ΚΟΣΜΟΣ

Πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου: Ανακτήθηκαν κάποια από τα 2.000 κλοπιμαία

Πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου: Ανακτήθηκαν κάποια από τα 2.000 κλοπιμαία
AP Photo/Tim Ireland, File

Περίπου 2.000 αντικείμενα πιστεύεται ότι έχουν κλαπεί από το Βρετανικό Μουσείο, ωστόσο ορισμένα από αυτά έχουν αρχίσει να ανακτώνται, αποκάλυψε ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν.

Σύμφωνα με την ΕΡΤ, ο πρώην υπουργός Οικονομικών μιλώντας στο Ραδιόφωνο 4 του του BBC είπε ότι «θα μπορούσαν να είχαν γίνει περισσότερα για να αντιμετωπιστούν νωρίτερα οι κλοπές».

Μόλις χθες, Παρασκευή (25/8) ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, Χάρτουϊκ Φίσερ ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί από τη θέση του με άμεση ισχύ λέγοντας ότι δεν εκτίμησε σωστά την ανταπόκριση που θα έπρεπε να έχει το Μουσείο μετά την ειδοποίηση του εμπόρου τέχνης και παραδέχτηκε ότι η ευθύνη τελικά είναι δική του. Μάλιστα χαρακτήρισε την κατάσταση στο Μουσείο «εξαιρετικά σοβαρή».

Θα παραμείνει στη θέση του έως ότου βρεθεί προσωρινός αντικαταστάτης του.

Λίγο μετά, οι υπεύθυνοι του Μουσείου ανακοίνωσαν ότι ο αναπληρωτής διευθυντής του, Τζόναθαν Ουίλιαμς, δέχτηκε να αποχωρήσει οικειοθελώς έως ότου ολοκληρωθούν οι έρευνες. Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Ιούλιο απολύθηκε ο υπεύθυνος για τις ελληνικές συλλογές.

«Πιστεύουμε ότι έχουμε πέσει θύμα κλοπών για μεγάλο χρονικό διάστημα και ειλικρινά θα μπορούσαν να είχαν γίνει περισσότερα για την αποτροπή τους» είπε ο Πρόεδρος του Μουσείου.

Ερωτηθείς γιατί οι ανησυχίες που εκφράστηκαν το 2021 δεν λήφθηκαν σοβαρά υπόψη, ο κ. Όσμπορν είπε ότι ήταν «πιθανό» η «ομαδική σκέψη» μεταξύ των ανώτερων υπαλλήλων του μουσείου να σήμαινε ότι «δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι υπήρχε κάποιος εκ των έσω» που έκλεβε θησαυρούς.

Αναγνώρισε ότι το περιστατικό έχει βλάψει τη φήμη του μουσείου, αλλά είπε ότι επικεντρώθηκε στο «καθάρισμα του χάους».

Το Μουσείο, ένα από τα πιο διάσημα πολιτιστικά ιδρύματα του Ηνωμένου Βασιλείου, δέχεται πιέσεις από τότε που αποκάλυψε νωρίτερα αυτόν τον μήνα ότι ορισμένοι θησαυροί αναφέρθηκαν «αγνοούμενοι, κλεμμένοι ή κατεστραμμένοι».

Τα αντικείμενα που λείπουν χρονολογούνται από τον 15ο αιώνα π.Χ. έως τον 19ο αιώνα μ.Χ. και φυλάσσονταν κυρίως για ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς σκοπούς, όπως είχε ανακοινώσει το Μουσείο.