ΚΟΣΜΟΣ

Σίλβιο Μπερλουσκόνι: Ο βίος και η πολιτεία του ανθρώπου που δίχασε την Ιταλία

Σίλβιο Μπερλουσκόνι: Ο βίος και η πολιτεία του ανθρώπου που δίχασε την Ιταλία
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι (AP Photo/Gregorio Borgia, File)

Σκάνδαλα, «μπούνγκα μπούνγκα» πάρτι, γκάφες, τεχνητό μαύρισμα. Και από την άλλη, πολιτικές καινοτομίες, τρεις κυβερνητικές θητείες και τεράστια περιουσία. Ο  Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο άνθρωπος που κυριαρχούσε στη Ρώμη για περισσότερες από δύο δεκαετίες, είναι μια από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της ευρωπαϊκής πολιτικής.

Ο μακροβιότερος μεταπολεμικός πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο οποίος πέθανε τη Δευτέρα 12/06 σε ηλικία 86 ετών, κράτησε το τιμόνι της Ιταλίας τρεις φορές, συγκεντρώνοντας στην πορεία των χρόνων μια τεράστια περιουσία.

Ειδικός στην τέχνη του όχι απλώς να ξεπερνά το σκάνδαλο, αλλά να βγαίνει από αυτό ενισχύοντας το προφίλ και τη δημοτικότητά του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τη Δικαιοσύνη περισσότερες από 30 φορές με κατηγορίες όπως υπεξαίρεση, ψευδείς φορολογικές δηλώσεις και δωροδοκίες. Πολλές υποθέσεις δεν εκδικάστηκαν, ορισμένες φορές επειδή ο Μπερλουσκόνι άλλαξε τον νόμο βάσει του οποίου είχε κατηγορηθεί.

Μόνο μία φορά καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών για φορολογική απάτη το 2013. Από αυτά, τα τρία έλαβαν χάρη, ένας χρόνος ήταν κοινωφελής εργασία, ενώ αποκλείστηκε για έξι χρόνια από το βουλευτικό αξίωμα. Ωστόσο, επανήλθε αμέσως, το 2019, ως ευρωβουλευτής. Καταδικάστηκε επίσης για σεξ επί πληρωμή, άσκησε ωστόσο έφεση και την κέρδισε.

Η δίκη για τα περίφημα «μπούνγκα μπούνγκα» πάρτι στην πολυτελή βίλα του έξω από το Μιλάνο συνεχιζόταν μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2023, όταν αθωώθηκε για την παραποίηση μαρτύρων.

Όπως ανέφερε το AP σχετικά με την αθώωσή του: «Η υπεράσπιση του Μπερλουσκόνι περιέγραψε τα πάρτι, που χρονολογούνται από το 2010, ως κομψά σουαρέ· οι εισαγγελείς είπαν ότι ήταν συγκεντρώσεις που τροφοδοτούνταν από το σεξ, στις οποίες πλήρωναν γυναίκες για να παρευρεθούν και όπου μάρτυρες περιέγραψαν showgirls να γδύνονται προκλητικά για τον τότε Ιταλό ηγέτη».

Για πολλά χρόνια ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ιταλίας, με την τεράστια αυτοκρατορία των μέσων ενημέρωσης και τα πολυτελή ακίνητα να τον καθιστούν δισεκατομμυριούχο πολλές φορές. Το περιοδικό Forbes τον κατέταξε πέρυσι ως τον τέταρτο πλουσιότερο άνθρωπο στην Ιταλία.

Ο Μπερλουσκόνι χρησιμοποίησε τα τηλεοπτικά του δίκτυα και τον τεράστιο πλούτο του για να ξεκινήσει την πολιτική του καριέρα, εμπνέοντας αφοσίωση, αλλά και απέχθεια.

Υποστηρίζοντας ότι η Ιταλία χρειαζόταν έναν χαρισματικό αυτοδημιούργητο επιχειρηματία για να γίνει ξανά σπουδαία, ο Μπερλουσκόνι, ο οποίος είχε ασχοληθεί με τη μουσική και τραγουδούσε σε κρουαζιερόπλοια προτού δημιουργήσει την αυτοκρατορία του, ίδρυσε το συντηρητικό, υπέρ της αγοράς κόμμα Forza Italia και εισήλθε στην πολιτική στα τέλη του 1993 και έγινε πρωθυπουργός τον Ιανουάριο του 1994.

Οι πολυάριθμες γκάφες

Παροιμιώδεις ήταν και οι πολυάριθμες γκάφες του: μεταξύ πολλών άλλων πολιτικά λανθασμένων σχολίων, ο Μπερλουσκόνι ανέφερε πως ο Γερμανός κεντροαριστερός πολιτικός Μάρτιν Σουλτς θα μπορούσε να υποδυθεί έναν Ναζί φρουρό σε μια πολεμική ταινία, φέρεται να αποκάλεσε τη Γερμανίδα πρώην καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ «άχαρο λαρδί» και, το 2008, άφησε πολλούς με το στόμα ανοιχτό, περιγράφοντας τον τότε εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα ως «όμορφο, νέο και… ηλιοκαμένο».

Παρόλα αυτά, η επίδραση του Μπερλουσκόνι στην ιταλική πολιτική ήταν μεγάλη.

Ως επιχειρηματίας που γνώριζε τη δύναμη των εικόνων, ο Μπερλουσκόνι εισήγαγε πολιτικές εκστρατείες αμερικανικού τύπου —με μεγάλα κομματικά συνέδρια και γλαφυρές διαφημίσεις— που έσπασαν τον γκρίζο κόσμο της ιταλικής πολιτικής, στον οποίο οι ψηφοφόροι επέλεγαν ουσιαστικά κόμματα και όχι υποψήφιους.

Σε μήνυμά του στο Twitter ένας άλλος πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο Ματέο Ρέντσι, επεσήμανε τη διχαστική κληρονομιά του Μπερλουσκόνι. «Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι έγραψε ιστορία σε αυτή τη χώρα. Πολλοί τον αγάπησαν, πολλοί τον μισούσαν. Όλοι πρέπει να αναγνωρίσουν ότι ο αντίκτυπός του στην πολιτική ζωή, αλλά και στην οικονομική, στον αθλητισμό και στην τηλεόραση, δεν είχε προηγούμενο».

Με πληροφορίες από Guardian και Business Insider