Φον ντερ Λάιεν: Δεν επιθυμεί η Ευρώπη αποσύνδεση από την Κίνα
«Ειρήνη» και «σταθερότητα» στα στενά της Ταϊβάν ζήτησε στην ολομέλεια της Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υπογραμμίζοντας ότι στέκεται «σθεναρά ενάντια σε οποιαδήποτε μονομερή αλλαγή του status quo, ιδίως με τη χρήση βίας».
Επίσης η κ. φον ντερ Λάιεν σημείωσε ότι η αποσύνδεση από την Κίνα «σαφώς δεν είναι βιώσιμη, επιθυμητή ή ακόμη και πρακτική για την Ευρώπη».
«Είναι ξεκάθαρο ότι η Ευρώπη πρέπει να εργαστεί για την απομάκρυνση ορισμένων σημαντικών και ευαίσθητων σημείων της σχέσης μας», προσέθεσε.
Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισήμανε ότι το σημείο που έθεσε στο Πεκίνο κατά την επίσκεψή της είναι ότι η ΕΕ δεν θέλει να διακόψει τους «οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και επιστημονικούς δεσμούς. Έχουμε πολλούς ισχυρούς δεσμούς και η Κίνα είναι ζωτικός εμπορικός εταίρος - το εμπόριο μας αντιπροσωπεύει περίπου 2,3 δισεκατομμύρια ευρώ την ημέρα».
Επιπροσθέτως η ίδια τόνισε την επείγουσα ανάγκη η ΕΕ να εξισορροπήσει εκ νέου τη σχέση της με το Πεκίνο «με βάση τη διαφάνεια, την προβλεψιμότητα και την αμοιβαιότητα. Αυτό που θέλουμε είναι η Κίνα να σέβεται τους ίσους όρους ανταγωνισμού όσον αφορά την πρόσβαση των εταιρειών μας στην κινεζική αγορά, να σέβεται τη διαφάνεια».
«Η ξεκάθαρη αξιολόγηση των ενεργειών και της κατεύθυνσης του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος - στην πραγματικότητα, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεών του με τη Ρωσία του Πούτιν και της στάσης του απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία - αποτελεί προϋπόθεση για τη σημερινή συζήτηση (στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου). Θα μας επιτρέψει να αναπτύξουμε μια προσέγγιση που θα είναι προσαρμοσμένη στις οικονομικές μας επιταγές και στις επιταγές εθνικής ασφάλειας», ανέφερε τέλος η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Κινεζικό ΥΠΕΞ: Κατηγορεί την G7 ότι συκοφαντεί την Κίνα
Η Κίνα κατηγόρησε σήμερα τους υπουργούς Εξωτερικών της Ομάδας των Επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικών χωρών (G7), που συναντήθηκαν στην Ιαπωνία, ότι τη συκοφαντούν και τη διαβάλλουν μετά το πολύ επικριτικό ανακοινωθέν που εξέδωσαν για τις κινεζικές πολιτικές.
«Η σύνοδος των υπουργών Εξωτερικών της G7 δεν έλαβε καθόλου υπόψη ούτε την επίσημη θέση της Κίνας ούτε τα αντικειμενικά γεγονότα», δήλωσε ο Ουάνγκ Ουενμπίν, εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών.
«Παρενέβη στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας, συκοφάντησε και διέβαλε την Κίνα», υπογράμμισε ενώπιον των δημοσιογράφων, εκφράζοντας την «έντονη δυσαρέσκεια» του Πεκίνου.
Ο Ουάνγκ Ουενμπίν απαντούσε σε ερώτηση για το τελικό ανακοινωθέν των υπουργών Εξωτερικών της G7 (Γαλλία, Ιαπωνία, Ηνωμένες Πολιτείες, Καναδάς, Γερμανία, Ιταλία, Βρετανία) στο οποίο εκφράζουν κυρίως τις ανησυχίες τους για την Ταϊβάν, τη Νότια Σινική Θάλασσα, τη Σιντζιάνγκ και το Θιβέτ.
Η G7 προειδοποίησε κυρίως το Πεκίνο για τις εδαφικές διεκδικήσεις του στη Νότια Σινική Θάλασσα, εκτιμώντας ότι δεν έχουν «νομική βάση».
«Ανάμεσα στις γραμμές, αυτό το ανακοινωθέν είναι γεμάτο αλαζονεία, προκαταλήψεις και κακόβουλη πρόθεση να εναντιωθεί στην Κίνα και να καταπνίξει» την ανάπτυξή της, υπογράμμισε.
Ο Ουάνγκ Ουενμπίν δήλωσε πως η Κίνα διαμαρτυρήθηκε διά της διπλωματικής οδού στην Ιαπωνία, οικοδεσπότη της συνόδου της G7.
