Γερμανικός Τύπος: Τα «αυτογκόλ» του ΣΥΡΙΖΑ - «Ο Μητσοτάκης υποβίβασε την Αριστερά»
Στην επικράτηση της ΝΔ, την μεγάλη υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την επόμενη μέρα μετά την εκλογική αναμέτρηση της Κυριακής στην Ελλάδα, εστιάζει ο γερμανικός Τύπος.
Σχολιάζοντας τις ελληνικές εκλογές, η Deutsche Welleσυγκεντρώνει δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου σε ένα ρεπορτάζ με τον εύγλωτο τίτλο «O Μητσοτάκης υποβίβασε την Αριστερά».
Αναλυτικά όσα αναφέρει το δημοσίευμα της Deutsche Welle:
«Η εφημερίδα Tageszeitung (TAZ) σημειώνει στην ιστοσελίδα της ότι «δεν ήταν υπερβολή η αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη σε 'πολιτικό σεισμό' το απόγευμα της Κυριακής. Η Νέα Δημοκρατία του συντηρητικού πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη κέρδισε τις βουλευτικές στην Ελλάδα με συντριπτικό προβάδισμα. Ο αριστερός ΣΥΡΙΖΑ του προκατόχου του, Αλέξη Τσιπρα, υποβιβάστηκε με απρόσμενα σκληρό τρόπο».
O σχολιαστής λέει ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ το αποτέλεσμα ήταν «απόλυτη αποτυχία» και επιχειρεί να δώσει μία εξήγηση: «Ένας από τους λόγους είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιδόθηκε σε μετωππική σύγκρουση, επιδιώκοντας να αναδείξει λάθη και παραλείψεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη, χωρίς να αντιπαραθέτει ένα δικό του, πειστικό πρόγραμμα. Πάνω απ' όλα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να απαντήσει στο ερώτημα, πώς θα χρηματοδοτήσει με ασφαλή και αξιόπιστο τρόπο τις επιπλέον κρατικές δαπάνες που είχε εξαγγείλλει. Επιπλέον, λίγες ημέρες πριν την προσφυγή στις κάλπες, προκάλεσε σύγχυση μία δήλωση που έκανε ο πρώην υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Κατρούγκαλος, ότι μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα αυξήσει σημαντικά τις ασφαλιστικές εισφορές για αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες. Ήταν 'αυτογκόλ στο τελευταίο λεπτό' , όπως αποφάνθηκαν ομόφωνα οι αναλυτές».
Για «τιμωρητική» ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο η βαυαρική εφημερίδα Merkur η οποία για την επόμενη μέρα των εκλογών, αναφέρει: «Ο Μητσοτάκης δεν έχει μεγάλο περιθώριο επιλογής, όσον αφορά πιθανούς κυβερνητικούς εταίρους. Μία συμμαχία με τον τιμωρημένο (από τους ψηφοφόρους) ΣΥΡΙΖΑ δεν συζητείται, συν τοις άλλοις διότι ο πρόεδρος του κόμματος Αλέξης Τσίπρας είχε οργανώσει ολόκληρο τον προεκλογικό του αγώνα ως αντίπαλον δέος του Μητσοτάκη και επιτέθηκε προσωπικά στον πρωθυπουργό». Στις κακές εκλογικές επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται και η Süddeutsche Zeitung, η οποία υποστηρίζει ότι «μετά το κακό εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής, με τον ΣΥΡΙΖΑ να χάνει περισσότερες από 11 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019, αρχίζουν να ακούγονται φωνές για αλλαγή ηγεσίας στο κόμμα».
«Καθαρή νίκη»
Οι περισσότερες αναφορές των γερμανικών ΜΜΕ εστιάζουν βέβαια στον νικητή των εκλογών και κάνουν λόγο για «καθαρή» ή «κυρίαρχη» νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη. «Ο Μητσοτάκης κερδίζει καθαρά. Και τα θέλει όλα» είναι ο τίτλος του Spiegel Online. Σε ανταπόκριση από την Αθήνα επισημαίνει ότι «με ποσοστό σχεδόν 41%, ο Μητσοτάκης έχει βελτιώσει το ποσοστό της συντηρητικής Νέας Δημοκρατίας μόνο κατά μία μονάδα σε σχέση με τις τελευταίες εκλογές, το 2019, αλλά αυτό δεν αποτυπώνει το πλήρες μέγεθος της επιτυχίας για τον πρωθυπουργό». Το γερμανικό περιοδικό εκτιμά ότι «τώρα ο Μητσοτάκης βρίσκεται στην προνομιακή θέση να μπορεί να προκαλέσει και ο ίδιος την αποτυχία των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού».
