Deutsche Welle για Τουρκία: Διαδικτυακή λογοκρισία ενόψει εκλογών
Την 31η Μαρτίου διεξάγονται οι τουρκικές δημοτικές εκλογές. Ο Ερντογάν θέλει να κερδίσει και πάλι τις μεγάλες πόλεις, γι’ αυτό και εντείνει τη λογοκρισία στο διαδίκτυο σύμφωνα με δημοσίευμα της Deutsche Welle.
Αναλυτικά το δημοσίευμα της Deutsche Welle:
Πρόσφατα ο πρόεδρος Ερντογάν ανακοίνωσε τους υποψηφίους του AKP για τις δημοτικές εκλογές, δίνοντας παράλληλα και σύνθημα μάχης προς τους υποστηρικτές του: «Θα κερδίσουμε την αντιπολίτευση σε όλα τα προπύργιά της!». Ο Ερντογάν θέλει να επανακαταλάβει τις οικονομικά ισχυρές μητροπόλεις της χώρας, όπως την Κωνσταντινούπολη, την Άγκυρα και τη Σμύρνη. Όμως στην ομιλία του δεν ακουγόταν και απολύτως βέβαιος για τη νίκη, διότι γνωρίζει πολύ καλά πως οι ψηφοφόροι των μεγάλων πόλεων είναι απρόβλεπτοι.
Οι πόλεις αυτές συνιστούν περίπου το 50% της οικονομικής απόδοσης της χώρας. Γι' αυτό και το AKP θέλει να τις κερδίσει και πάλι πάση θυσία, κάνοντας δηλαδή ό,τι κρίνει σκόπιμο. Σε αυτό συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων και η διαδικτυακή λογοκρισία. Μία πρακτική που εντείνεται ολοένα και περισσότερο.
Τον Δεκέμβριο έγινε γνωστό πως 16 υπηρεσίες VPN (Virtual Private Network) στην Τουρκία μπλοκαρίστηκαν από την Αρχή Τεχνολογιών Πληροφοριών και Επικοινωνιών (BTK) – δίχως σχετική δικαστική απόφαση. Ένα VPN είναι μία διαδικτυακή υπηρεσία, η οποία επιτρέπει στον χρήστη να σερφάρει στο διαδίκτυο κρυπτογραφημένα και με ασφάλεια. Ιδίως σε χώρες με αυταρχικά καθεστώτα οι συγκεκριμένες υπηρεσίες είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς και αξιοποιούνται ως μέσο πρόσβασης σε ιστοσελίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης που έχουν μπλοκαριστεί.
712.000 ιστοσελίδες μπλοκαρίστηκαν το 2022
Σύμφωνα με την τουρκική Ένωση για την Ελευθερία της Έκφρασης το 2022 μπλοκαρίστηκαν περισσότερες από 712.000 ιστοσελίδες, περίπου 150.000 διευθύνσεις URL, 9.000 λογαριασμοί στο X (πρώην Twitter), 55.500 tweets, 16.585 βίντεο από το YouTube, 12.000 δημοσιεύσεις στο Facebook και 11.150 post στο Instagram – και όλα αυτά βάσει του νόμου περί διαδικτύου, ο οποίος έχει τεθεί σε ισχύ στην Τουρκία από το 2007.
Η Φουζούν Σαρπ Νεμπίλ, ειδικός στις ψηφιακές τεχνολογίες, τονίζει πως τότε ήταν που ξεκίνησε και η λογοκρισία στο διαδίκτυο. «Μέχρι το 2013 η λογοκρισία δεν ήταν μαζική», αναφέρει. Όμως από τις διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί εκείνη τη χρονιά και τις αποκαλύψεις που ακολούθησαν, η νομοθεσία αυστηροποιήθηκε σημαντικά.
Το 2013 οι δράσεις και οι διαδηλώσεις των περιβαλλοντικών ακτιβιστών οργανώθηκαν μέσω του διαδικτύου, όπως διαδικτυακά έγινε γνωστό και στα τέλη του ιδίου έτους το μεγαλύτερο σκάνδαλο διαφθοράς γύρω από τον πρόεδρο Ερντογάν: πολλές εμπιστευτικές τηλεφωνικές συνομιλίες ανέβηκαν στο YouTube, αποκαλύπτοντας ύποπτες μεταφορές χρημάτων μεταξύ μελών της κυβέρνησης και επιχειρηματιών, με αποτέλεσμα ο νόμος περί διαδικτύου να γίνει ακόμη πιο αυστηρός.
