ΚΟΣΜΟΣ

Το Βερολίνο προειδοποιεί τους βουλευτές τουρκικής καταγωγής να μην ταξιδέψουν στην Τουρκία

Το Βερολίνο προειδοποιεί τους βουλευτές τουρκικής καταγωγής να μην ταξιδέψουν στην Τουρκία
REUTERS/ HANNIBAL HANSCHKE

Να μην ταξιδέψουν αυτήν την περίοδο στην Τουρκία προειδοποίησε τους έντεκα Γερμανούς βουλευτές τουρκικής καταγωγής το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, καθώς δεν μπορεί να εγγυηθεί για την ασφάλειά τους.

Αυτό ισχυρίζεται δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel, που αναφέρει ότι κάποιοι από τους βουλευτές αυτούς έχουν ήδη ακυρώσει τα θερινά ταξίδια τους στην Τουρκία.

Η κρίση στις σχέσεις του Βερολίνου με την Άγκυρα έχει ενταθεί μετά από το ψήφισμα που ενέκρινε το γερμανικό κοινοβούλιο, αναγνωρίζοντας τη γενοκτονία των Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1915.

Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (Recep Tayyip Erdoğan) δήλωσε ότι οι έντεκα Γερμανοί βουλευτές τουρκικής καταγωγής που ψήφισαν υπέρ της αναγνώρισης της γενοκτονίας θα πρέπει να υποβληθούν σε αιματολογικές εξετάσεις για να διαπιστωθεί αν είναι Τούρκοι, κατηγορώντας τους ότι είναι τρομοκράτες, αναφέρει το περιοδικό.

Ο επικεφαλής του κόμματος των Πρασίνων Τζεμ Εζντεμίρ (Cem Özdemir), που πρωτοστάτησε προηγουμένων ώστε να εγκριθεί το ψήφισμα, δέχεται τώρα απειλές για τη ζωή του.

Σύμφωνα με το περιοδικό, οι αρμόδιες υπηρεσίες του γερμανικού υπουργείου κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν δύναται να υπάρξει εγγύηση για την ασφάλεια των συγκεκριμένων βουλευτών. «Είναι αδιανόητο να ξέρουμε ότι δεν είναι δυνατόν να πάμε εκεί προς το παρόν», δήλωσε η Αϊντάν Εζογκιούζ (Aydan Özoguz), υφυπουργός Επικρατείας στην καγκελαρία και αρμόδια για θέματα ενσωμάτωσης.

«Ο Ερντογάν πρέπει να καταλάβει ότι δεν είμαστε προέκταση της Τουρκίας», ήταν η χαρακτηριστική της δήλωση.

Μέχρι στιγμής, το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών δεν έχει σχολιάσει το δημοσίευμα.

Το χρονικό της έντασης

Το 2016 εξελίσσεται πολύ διαφορετικά από ό,τι το 2015 για τις γερμανοτουρκικές σχέσεις. Η προηγούμενη ομόνοια Βερολίνου και Άγκυρας στο ζήτημα της Συρίας, όπως αποτυπώθηκε στη στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών έχει δώσει τη θέση της σε υψηλών τόνων ρητορική και χαμηλού ηθικού αναστήματος πολιτική.

Η τελευταία αυτή εξέλιξη είναι και η σοβαρότερη σε θεσμικό επίπεδο. Αποκορύφωμα της έντασης ανάμεσα στις δύο πλευρές, υπήρξε η αναγνώριση από το γερμανικό κοινοβούλιο της γενοκτονίας των Αρμενίων την Πέμπτη 2 Ιουνίου. Η εκτός ορίων κατηγορίες που εκτόξευσε ο Ταγίπ Ερντογάν κατά της Γερμανίας και ειδικότερα αυτές που απηύθυνε ενάντια στους έντεκα Γερμανούς βουλευτές προκάλεσαν αντιδράσεις σε όλα τα επίπεδα.

Προσπαθώντας να διατηρήσει τις ισορροπίες χωρίς, όμως, να αφήσει περιθώρια παρερμηνειών, η γερμανική κυβέρνηση δια του εκπροσώπου της Στέφεν Ζάιμπερτ (Steffen Seibert) δήλωσε την περασμένη Δευτέρα πως θεωρεί «ακατανόητες» τις δηλώσεις του Τούρκου προέδρου.

Αυτό που κινητοποίησε για πολλοστή φορά τα αντανακλαστικά του Βερολίνου ήταν η εξίσου επαναλαμβανόμενη απειλή της Άγκυρας να ρίξει στα βράχια τη συμφωνία της 18ης Μαρτίου για το προσφυγικό, αν η ευρωπαϊκή πλευρά δεν ικανοποιήσει το κρίσιμο ζήτημα των θεωρήσεων διαβατηρίων (visa) για Τούρκους πολίτες.