«Κυρίαρχη νίκη του Μητσοτάκη στην Ελλάδα» διαπιστώνει, σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα η εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ). Όπως αναφέρει, «με βάση τα προσωρινά αποτελέσματα το κόμμα του, η συντηρητική Νέα Δημοκρατία, η οποία κυβερνά με αυτοδυναμία από το 2019, λαμβάνει γύρω στο 40% των ψήφων. Αυτό το αποτέλεσμα σημαίνει ότι ο Μητσοτάκης θα μπορούσε να κερδίσει ακόμη και την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στις επαναληπτικές εκλογές, τις οποίες επιδιώκει για τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο».
«Καθαρή νίκη για τους Συντηρητικούς στην Αθήνα» είναι ο τίτλος της Tagesspiegel. Η εφημερίδα του Βερολίνου σημειώνει ότι «λόγω του νέου εκλογικού συστήματος, παραμένει άδηλο αν ο Μητοτάκης θα καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση. Σε περίπτωση που δεν μπορέσει να διαμορφώσει έναν κυβερνητικό συνασπισμό ή που, ούτως ή άλλως, επιθυμεί να κυβερνήσει μόνος του, οι Έλληνες θα πρέπει να προσέλθουν και πάλι στις κάλπες, τον Ιούλιο». Όπως επισημαίνει πάντως η εφημερίδα του Βερολίνου «ο Μητσοτάκης δεν έχει και πολλές εναλλακτικές λύσεις, όσον αφορά πιθανούς κυβερνητικούς εταίρους. Μία συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν συζητείται καν, ενώ ούτε με τους σοσιαλδημοκράτες θεωρείται πιθανός ένας συνασπισμός».
«Η οικονομία στο επίκεντρο»
Η Neue Zürcher Zeitung (NZZ) κάνει μία σύγκριση της διεθνούς απήχησης των εκλογών σε Ελλάδα και Τουρκία και σημειώνει: «Έχουν περάσει οι εποχές που οι ελληνικές εκλογές προκαλούσαν νευρικότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το γεγονός ότι οι βουλευτικές εκλογές της Κυριακής στην Ελλάδα δεν τάραξαν τα νερά, έχει να κάνει βέβαια και με τον ανταγωνισμό από τον μεγάλο γείτονα προς Ανατολάς. Όποιος αυτές τις ημέρες αναζητούσε μία εκλογική αναμέτρηση στρατηγικής σημασίας στα νοτιοανατολικά της ηπείρου μας, έστρεφε το βλέμμα του στην Τουρκία. Το γεγονός ότι, ανάμεσα στους δύο γύρους των τουρκικών προεδρικών εκλογών οι Έλληνες ανάδεικνύουν μία νέα κυβέρνηση, συχνά δεν κρινόταν άξιο παρά μόνο για μία παράπλευρη σημείωση στη διεθνή ειδησεογραφία. Ακόμη και τα ελληνικά ΜΜΕ έδιναν ενίοτε την εντύπωση, ότι η πο σημαντική για τα επόμενα χώρα εκλογική αναμέτρηση διεξάγεται στον προαιώνιο εχθρό, στην άλλη πλευρά του Αιγαίου».
Η ελβετική εφημερίδα εκτιμά ότι αποφασιστικής σημασία για την έκβαση των εκλογών ήταν κυρίως τα οικονομικά ζητήματα. Όπως υποστηρίζει ο αρθρογράφος «ο απολογισμός του Μητσοτάκη δεν είναι τόσο ρόδινος, όσο ο ίδιος τον παρουσίαζε στον προεκλογικό αγώνα. Η διαχείριση της πανδημίας κάθε άλλο παρά καλή ήταν, με εξαίρεση το πρώτο κύμα. Η υπόσχεση για κατάργηση της γραφειοκρατίας δεν εκπληρώθηκε, παρά μόνο κατά προσέγγιση. Το δημόσιο χρέος παραμένει το υψηλότερο σε όλη την ευρωζώνη, με 170% του ΑΕΠ. Ωστόσο, η πλειονότητα των Ελλήνων θεωρεί ότι ο σοβαρός και μετρημένος Μητσοτάκης είναι πιο πιθανό να επιλύσει τα φλέγοντα προβλήματα της χώρας. Η κύρια ανησυχία του κόσμου αφορά τον υψηλό πληθωρισμό. Στην αγοραστική δύναμη οι Έλληνες βρίσκονται στην προετελευταία θέση στην ΕΕ. Μία αναπτυξιακή πολιτική είναι πιο ελπιδοφόρα από την οικονομική πολιτική Τσίπρα, που εστιάζει αποκλειστικά στην αναδιανομή (εισοδήματος)».