Ινδία: Ανεστάλη η καταδίκη του ηγέτη της Αντιπολίτευσης Ραχούλ Γκάντι
Ανανεώθηκε:
Την καταδίκη του ηγέτη της αντιπολίτευσης Ραχούλ Γκάντι για δυσφήμιση του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι ανέστειλε το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στην επιστροφή του στο Κοινοβούλιο.
«Ο δικαστής της δίκης δεν αιτιολόγησε την επιβολή της μέγιστης ποινής», δήλωσε το μέλος του Ανώτατου Δικατηρίου Μπ. Ρ. Γκαβάι, προσθέτοντας πως «η καταδικαστική απόφαση πρέπει να ανασταλεί εν αναμονή μιας τελικής κρίσης».
Η καταδίκη αυτή «πλήττει σοβαρά την ελευθερία του λόγου», σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου.
Ελεύθερος με εγγύηση, ο Ραχούλ Γκάντι είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο στα μέσα Ιουλίου, μετά την απόρριψη της προηγούμενης έφεσής του.
Αυτός ο γόνος της περίφημης πολιτικής δυναστείας των Γκάντι είχε καταδικαστεί στις 23 Μαρτίου σε δύο χρόνια φυλάκιση για δυσφήμηση του Μόντι με δηλώσεις που έχει κάνει στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας το 2019. Είχε δηλώσει τότε πως «όλοι οι κλέφτες έχουν το επίθετο Μόντι».
Η υπόθεση αυτή, που είχε εκδικαστεί στο κρατίδιο Γκουζαράτ, από το οποίο κατάγεται ο πρωθυπουργός, είναι μία από τις πολλές που είχαν τα τελευταία χρόνια στόχο τον Γκάντι, κύριο αντίπαλο του Μόντι και επικεφαλής του αντιπολιτευόμενου Κόμματος του Κογκρέσου.
Το κορυφαίο δικαστήριο του κρατιδίου Γκουζαράτ, ενώπιον του οποίου είχε προσφύγει ο Ραχούλ Γκάντι, είχε αποφανθεί στις 7 Ιουλίου πως η αρχική ετυμηγορία ήταν «δίκαιη και νόμιμη». Μια πρώτη έφεση είχε απορριφθεί σε κατώτερο επίπεδο των Απρίλιο από δικαστήριο του Γκουζαράτ.
Στο φάκελο της έφεσής του, ο Γκάντι υπογράμμιζε πως η δήλωσή του έγινε «στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής πολιτικής δραστηριότητας», όμως «εξελήφθη ως ανήθικη πράξη που δικαιολογεί την αυστηρότερη τιμωρία». Αυτό «κατέφερε σοβαρό πλήγμα στη δημοκρατική ελευθερία του λόγου», προσέθετε.
Η καταδίκη του στερούσε το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, καθώς δεν του επέτρεπε να καταλάβει έδρα στο κοινοβούλιο και να συμμετέχει στις γενικές εκλογές του 2024, στις οποίες φέρεται φαβορί το κυβερνών εθνικιστικό ινδουιστικό κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα του Μόντι.
Η κυβέρνηση του Μόντι, η οποία βρίσκεται στην εξουσία εδώ και εννέα χρόνια, έχει επανειλημμένα κατηγορηθεί ότι χρησιμοποιεί τη δικαιοσύνη για να στοχοθετήσει και να φιμώσει τους επικριτές της.
Ο Ραχούλ Γκάντι αποτελεί εξάλλου στόχο άλλων δύο κατηγοριών για δυσφήμηση, ενώ είναι επίσης κατηγορούμενος σε μια υπόθεση φερόμενου ξεπλύματος χρημάτων, κατηγορίες τις οποίες αρνείται.
Οι οπαδοί του Γκάντι αποδίδουν την καταδίκη του και την απώλεια της βουλευτικής έδρας του στις εκκλήσεις του για να διεξαχθεί έρευνα για τις σχέσεις ανάμεσα στον Μόντι και τον μεγιστάνα Γκόταμ Αντάνι, ο οποίος κατάγεται επίσης από το Γκουζαράτ.
Το Κόμμα του Κογκρέσου κατηγορεί τον Μόντι ότι ενθάρρυνε την ταχεία ανέλιξη του Γκόταμ Αντάνι και ότι επέτρεψε στο δισεκατομμυριούχο να κερδίσει αδίκως συμβόλαια και να αποφύγει τον έλεγχο.
Ο 53χρονος Ραχούλ Γκάντι είναι γόνος της μεγαλύτερης ιδνικής πολιτικής δυναστείας. Είναι ο γιός του Ρατζίβ και της Σόνιας Γκάντι, εγγονός της Ίντιρα Γκάντι και δισέγγονος του ηγέτη της ινδικής ανεξαρτησίας Τζαουαχαρλάλ Νεχρού, όλων πρώην πρωθυπουργών. Δεν έχει συγγένεια με τον Μαχάτμα Γκάντι.