Η G7 χαρακτήρισε επίσης «απαραίτητη» τη διατήρηση της ειρήνης στο Στενό της Ταϊβάν, όπου το Πεκίνο διεξήγαγε πριν από μερικές ημέρες στρατιωτικά γυμνάσια μετά τη συνάντηση της προέδρου της Ταϊβάν Τσάι Ινγκ-γουέν με τον πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ Κέβιν Μακάρθι.
Η Κίνα θεωρεί πως η Ταϊβάν είναι μία από τις επαρχίες της, την οποία δεν έχει ακόμη καταφέρει να επανενώσει με το υπόλοιπο του εδάφους της μετά το τέλος του κινεζικού εμφυλίου πολέμου το 1949.
Το Πεκίνο ασκεί ισχυρή στρατιωτική και οικονομική πίεση στην Ταϊπέι αφότου ανήλθε στην εξουσία το 2016 η Τσάι Ινγκ-γουέν, η οποία προέρχεται από ένα κόμμα που τάσσεται υπέρ της ανεξαρτησίας.
«Προκειμένου να διατηρηθεί πραγματικά η ειρήνη στο Στενό της Ταϊβάν, αυτό που πρέπει να κάνουμε, είναι να αντιταχθούμε ξεκάθαρα και να σταματήσουμε κάθε πρωτοβουλία που αποσκοπεί στην απόκτηση της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν», υπογράμμισε ο Ουάνγκ Ουενμπίν απαντώντας στο ανακοινωθέν των υπουργών Εξωτερικών της G7.
Για τη Νότια Σινική Θάλασσα, ο εκπρόσωπος εκτίμησε πως η παρούσα κατάσταση είναι «σταθερή στο σύνολό της» και κάλεσε την G7 «να μην σπέρνει τη διχόνοια μεταξύ των χωρών της περιοχής» με τις δηλώσεις της.
Μπορέλ: Η Ταϊβάν είναι «κρίσιμης σημασίας» για την Ευρώπη
Η Ταϊβάν έχει «κρίσιμη σημασία» για την Ευρώπη από οικονομική και στρατηγική άποψη, δήλωσε σήμερα ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ, μερικές ημέρες μετά τις δηλώσεις του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν ο οποίος ζήτησε από την Ευρώπη να μην είναι «ακόλουθος» των ΗΠΑ.
«Η Ταϊβάν είναι κρίσιμης σημασίας για την Ευρώπη», δήλωσε ο Μπορέλ ανοίγοντας μια αφιερωμένη στην Κίνα συζήτηση στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο.
«Πρόκειται για το πιο στρατηγικό στενό του κόσμου, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το εμπόριο: οφείλουμε να είμαστε παρόντες εκεί μέσω επιχειρήσεων για την ελευθερία της ναυσιπλοΐας», τόνισε ο επικεφαλής της διπλωματίας της ΕΕ.
Ο Μπορέλ έκανε λόγο για τον κίνδυνο μιας ενδεχόμενης «δράσης εναντίον της Ταϊβάν, η οποία θα πρέπει να απορριφθεί σε κάθε περίπτωση» για λόγους ηθικής.
«Αυτό θα είχε σοβαρότατες στρατηγικές επιπτώσεις για εμάς, επειδή η Ταϊβάν έχει από τις πιο προηγμένες βιομηχανίες για την παραγωγή ημιαγωγών», επισήμανε επίσης.
Ο Ύπατος Αντιπρόσωπος της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική της ασφάλειας ζήτησε «να εμποδισθούν οι προκλήσεις απ' όπου κι αν προέρχονται» και απηύθυνε έκκληση «να επιστρέψουμε στο status quo».
«Η Ταϊβάν αποτελεί μέρος της στρατηγικής περιμέτρου μας για την εγγύηση της ειρήνης, για την υπεράσπιση των συμφερόντων μας», πρόσθεσε.
Οι δηλώσεις αυτές γίνονται λιγότερο από δέκα ημέρες μετά τη δημοσίευση μιας συνέντευξης του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος έπειτα από μία επίσημη επίσκεψη στην Κίνα δήλωσε πως αρνείται «μια λογική συνασπισμών» στο ζήτημα της Ταϊβάν και κάλεσε την Ευρώπη να μην «είναι ακόλουθος» των Ηνωμένων Πολιτειών ή της Κίνας.
Η Κίνα και η Ταϊβάν έχουν χωριστές κυβερνήσεις από το 1949, όμως το Πεκίνο θεωρεί το νησί μία από τις επαρχίες του και δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να προσφύγει στη βία για να ασκήσει εκεί την κυριαρχία του.