Εκλογές Γερμανία: Διατήρηση συνασπισμών και άνοδος της ακροδεξιάς σε Βαυαρία και Έσση
Ανανεώθηκε:
Σε κλίμα γενικευμένης πολιτικής έντασης, την ερχόμενη Κυριακή διεξάγονται εκλογές σε δύο από τα πολυπληθέστερα και πλουσιότερα κρατίδια της Γερμανίας, με περισσότερους από 12 εκατομμύρια ψηφοφόρους να καλούνται στις κάλπες.
Και μολονότι ούτε στην Έσση, ούτε στη Βαυαρία διαφαίνεται πιθανότητα ριζικής ανατροπής, η κάλπη θα δείξει, για πρώτη φορά φέτος, την τοποθέτηση των ψηφοφόρων σε θέματα που υπερβαίνουν τα τοπικά όρια.
Θα τα καταφέρει η ομοσπονδιακή υπουργός Εσωτερικών Νάνσι Φέζερ ως υποψήφια πρωθυπουργός της Έσσης με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD); Και, αν ναι, ποιος θα είναι ο νέος υπουργός που θα χειριστεί το μεταναστευτικό; Ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας και αρχηγός της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) Μάρκους Ζέντερ θα κερδίσει, καταγράφοντας όμως το χειρότερο ιστορικά ποσοστό για το κόμμα του, όπως προβλέπουν οι δημοσκοπήσεις; Και με ποιο κόμμα θα συγκυβερνήσει; Και ποια θα είναι η δύναμη της ακροδεξιάς σε δύο ισχυρά δυτικά κρατίδια, στα οποία μέχρι τώρα δεν έχει βρει ακροατήριο ανάλογο με αυτό των ανατολικών περιοχών; Θα ακολουθήσουν τα ποσοστά της τη γενικότερη ανοδική τάση; Και ποια θα είναι τελικά τα θέματα που θα κρίνουν τις αναμετρήσεις; Πόσο θα μετρήσουν το μεταναστευτικό και η οικονομία, που έχουν βρεθεί το τρέχον διάστημα στο επίκεντρο σε ομοσπονδιακό επίπεδο και πόσο «τιμωρητικά» για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα ψηφίσουν οι πολίτες;
Ευτυχώς ή δυστυχώς, στο γερμανικό ομοσπονδιακό –και αληθινά αποκεντρωμένο– σύστημα, τα τοπικά χαρακτηριστικά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία ενώπιον της κάλπης. Η παράδοση δείχνει ότι οι Γερμανοί αξιολογούν συχνά με όχι απόλυτα κομματικά κριτήρια τους τοπικούς τους άρχοντες. Τα προβλήματα ωστόσο που αντιμετωπίζει αυτή την περίοδο η Γερμανία δεν αφήνουν κανέναν ανεπηρέαστο: η οικονομία θα κλείσει τη χρονιά με ύφεση, η ανεργία ανεβαίνει, η ενεργειακή κρίση και η ακρίβεια εξακολουθούν να πιέζουν τα νοικοκυριά, το μεταναστευτικό έχει αναδειχθεί σε κεντρικό σημείο της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Βαυαρία: Συνέχεια «ως έχει»;
Στη Βαυαρία των 13,2 εκατομμυρίων κατοίκων και του ΑΕΠ 716 δισεκατομμυρίων ευρώ, ο χριστιανοκοινωνιστής Μάρκους Ζέντερ ηγείται συνασπισμού της CSU και των Ελεύθερων Ψηφοφόρων (FW), οι οποίοι τοποθετούνται μεν στην κεντροδεξιά, αλλά συχνά εκφράζουν θέσεις που θυμίζουν πιο... κομψή ακροδεξιά.
Έπειτα από σχεδόν 70 χρόνια αυτοδυναμίας της CSU, και μόνο η ανάγκη κυβερνητικής συνεργασίας θεωρείται «ήττα» για τον κ. Ζέντερ, ο οποίος, σύμφωνα τουλάχιστον με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, οδεύει προς νέο «ιστορικό χαμηλό» σε αυτές τις εκλογές, ποσοστό γύρω στο 36%, λίγο κάτω από το 37,2% που έλαβε στις εκλογές του 2018.