Όλο αυτό το διάστημα, η γερμανική κυβέρνηση βρίσκεται να πατά σε δύο βάρκες. Από τη μία η τρίτη καγκελαρία της Μέρκελ προσπαθεί να διαχειριστεί την ολοένα και αυξανόμενη δυσαρέσκεια του δεξιού ακροατηρίου για οτιδήποτε σχετίζεται με το Ισλάμ και τους μετανάστες –η οποία αποτυπώθηκε και εκλογικά φέτος σε τρεις αναμετρήσεις σε ισάριθμα κρατίδια με δημοσκοπική έκρηξη της ισλαμοφοβικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD). Από την άλλη, προσπαθεί να διαφυλάξει την πολιτική της ηγεμονία εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αποτυπώθηκε στην αμφιλεγόμενη συμφωνία ΕΕ–Τουρκίας.

Τα παραπάνω εντάσσονται στην ευρύτερη εικόνα αποσύνθεσης που παρουσιάζουν οι 29, με τις ευρωπαϊκές υποθέσεις να έχουν πλέον περάσει σε αχαρτογράφητες περιοχές, ύστερα από την προκήρυξη του βρετανικού δημοψηφίσματος.

Δεν θα πρέπει να αγνοηθεί, τέλος, πως στο ίδιο διάστημα η ελληνική κρίση συνεχίζει να απασχολεί τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, συνδεόμενη εκ των πραγμάτων με την προσφυγική κρίση και κατ' επέκταση με τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ευρώπης στην ανατολική Μεσόγειο, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο ανοιχτών μετώπων που αλληλοτροφοδοτούν κάθε πτυχή της ίδιας κρίσης πολιτικής αξιοπιστίας.

Η κατάσταση αυτή οδηγεί το Βερολίνο σε πολιτική μαστίγιου και καρότου απέναντι στην Άγκυρα.

Μέχρι τις αρχές του έτους και την επίσκεψη της Γερμανίδας υπουργού Άμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν (Ursula von der Leyen) τον Ιανουάριο στην Τουρκία, οι τριγμοί ανάμεσα στις δύο πλευρές φαίνονταν διαχειρίσιμοι. Η τουρκική κυβέρνηση είχε μεν θορυβηθεί (το λιγότερο) από την απόφαση του γερμανικού κοινοβουλίου να μην ανανεώσει για το 2016 την παραμονή δύο αντιαεροπορικών συστημάτων Patriot, που είχε αποστείλει η Γερμανία στις αρχές του 2013 στο Καχραμάνμαρας (Kahramanmaraş) για την προστασία της τουρκικής παραμεθορίου από τις δυνάμεις του Άσαντ (ύστερα από την κατάρριψη τουρκικού F-4 Phantom από το συριακό στρατό τον Ιούνιο του 2012).

Αργότερα, θα έπαιρνε τη διαβεβαίωση ότι η γερμανική παρουσία στο Ινσιρλίκ (İncirlik)από όπου επιχειρούν γερμανικά αναγνωριστικά Tornado– θα συνεχιζόταν και θα ενισχύονταν με το αζημίωτο, καθώς επρόκειτο να συνοδευτούν από επενδύσεις αρκετών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ σε υλικοτεχνικές υποδομές.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ στον αμερικανικό Τύπο, η απόσυρση τόσο των γερμανικών όσο και των αντίστοιχων αμερικανικών πυραύλων στα τέλη του περασμένου έτους (αποκορύφωμα της προσφυγικής κρίσης και της ρωσικής παρέμβασης στη Συρία) είχε προκαλέσει πανικό στους διαδρόμους της Άγκυρας, καθώς θεωρούνταν μήνυμα πως η δυτική συμμαχία αλλάζει στρατηγική στο συριακό, θέτοντας πλέον το Ισλαμικό Κράτος και όχι τον Μπασάρ αλ Άσαντ (Bassar al-Assad) ως πρώτο στόχο.

Έκτοτε –και σύμφωνα με όσα είδαν το φως της δημοσιότητας για το σκληρό παζάρι ΕΕ–Τουρκίας στο περιθώριο της συνόδου των G20 στην Αττάλεια τον περασμένο Νοέμβριο– το Βερολίνο και, προσωπικά, η Γερμανίδα καγκελάριος προσπάθησαν να εφαρμόσουν κατευναστική πολιτική απέναντι στο σύστημα Ερντογάν. Έχοντας αποκτήσει πλέον το προσωνύμιο «σουλτάνος», ο λαϊκός ήρωας της Ανατολίας (που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχει αφήσει το αποτύπωμά του όσο κανένας άλλος πλην του Κεμάλ Ατατούρκ) δείχνει να εξελίσσεται σε κύριο παράγοντα αστάθειας στο μαλακό υπογάστριο του ΝΑΤΟ στη Γηραιά Ήπειρο.