«Τα τελευταία 17 χρόνια η κυβέρνηση έχει τροποποιήσει τη νομοθεσία 19 φορές», λέει η Νεμπίλ. Το 2020 προστέθηκαν και οι συμπληρωματικές προβλέψεις για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ το 2021 θεσπίστηκε και ο νόμος περί παραπληροφόρησης.
Όπως επισημαίνουν πολλοί ειδικοί, ο τελευταίος αποτελεί ένα ακόμη μέσο της κυβέρνησης να καταπιέσει την ελευθερία έκφρασης και Τύπου. Η κυβέρνηση δημιουργεί ένα κλίμα φόβου και προσπαθεί να καταπνίξει κάθε επίκριση, με το πρόσχημα ότι έτσι προστατεύονται οι πολίτες από υποτιθέμενες ψευδείς πληροφορίες. Βάσει του νόμου η διάδοση «ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών σχετικά με την εσωτερική ή εξωτερική ασφάλεια της χώρας» ποινικοποιείται. Και η τόσο αόριστη αυτή διατύπωση αφήνει μεγάλα περιθώρια ερμηνείας. Έτσι, μία μεμονωμένη δημοσίευση θα μπορούσε για παράδειγμα να οδηγήσει ακόμη και σε τρία χρόνια φυλάκισης.
Η κριτική προς το AKP μπλοκάρεται
Η ειδικός Νεμπίλ εξηγεί πως συνήθως αποκλείεται η πρόσβαση σε αναφορές σχετικά με πολιτικούς του AKP. Αναρτήσεις αναφορικά με τη διαφθορά, τις αστοχίες ή τον νεποτισμό στην κυβέρνηση μπλοκάρονται με συνοπτικές διαδικασίες.
Ανεπιθύμητες είναι βέβαια και οι κριτικές αναφορές ενόψει των σημαντικών δημοτικών εκλογών. Οι υποψήφιοι του κυβερνητικού συνασπισμού πρέπει να προστατευθούν.
Με το μπλοκάρισμα των 16 υπηρεσιών VPN η κυβέρνηση επιδιώκει να ελέγξει όσο το δυνατόν περισσότερο το διαδίκτυο, υπογραμμίζει η Νεμπίλ. Τα καταφέρνει; Μάλλον ναι: «Όταν η κυβέρνηση εξακολουθεί να συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά στις εκλογές, παρ' ότι έχει σημειώσει πολλές αποτυχίες και δεν έχει διαχειριστεί με τον σωστό τρόπο πολλές κρίσεις, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η τακτική της με κάποιον τρόπο λειτουργεί».
Από την άλλη πλευρά πολλοί πολίτες έχουν γίνει πιο έμπειροι λόγω της διαρκούς αυστηροποίησης της νομοθεσίας περί διαδικτύου και λόγω των αποκλεισμών των διαδικτυακών υπηρεσιών. Μόλις ένα VPN μπλοκάρεται, χρησιμοποιείται αμέσως ένα εναλλακτικό. «Συγκριτικά με πολλές άλλες χώρες στην Τουρκία είναι πολύ περισσότεροι αυτοί που είναι εξοικειωμένοι με τα VPNs».
Σκόπιμες καθυστερήσεις στις ψηφιακές υποδομές
Η ειδικός εξηγεί ακόμη πως η κυβέρνηση επιβραδύνει σκοπίμως και την επέκταση των ψηφιακών υποδομών. Το 2006 έλαβαν άδεια εγκατάστασης σύγχρονων δικτύων οπτικών ινών έντεκα εταιρείες. Για τα δεδομένα της εποχής οι εταιρείες αυτές θα πλήρωναν υπέρογκα ποσά, μεταξύ 100.000 και 200.000 δολαρίων αναλόγως την περιοχή. Ωστόσο η κυβέρνηση συνέχισε να καθυστερεί την ολοκλήρωση των ψηφιακών υποδομών, με αποτέλεσμα σήμερα να έχει επιτευχθεί μονάχα ένα μικρό ποσοστό όσων είχαν αρχικά προγραμματιστεί. «Τις μοιραίες συνέπειες αυτής της κατάστασης τις διαπιστώσαμε και μετά τους μεγάλους σεισμούς», δηλώνει η Νεμπίλ.
Μετά τους σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου οι τηλεπικοινωνίες καταστράφηκαν εν μέρει, γεγονός που κατέστησε ανέφικτο τον συντονισμό μεταξύ των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης και των οργανώσεων ανθρωπιστικής βοήθειας.