εκλογές. Εάν η ακροδεξιά καταφέρει να αυξήσει τις θέσεις της στο ευρωκοινοβούλιο τότε ο Πούτιν θα έχει «καλύτερη» δίοδο και οι πιέσεις του θα αυξηθούν. Αλλά και οι εκλογές στις ΗΠΑ είναι πιθανό να δώσουν στη Ρωσία ακόμη μία θετική εξέλιξη. Σε πιθανή εκλογή Τραμπ ο Πούτιν μπορεί να προσδοκά πως η στήριξη της Ουκρανίας θα λήξει και η κατάσταση θα επανέλθει στη λογική του «business as usual» με την Ουάσιγκτον. Ακόμη και σε περίπτωση όμως ήττας του Τραμπ και επανεκλογής του Τζο Μπάιντεν ο Πούτιν θα έχει και πάλι τον τρόπο να πιέζει ειδικά εάν έχει μεσολαβήσει ένα μεγάλο διάστημα με συνεχείς εδαφικές απώλειες για την Ουκρανία.
Το αφήγημα της Δύσης «στήριξη με κάθε μέσο στο Κίεβο» είναι αυτό που έχει δεχθεί τα σημαντικότερα πλήγματα κι αυτό είναι ίσως και η σημαντικότερη νίκη του Κρεμλίνου. Σε κάθε περίπτωση και με όλα τα σενάρια ανοιχτά η πληγή της Ουκρανίας είναι δύσκολο να ξεκινήσει να επουλώνεται ακόμη και μέσα σε ένα τρίτο έτος πολέμου, με τους αμάχους να εξακολουθούν να πληρώνουν το βαρύτερο τίμημα σε καθημερινή βάση.