O τουρκικός παράγοντας στη Γερμανία

Η τοποθέτηση του Ζάιμπερτ φαίνεται να θορύβησε κάπως την Άγκυρα, που έσπευσε την ίδια μέρα δια του δικού της αντιπροσώπου και αντιπροέδρου της κυβέρνησης Νουμάν Κουρτουλμούς (Numan Kurtulmuş) να διασκεδάσει τις εντυπώσεις. «Δεν τίθεται θέμα ακύρωσης της συμφωνίας ΕΕ–Τουρκίας», δήλωσε ο Τούρκος αξιωματούχος, εξηγώντας πως η χώρα του περιμένει από την Ευρώπη να τηρήσει το δικό της μέρος των δεσμεύσεων που απορρέουν από τη συμφωνία.

Όμως, την επομένη ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου (Mevlüt Çavuşoğlu) επανήλθε στο γνωστό τροπάρι. Μιλώντας στο κρατικό δίκτυο TRT (ουσιαστικά απευθυνόμενος στο εσωτερικό ή και το τουρκόφωνο εν γένει ακροατήριο) υποστήριξε ότι «η Τουρκία θα πρέπει να αναστείλει τη συμφωνία για το προσφυγικό εάν δεν υπάρξει συμφωνία για να μπορούν οι Τούρκοι να ταξιδεύουν χωρίς βίζα στην ΕΕ».

Στην πραγματικότητα, οι δύο πλευρές γνωρίζουν πως δεν μπορούν να διαχειριστούν μια ανεξέλεγκτη κρίση στις σχέσεις τους. Φαίνεται, λοιπόν, πως θα μείνουν σε επίπεδο αναγνωριστικών επιθέσεων, κερδίζοντας χρόνο για τους δικούς της λόγους η καθεμία.

Η Γερμανία μπαίνει σε προεκλογική περίοδο από το φθινόπωρο· εν όψει των ομοσπονδιακών εκλογών που αναμένονται κατά πάσα πιθανότητα τον Σεπτέμβριο του 2017, αλλά και εξαιτίας της απρόσμενης απόφασης του Γερμανού προέδρου Γιοακίμ Γκάουκ (Joachim Gauck) να μην διεκδικήσει δεύτερη θητεία στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Το τελευταίο σημαίνει πως η Άνγκελα Μέρκελ (Anglela Merkel) θα πρέπει να ξαναμοιράσει την ενδοκυβερνητική τράπουλα, ώστε τον Φεβρουάριο να βρεθεί πρόεδρος κοινής αποδοχής CDU/CSU/SPD, χωρίς προεκλογικές παρενέργειες.

Στον αντίποδα, η Τουρκία βρίσκεται σε ντε φάκτο εμφύλιο και μάλλον δείχνει να έχει χάσει τον έλεγχο των πραγμάτων. Η ανάδειξη των Κούρδων της Συρίας –με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον– ως πρωταγωνιστών στην επίλυση του συριακού ανατρέπει πλήρως το όραμα Ερντογάν για περιφερειακή ηγεμονία υπό την ηγεσία του AKP. Η απομάκρυνση Νταβούτογλου υπήρξε ενδεικτική των ορίων που είναι διατεθειμένος να ξεπεράσει ο Ταγίπ Ερντογάν στην προσπάθειά του να επιβάλλει αναθεώρηση του συντάγματος, εγκαθιδρύοντας προεδρικό σύστημα με το οποίο ουσιαστικά εξουδετερώνει κεμαλιστές, εθνικιστές και μειονότητες.

Μέχρι σήμερα, η Άγκυρα θεωρούσε ότι η τουρκική κοινότητα της Γερμανίας αποτελεί προνομιακό πεδίο για την άσκηση διπλωματίας εντός Ευρώπης. Η διαφαινόμενη αναχώρηση των τουρκικής προέλευσης Γερμανών βουλευτών από το ερντογανικό αφήγημα εντείνει την απομόνωση του Τούρκου προέδρου εκτός συνόρων. Οι έντεκα δεν θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, δεδομένων των αλλαγών που έχει επιφέρει στην πολιτική ατζέντα η τρομοκρατική δράση Ευρωπαίων τζιχαντιστών.

Δεν θα πρέπει κανείς να αγνοεί ότι οι μουσουλμανικές κοινότητες σε Γαλλία, Γερμανία και Βέλγιο καταδίκασαν από την πρώτη στιγμή τα τρία μεγάλα τρομοκρατικά χτυπήματα που συγκλόνισαν τον ευρωπαϊκό πυρήνα από τον Ιανουάριο του 2015. Τα τρία εκατομμύρια των πολιτών τουρκικής καταγωγής που διαμένουν στη Γερμανία δεν θα ήθελαν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ξένο σώμα υπό αυτές τις συνθήκες στην ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης.

Περαιτέρω συμπεράσματα θα ήταν παρακινδυνευμένα. Το βασικό συμπέρασμα από τα τελευταία επεισόδια στο γερμανοτουρκικό δράμα εποχής είναι ότι το Βερολίνο παραμένει πάντα ένα βήμα μπροστά από την Άγκυρα, ή –σωστότερα– έχει πάντα ένα όπλο παραπάνω για να απαντά στις προκλήσεις της. Το ερώτημα είναι έως πότε.