Αλεβίτες: Το κλειδί του Κιλιτσντάρογλου για τις τουρκικές εκλογές
Ανανεώθηκε:
«Η πολιτική δεν πρέπει να συνδέεται με τη θρησκεία. Προσωπικά, δεν το έκανα ποτέ. Αλλά αφού επιμένετε, θα σας απαντήσω: Ναι, είμαι αλεβίτης. Από πότε είναι κακό να είναι κανείς αλεβίτης σ’ αυτή τη χώρα»;
Τις φράσεις αυτές τις είχε πει ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ο οποίος μέσα στην εβδομάδα ανακοινώθηκε επισήμως ως ο υποψήφιος πρόεδρος της Τουρκίας απέναντι στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Από το 2010, όταν είχε εκλεγεί στην προεδρία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) είχε έλθει αντιμέτωπος με αυτές τις ερωτήσεις στις συνεντεύξεις τύπου. Η ανάδειξη ενός Αλεβίτη σε ένα κορυφαίο πολιτικό πόστο στη γειτονική χώρα ακόμα είναι κάτι δύσκολο, αλλά όχι απίθανο.
Ο Κιλιτσντάρογλου ανήκει σε μια θρησκευτική ομάδα που οι θρησκειολόγοι αποτελούν «συγκριτικές». Αυτό συμβαίνει όταν ακολουθούν έθιμα και παραδόσεις που δεν είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα μίας μόνο θρησκείας. Μπορεί να κατατάσσονται στις ομάδες του σιιτικού ισλάμ, ωστόσο έχουν πολλές διαφορές και στην καθημερινότητά τους, και στο τυπικό τους, αλλά κυρίως στον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον κόσμο γύρω τους. Γι’ αυτό και, τουλάχιστον τις περασμένες δεκαετίες, αποτελούσαν κόκκινο πανί για τους σουνίτες, τους «ορθόδοξους» μουσουλμάνους, οι οποίοι και αποτελούν την μεγάλη πλειοψηφία του τουρκικού πληθυσμού.
Η πιθανή ανάδειξη ενός Αλεβίτη στο κορυφαίο πολιτικό αξίωμα της Τουρκίας έμοιαζε κάτι αδιανόητο μόλις πριν λίγα χρόνια, αλλά τώρα συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες. Είναι και μια ευκαιρία παραπάνω για να γνωρίσουμε τους Αλεβίτες, των οποίων ο αριθμός δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητος: Αν και επίσημες μετρήσεις δεν γίνονται, φτάνουν ως και το 15% του πληθυσμού της Τουρκίας. Και μπορούν, φυσικά, να παίξουν τεράστιο ρόλο στις εκλογές που έρχονται.
Κρασί, μουσική και χειραφετημένες γυναίκες
Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι Αλεβίτες κατατάσσονται στις ομάδες του σιιτικού ισλάμ. Κι αυτό διότι λατρεύουν μαζί με τον Αλλάχ και τον Μωάμεθ και τον Αλί, τον γαμπρό του Μωάμεθ, σύζυγο της αγαπημένης του κόρης Φατιμά. Αυτό κάνουν και οι άλλες σιιτικές ομάδες. Δέχονται, επίσης, την ιερότητα του Κορανίου, όμως δεν ακολουθούν πιστά όσα γράφονται εκεί. Δίνουν μια πιο αλληγορική έννοια στα όσα αναφέρει.
Οι Αλεβίτες δεν προσκυνούν στη Μέκκα και δεν γιορτάζουν το Ραμαζάνι. Δεν προσεύχονται σε τζαμιά, αλλά σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους μέσα σε σπίτια. Στις προσευχές συμμετέχουν όλοι, άνδρες και γυναίκες, στον ίδιο χώρο.
Η θέση της γυναίκας είναι πολύ διαφορετική απ’ ό,τι στις άλλες ισλαμικές ομάδες: Η γυναίκα είναι πολύ πιο χειραφετημένη, δεν καλύπτει το πρόσωπό της, ενθαρρύνεται και να σπουδάσει και να εργαστεί. Στους Αλεβίτες, επίσης, ισχύει αυστηρώς η μονογαμία.