Αντιθέτως, ο κυβερνητικός του εταίρος βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο 15%, 4 και πλέον μονάδες πάνω από το 2018.
Όπως φάνηκε μάλιστα, το πρόσφατο «σκάνδαλο» με τις αποκαλύψεις ότι ο αρχηγός των Ελεύθερων Ψηφοφόρων και αναπληρωτής πρωθυπουργός της Βαυαρίας, ο Χούμπερτ Αϊβάνγκερ, στα μαθητικά του χρόνια μοίραζε φυλλάδια με αντισημιτικά συνθήματα, μέτρησε τελικά υπέρ του –τουλάχιστον δημοσκοπικά–, προκαλώντας έντονη συζήτηση σχετικά με την ενίσχυση των υπερσυντηρητικών τάσεων και στη Βαυαρία, όπου μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε ισχυρή δύναμη δεξιότερα των Χριστιανοκοινωνιστών.
Οι δυνάμεις των Πρασίνων στη Βαυαρία κυμαίνονται κοντά στο 15%, με απώλειες 2-3 μονάδων από το 2018. Το κόμμα βρίσκεται μονίμως στο στόχαστρο του βαυαρού πρωθυπουργού, ο οποίος θεωρεί τη συμπεριφορά του υπεύθυνη για την άνοδο της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) και έχει... ορκιστεί ότι δεν θα συζητήσει καν το ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας μαζί του.
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) δείχνει να χάνει ακόμη περισσότερο τις δυνάμεις του, με ποσοστό 9%, σχεδόν μια μονάδα κάτω από το αποτέλεσμα των προηγούμενων εκλογών.
Οι Φιλελεύθεροι (FDP) που είχαν οριακά πετύχει την είσοδό τους στο τοπικό κοινοβούλιο το 2018, φαίνεται ότι τώρα θα μείνουν εκτός.
Η AfD από την άλλη πλευρά, ενισχύεται κατά σχεδόν 4 μονάδες και φθάνει λίγο κάτω από το 14%, περίπου στα ομοσπονδιακά επίπεδα των εκλογών του 2021. Παραμένει ωστόσο αρκετά χαμηλότερα από τα ποσοστά που της δίνουν σε εθνικό επίπεδο οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, όπου βρίσκεται παγιωμένη ως δεύτερη δύναμη, με ποσοστό άνω του 20%. Στη Βαυαρία δεν υπάρχει όμως έλλειμμα από συντηρητικές δυνάμεις και ο ανταγωνισμός είναι σκληρός.
Σε κεντρικό ζήτημα της προεκλογικής αντιπαράθεσης αναδείχθηκε το στοίχημα της κλιματικής ουδετερότητας και η δέσμευση της κρατιδιακής κυβέρνησης ότι θα επιτευχθεί έως το 2040. Σύμφωνα με τους Πράσινους, η χαλάρωση των κανονισμών για την τοποθέτηση ανεμογεννητριών δεν είναι αρκετή. Επιπλέον, η συζήτηση για την ενέργεια, τις πηγές και το κόστος της, έχουν μονοπωλήσει τελευταία τη συζήτηση, καθώς στην περιοχή είναι συγκεντρωμένο μεγάλο μέρος της βαριάς γερμανικής βιομηχανίας: εξ ου η Βαυαρία είναι το δεύτερο πλουσιότερο κρατίδιο της Γερμανίας.
Το μεταναστευτικό παραμένει ψηλά στον δημόσιο διάλογο, με τον Μάρκους Ζέντερ να έχει αναλάβει τον ρόλο του βασικού πολέμιου της μεταναστευτικής πολιτικής της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Οι προτάσεις του για αυστηρότερους όρους υποδοχής προσφύγων και για επιβολή ανώτατου ορίου στον αριθμό των μεταναστών που θα δέχεται η χώρα, τον φέρνουν διαρκώς σε αντιπαράθεση με την σοσιαλδημοκράτη υπουργό Εσωτερικών Νάνσι Φέζερ.
