Φαρμακευτική άμβλωση: Προσφεύγει στο Ανώτατο δικαστήριο η κυβέρνηση Μπάιντεν
Την προσφυγή της στο Ανώτατο Δικαστήριο ανακοίνωσε η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν, με στόχο τη διαφύλαξη της πρόσβασης στη φαρμακευτική άμβλωση, ένα θέμα που έχει προκαλέσει κύμα αντιδράσεων στις ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση «θα υπερασπιστεί την επιστημονική κρίση» της ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), η οποία ενέκρινε τη χρήση της μιφεπριστόνης πριν από 20 και πλέον χρόνια, ανέφερε ο υπουργός Δικαιοσύνης Μέρικ Γκάρλαντ.
Ένας δικαστής από το Αμαρίλο του Τέξας, γνωστός για τις υπερσυντηρητικές απόψεις του, ανέστειλε αρχικά, σε ομοσπονδιακό επίπεδο, την άδεια που είχε λάβει το φάρμακο αυτό από την FDA. Αμέσως μετά, το τριμελές ομοσπονδιακό Εφετείο της Νέας Ορλεάνης ανέστειλε την εφαρμογή αυτής της απόφασης, διατηρώντας όμως κάποιους από τους περιορισμούς.
Η απόφαση αυτή ενδέχεται να έχει τεράστιες επιπτώσεις στην πρόσβαση στην άμβλωση: σε συνδυασμό με ένα άλλο φάρμακο, η μιφεπριστόνη χρησιμοποιείται για περισσότερες από τις μισές αμβλώσεις που πραγματοποιούνται ετησίως στις ΗΠΑ.
Ο δικαστής του Τέξας Μάθιου Κασμέρικ, που διορίστηκε σε αυτήν τη θέση από τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, έκρινε ότι η μιφεπριστόνη συνιστά κίνδυνο για την υγεία των γυναικών και έδωσε στην κυβέρνηση περιθώριο μίας εβδομάδας για να ασκήσει έφεση.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση όντως προσέφυγε στο Εφετείο της Νέας Ορλεάνης ζητώντας να μην εφαρμοστεί η «άνευ προηγουμένου» απόφαση του Κασμέρικ, υπενθυμίζοντας ότι περισσότερες από 5 εκατομμύρια γυναίκες έχουν χρησιμοποιήσει μέχρι σήμερα τη μιφεπριστόνη, αφότου εγκρίθηκε από την FDA, το 2000. Υποστήριζε ότι, εφόσον χρησιμοποιείται σωστά, οι σοβαρές παρενέργειες είναι εξαιρετικά σπάνιες.
Ωστόσο, η απόφαση του Εφετείου δεν δικαίωσε παρά μόνο εν μέρει την κυβέρνηση του Δημοκρατικού προέδρου.
Πλέον, καλείται να αποφανθεί επί του θέματος το Ανώτατο Δικαστήριο, στο οποίο πλειοψηφούν οι συντηρητικοί δικαστές. Τον περασμένο Ιούνιο, το ίδιο δικαστήριο ακύρωσε το συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση, γεγονός που οδήγησε στην απαγόρευσή της σε περίπου 15 Πολιτείες.