Το τελετουργικό της θρησκείας τους δεν μοιάζει καθόλου με των άλλων μουσουλμάνων. Περιλαμβάνει μουσική, μικρόφωνα και ομαδικά τραγούδια. Έχουν σε μεγάλη υπόληψη την χριστιανική Αγία Τριάδα και το βασικό χριστιανικό μήνυμα «αγαπάτε αλλήλους» αποτελεί κεντρικό κομμάτι και της δικής τους κοσμοθεωρίας. Δεν πιστεύουν σε παράδεισο και κόλαση και καταναλώνουν ευχαρίστως αλκοόλ, κυρίως κρασί. Γενικά είναι ανεκτικοί σε όλες τις θρησκείες, άλλωστε οι θρησκευτικοί τους ηγέτες παραδέχονται ότι αυτά που πιστεύουν έχουν σχέση και με το ισλάμ, και με τον χριστιανισμό, αλλά ακόμα και με παγανιστικές δοξασίες πριν τις μονοθεϊστικές θρησκείες.
Όλα αυτά αναφέρθηκαν όχι τόσο για να φουντώσει η κουβέντα για δοξασίες και θρησκευτική πίστη, όσο για να γίνει κατανοητό πόσο διαφορετική είναι η καθημερινότητα και η ζωή ενός αλεβίτη κι ενός σουνίτη. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο οι αλεβίτες δεν μπορούσαν, αν και θα το ήθελαν, να ενσωματωθούν στην βαθιά συντηρητική τουρκική κοινωνία στο εσωτερικό της Ανατολίας. Από θρησκευτική ομάδα, λοιπόν, μετατράπηκαν με τον καιρό σε κοινωνική, αφού για να διατηρήσουν τον τρόπο ζωής τους παντρεύονταν μεταξύ τους και οι σουνίτες τους θεωρούσαν αιρετικούς, μάλιστα του χείριστου είδους.
Από τους Σούφι του 11ου αιώνα στο Ντερσίμ
O αλεβισμός άρχισε να εμφανίζεται στο ανατολικό κομμάτι της σημερινής Τουρκίας από τον 11ο αιώνα, όταν ήλθαν σ’ επαφή μαζί του διάφορες κουρδικές και τουρκομανικές φυλές μέσω σουφιστών διδασκάλων (δερβίσηδων). Το λίκνο των αλεβιτών θεωρείται η πόλη Κχορασάν, στο σημερινό βορειοανατολικό ανατολικό Ιράν, όπου έζησε και έδρασε ο Χατζί Μπεκτάς Βελί, τον οποίο θεωρούν άγιο (οι αλεβίτες ονομάζονται και μπεκτασήδες γι’ αυτό το λόγο).
Η σουνιτική Οθωμανική Αυτοκρατορία εξαρχής δεν είδε με καλό μάτι τους αλεβίτες, όμως τους χρησιμοποίησε. Η αντιπαλότητα των αλεβιτών με τους Πέρσες σιίτες ήταν βούτυρο στο ψωμί των Οθωμανών, που ονόμασαν τις κουρδικές-αλεβιτικές φυλές «φύλακες των συνόρων» και, θρησκευτικά τουλάχιστον, τους άφησαν στην ησυχία τους να μαλώνουν με τους ανατολικούς τους γείτονες. Επί αιώνες, λοιπόν, το ζήτημα κουκουλωνόταν, αφού υπήρχε μια ανεκτικότητα από το επίσημο κράτος και κανείς επιχειρούσε παρεμβάσεις σε τοπικό επίπεδο. Εννοείται, όμως, ότι και οι αλεβίτες δεν έκαναν καμία προσπάθεια εξάπλωσης και προσυλητισμού.
Οι αλεβίτες με τα χρόνια συγκεντρώθηκαν γύρω από την ορεινή περιοχή του Ντερσίμ. Η ονομασία είναι κουρδική και σημαίνει «ασημένια πόρτα», πράγματι πρόκειται για ένα στρατηγικό σημείο ελέγχου όλης της περιοχής. Παρ’ ότι οι αλεβίτες θεωρούν τους εαυτούς τους Κούρδους (της πολυπληθούς φυλής των Ζαζά) χρησιμοποιούσαν από αιώνες και την τουρκική γλώσσα και στην καθημερινότητά τους, αλλά και στις θρησκευτικές τους τελετουργίες.