Πρόσφατα έδειξε ανοιχτά τις προθέσεις του, όταν δήλωσε ότι επιθυμεί «περισσότερη Βιέννη και λιγότερο Βερολίνο, περισσότερο ρεαλισμό αντί για ιδεολογία» στη διαχείριση του μεταναστευτικού, προκρίνοντας το αυστηρότερο αυστριακό μοντέλο. Ο αρχηγός της CSU, του «μικρού» εταίρου του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU), έχει ούτως ή άλλως ισχυρότερες βλέψεις. Ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών του 2021, είχε διεκδικήσει το χρίσμα της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) για την καγκελαρία. Τότε, το έχασε από τον Άρμιν Λάσετ, ο οποίος κατόπιν ηττήθηκε από τον Όλαφ Σολτς.
Τώρα, με την κατάσταση στο CDU να θεωρείται κρίσιμη σε επίπεδο ηγεσίας, ο κ. Ζέντερ δικαιούται ενδεχομένως να ελπίζει ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών του 2025. Μέχρι τότε, την 9η Οκτωβρίου θα κληθεί κατά πάσα πιθανότητα να αναζητήσει κυβερνητικό εταίρο και όλα δείχνουν ότι οι αριθμοί θα επιτρέψουν την παραμονή στην κυβέρνηση του σημερινού σχήματος, καθώς ο Μάρκους Ζέντερ δε φαίνεται να επιθυμεί να αλλάξει συνεργάτη. Έχει ήδη αποκλείσει το ενδεχόμενο συνεργασίας με τους Πράσινους, ενώ το SPD μάλλον θα βρίσκεται κάτω από το ποσοστό που θα απαιτείται για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Έσση: «Μαυροπράσινο» πείραμα
Στην άλλη πλευρά του ποταμού Μάιν, δοκιμάζεται το μαυροπράσινο σχήμα, με κυβέρνηση CDU - Πρασίνων, κάτι που φιλοδοξούσε να «χαλάσει» η ομοσπονδιακή υπουργός Εσωτερικών Νάνσι Φέζερ, η οποία ωστόσο, αν και υποψήφια πρωθυπουργός της Έσσης για το SPD, έκανε το παν προκειμένου να μην αναγκαστεί να εγκαταλείψει την κυβερνητική της θέση - προεξοφλώντας πιθανότατα την ήττα της.
Τα δημοσκοπικά ποσοστά του SPD μάλιστα την... δικαιώνουν, καθώς δείχνουν ότι το κόμμα της θα απολέσει πάνω από 3 μονάδες σε σχέση με το 2018 και θα περιοριστεί περί το 16%.
Οι Πράσινοι, οι οποίοι στις προηγούμενες εκλογές συγκέντρωσαν ακριβώς το ίδιο ποσοστό με το SPD (19%), καταγράφουν επίσης απώλειες, της τάξης των 2 μονάδων.
Το CDU αντιθέτως ενισχύεται κατά σχεδόν 4 μονάδες και υπερβαίνει το 30%, με υποψήφιο τον σημερινό πρωθυπουργό Μπόρις Ράιν, ο οποίος εξελέγη πρωθυπουργός, με ψηφοφορία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του, τον Μάιο του 2022, όταν παραιτήθηκε πριν ολοκληρώσει τη θητεία του ο επί 12 χρόνια πρωθυπουργός της Έσσης, Φόλκερ Μπουφιέ.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι πολίτες του κρατιδίου είναι μάλλον ικανοποιημένοι από τις επιδόσεις του και ότι πιθανότατα θα τον διατηρήσουν στη θέση, χαρίζοντας μια ανάσα στον αρχηγό του CDU Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος τελευταία «συλλέγει» ατυχείς δηλώσεις και κριτική.
