Η G20 των 200 ωρών και 15 προσχεδίων: Μια σπάνια νίκη της ρωσικής διπλωματίας
Ανανεώθηκε:
Τα «φλέγοντα» ζητήματα ήταν δεδομένο πως δεν θα βρίσκονταν σε κάποιο από τα βασικά τραπέζια της G20 στην Ινδία αλλά το τελικό ανακοινωθέν -πέρα από άβολο για το Κίεβο και τους συμμάχους του- φαίνεται πως έδωσε διπλωματικούς «πόντους» στη Μόσχα.
Η απούσια του Προέδρου της Κίνας αλλά και του Βλαντιμίρ Πούτιν από το «τραπέζι» έδιναν, αρχικά, την εντύπωση πως το μοναδικό ζήτημα της φετινής διάσκεψης στο Δελχί θα ήταν ο πόλεμος στην Ουκρανία και στόχος να δωθεί ένα ακόμη «χαστούκι» στη ρωσική εισβολή.
Όσοι προέβλεπαν κάτι τέτοιο, δεν περίμεναν σίγουρα το «αποστειρωμένο» τελικό κείμενο για το οποίο δαπανήθηκαν περισσότερες από 200 ώρες και πετάχθηκαν στο... καλάθι των αχρήστων 15 προσχέδια.
Όπως σημειώνουν διπλωματικές πηγές στο CNNi, για το συγκεκριμένο κείμενο, στο οποίο δεν υπάρχει καμία επίσημη καταδίκη της ρωσικής εισβολής στα ουκρανικά εδάφη, οι διπλωμάτες των συμμετεχόντων έφτασαν στο σημείο να προτείνουν ακόμη και την μη έκδοση κοινού ανακοινωθέντος, μία κίνηση που θα ήταν ξεκάθαρο πως θα αποτελούσε τεράστιο πλήγμα για την Ινδία και τον ίδιο των πρωθυπουργό της οι οποίοι ανέλαβαν να υλοποιήσουν την φετινή διάσκεψης κορυφής.
Κίνα και Ρωσία κέρδισαν μαζί τη μάχη
Κίνα και Ρωσία ήταν οι πυλώνες γύρω από τους οποίους περιστράφηκε ο σκληρός πυρήνας των ενστάσεων για «ακραίες» αναφορές όπως χαρακτήρισαν οι δύο χώρες την πραγματικότητα ενός πολέμου που επί 19 μήνες μαίνεται.
Γύρω από τις δύο συμμάχους φαίνεται πως συντάχθηκαν και κάποιες τρίτες αναπτυσσόμενες κυρίως οικονομίες οι οποίες το τελευταίο διάστημα έχουν αναπτύξει τις σχέσεις τους με τη Μόσχα.
Οι πιέσεις και η άρνηση του συγκεκριμένου σώματος να αναγνωρίσει κείμενο στο οποίο υπήρχε ξεκάθαρη καταδίκη του πολέμου έφερε εντάσεις πίσω από κλειστές πόρτες και ακόμη μεγαλύτερο «πονοκέφαλο» στους δυτικούς συμμάχους του Κιέβου οι οποίοι αντιλήφθηκαν πως θα έπρεπε να καταγράψουν απώλειες έστω και σε επίπεδο εντυπώσεων.
Για την Μόσχα και το Πεκίνο είναι η πρώτη ουσιαστική νίκη αν και όχι μεγάλης έκτασης ή σημασίας σε ένα παγκόσμιο φόρουμ. Η περσινή διάσκεψη ήταν ένα από τα ισχυρότερα μηνύματα καταδίκης που έχει ποτέ δεχθεί η Ρωσία στα πολιτικά και διπλωματικά χρονικά.
Το σκορ είναι πλέον «ισόπαλο» και η ανησυχία για επικίνδυνους συνασπισμούς πλέον δεν θα πρέπει να περνά «στα ψιλά» για την Δύση.
Γαλλική και Αμερικανική υποχώρηση
Γάλλοι και Αμερικανοί, οι σημαντικότεροι σύμμαχοι της Ουκρανίας, φαίνεται πως αποφάσισαν από την μία να μην «τινάξουν» στον αέρα την διάσκεψη και μαζί της τις σχέσεις με την Ινδία αλλά και τα τεράστια πολεμικά συμβόλαια, με τα οποία οι τρεις πλευρές δεσμεύονται.
Με την κίνηση αυτή, όμως, φαίνεται πως δημιουργούν αβεβαιότητα στον Ζελένσκι, ο οποίος έχει ανοιχτά πει πως η στήριξη της Δύσης στον πόλεμο με την Ρωσία θα πρέπει να θεωρείται, αλλά και να είναι, δεδομένη.
Πηγές από το Κίεβο διέρρευσαν μάλιστα λίγο μετά την ανακοίνωση από την G20 πως το νέο πακέτο στήριξης συνολικού ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων δεν είναι αρκετό όταν οι αντίπαλοι καταφέρνουν να κάνουν το άσπρο, μαύρο.
Η ουσία και τα σημαντικά απόνερα
Στην ουσία των πραγμάτων για την Δύση δεν έχει αλλάξει το παραμικρό στα πολεμικά πεδία.
Η διάθεση όμως για την έναρξη των διπλωματικών επαφών για την οριστική λήξη του πολέμου φαίνεται να ανεβάζει τις «μετοχές» της ειδικά στην Ουάσιγκτον.
Κανένας από το οβάλ γραφείο σήμερα δεν θα τολμήσει βέβαια ούτε να ψελλίσει κάτι τέτοιο, όχι τουλάχιστον μέχρι το τέλος της τρέχουσας χρονιάς και την υλοποίηση ή όχι του ουκρανικού σχεδιασμού μέχρι το πρώτο «μούδιασμα» από το οξύ ανατολικοευρωπαϊκό κρύο και τα χιόνια στα πεδία των μαχών.
Το Παρίσι από την πλευρά του φαίνεται να ασπάζεται σήμερα την αμερικανική στρατηγική, κρατώντας από την αρχή αποστάσεις από το εάν είναι εφικτή μία συντριπτική ήττα για την Μόσχα.
Παρότι παρούσα στη διάσκεψη, η Βρετανία, για πρώτη φορά τον 21ο αιώνα, δεν άφησε κανένα απολύπτως αποτύπωμα στη Σύνοδο.
Ο πρωθυπουργός της χώρας, Ρίσι Σούνακ, επικεντρώθηκε στις επαφές με την Ινδία και το Πακιστάν, με στόχο να βγάλει την οικονομία της χώρας του από την «ξέρα» του Brexit και της ύφεσης.