Η AfD στην Έσση αναμένεται να ενισχύσει κατά περίπου 3 μονάδες τις δυνάμεις της σε σχέση με το 2018, παραμένοντας ωστόσο μακριά από τα εθνικά δημοσκοπικά ποσοστά της, με περίπου 16%. Αρχηγός της είναι ο ελληνογερμανός Ρόμπερτ Λάμπρου, στην AfD από το 2013, μέλος του SPD παλαιότερα, ο οποίος περιγράφει το κόμμα του ως «αστικό-συντηρητικό» και δηλώνει ότι τον προσέλκυσε σε αυτό η αντίθεσή του στις πολιτικές διάσωσης του ευρώ. Πρόσφατα μάλιστα υποστήριξε και ότι «πάντα υπήρχαν φωτιές το καλοκαίρι στην Ελλάδα, δεν έχουν καμία σχέση με την κλιματική αλλαγή», την οποία άλλωστε το κόμμα του απορρίπτει. «Η πολιτική προστασίας του κλίματος είναι η μεγαλύτερη απειλή για την ευημερία των πολιτών», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τη Ραδιοφωνία της Έσσης, το πιο πιεστικό ζήτημα για τους κατοίκους του κρατιδίου αφορά την εκπαιδευτική πολιτική. Ελλείψεις εκπαιδευτικών, ανισότητες στην πρόσβαση στην εκπαίδευση και κακές ακαδημαϊκές επιδόσεις των μαθητών στις εξετάσεις χαρακτηρίζονται απαράδεκτα προβλήματα στο κρατίδιο των 6,4 εκατομμυρίων κατοίκων, με ΑΕΠ που ξεπερνά τα 323 δισεκατομμύρια ευρώ.
Και σε αυτή την περίπτωση, το μεταναστευτικό κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο, με τις περιφέρειες και τους δήμους να διαμαρτύρονται για υπερφόρτωση, έλλειψη κονδυλίων και υποδομών και αδυναμία να προσφέρουν πραγματικές συνθήκες ενσωμάτωσης στους φιλοξενούμενους μετανάστες.
Ευαίσθητη πολιτική συγκυρία
Στα δύο κρατίδια δεν αναμένονται λοιπόν την επόμενη Κυριακή θεαματικές αλλαγές στις πολιτικές ισορροπίες. Μετριούνται όμως δυνάμεις σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη πολιτική συγκυρία, με υψηλά ποσοστά δυσαρέσκειας προς την κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς και έντονου φλερτ μέρους της γερμανικής κοινωνίας με ακροδεξιές νοοτροπίες.
Τα δύο δυτικά και εύρωστα κρατίδια ίσως «σώσουν» σε έναν βαθμό την... τιμή των παραδοσιακών κομμάτων, αφού θεωρείται απίθανο να υπάρξουν διλήμματα για συνεργασία με την ακροδεξιά. Το 2024 ωστόσο περιγράφεται ήδη ως «διαβολοχρονιά», με ευρωεκλογές, κρατιδιακές εκλογές στα ανατολικά (Βρανδεμβούργο, Θουριγγία, Σαξονία, Μεκλεμβούργο-Πομερανία) και δημοτικές εκλογές σε έξι κρατίδια.
Εκεί θα κριθούν πολλά περισσότερα από τα τοπικά ζητήματα, με την κρισιμότητα των αποτελεσμάτων να εντείνεται από το γεγονός ότι το 2025 θα διεξαχθούν ομοσπονδιακές εκλογές. Υπό αυτό το πρίσμα επομένως, το γεγονός ότι κατά πάσα πιθανότητα οι κυβερνήσεις στη Βαυαρία και στην Έσση θα παραμείνουν στη θέση τους, δεν πρέπει να επιτρέψει εφησυχασμό του πολιτικού συστήματος, που παρακολουθεί μουδιασμένο και μάλλον αδύναμο την άνοδο της ακροδεξιάς (και) στη Γερμανία, χώρα που θα έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα προς την αντίθετη κατεύθυνση.