Με το που αναδείχτηκε η ηγετική προσωπικότητα του Κεμάλ Ατατούρκ στην Τουρκία, οι αλεβίτες αποφάσισαν να τον στηρίξουν μαζικά. Τον αποκάλεσαν, μάλιστα, και «μαχντί», δηλαδή μια μεσσιανική προσωπικότητα, ο οποίος θα τους γλύτωνε από την σουνιτική καταπίεση. Οπαδός του κοσμικού κράτους και του πλήρους διαχωρισμού από τη θρησκεία, ο Κεμάλ προσεταιρίστηκε τις φυλές αυτές και, ειδικά τα πρώτα χρόνια, χρησιμοποίησε πολλούς αλεβίτες ως ενόπλους υποστηρικτές του.
Η εξαπάτηση του μεσσία Κεμάλ και οι εξεγέρσεις
Τα πράγματα άλλαξαν όταν ο Κεμάλ απέκτησε την εξουσία και εγκαθίδρυσε την Τουρκική Δημοκρατία. Οι εξαγγελίες του για αναγνώριση των αλεβιτών ως ξεχωριστής θρησκευτικής μειονότητας πήγαν περίπατο. Για το τουρκικό κράτος, οι αλεβίτες ακόμα και σήμερα καταγράφονται ως «μουσουλμάνοι» σκέτο, χωρίς κάποιον προσδιορισμό. Και υποχρεούνται να παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία, ενώ οι αναγνωρισμένες μειονότητες (χριστιανοί, εβραίοι) έχουν πετύχει την απαλλαγή τους.
Ο θυμός για την απάτη έγινε οργή και η οργή μετατράπηκε σε εξέγερση. Στις 20 Μαρτίου 1937 οι τοπικές κουρδικές φυλές του Ντερσίμ εξεγέρθηκαν κατά του τουρκικού κράτους. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η απόφαση να μετονομαστεί και η πόλη, αλλά και η γύρω περιοχή σε Τούντσελι και να ισχύσει για την περιοχή ο διαβόητος Νόμος της Επανεγκατάστατης, που είχε ψηφιστεί το 1934 και έδινε το δικαίωμα σε Τούρκους να εγκατασταθούν στις κατ’ εξοχήν κουρδικές περιοχές, παίρνοντας μάλιστα και κτήματα ως αντάλλαγμα.
Ο τουρκικός στρατός επενέβη με φοβερή αγριότητα. Δεν επανέφερε μόνο την τάξη, αλλά προχώρησε σε βιαιότητες και πράξεις που δεν ταιριάζουν σε επίσημες στρατιωτικές μονάδες. Σύμφωνα με μαρτυρίες, τα δύο χρόνια της εξέγερσης σφαγιάστηκαν πάνω από 40.000 άνθρωποι. Ίδια αναλγησία και για το επίσημο τουρκικό κράτος, που πέρασε από δίκη όχι μόνο τους πρωταίτιους της εξέγεργσης, αλλά και τους πρωτότοκους γιους τους. Όλοι καταδικάστηκαν σε θάνατο στην κρεμάλα.
Πολύ αργότερα, το 2011, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απολογήθηκε στους αλεβίτες για την σφαγή του Ντερσίμ. Είπε ότι πρόκειται για μαύρη σελίδα της τουρκικής ιστορίας. Το μήνυμα, πάντως, είχε δοθεί για όσα ακολουθούσαν: Φωτιά και τσεκούρι.
Πογκρόμ και καταπίεση
Οι αλεβίτες άρχισαν να αισθάνονται ανεπιθύμητοι στην ίδια τους την περιοχή. Πολλοί για να βρουν δουλειά εγκαταστάθηκαν στις μεγάλες πόλεις, κυρίως την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. Άλλοι πήραν το δρόμο της μετανάστευσης, κυρίως στη Γερμανία και το Βέλγιο. Λόγω και της κοσμοθεωρίας τους, ήταν πολύ πιο εύκολο γι’ αυτούς να υιοθετήσουν τα μηνύματα της αριστεράς, γι’ αυτό και παραδοσιακά από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ψήφιζαν αριστερά κόμματα. Ακόμα και σήμερα το Τούντσελι είναι η μοναδική πόλη της Τουρκίας που έχει δήμαρχο στέλεχος του Κομουνιστικού Κόμματος Τουρκίας.
Αυτή η συνύπαρξη στις μεγάλες πόλεις με τη σουνιτική πλειοψηφία δεν ήταν εύκολη, όσο απρόσωπη κι αν είναι η ζωή σ’ έναν μεγάλο οικισμό. Οι περισσότεροι αλεβίτες είχαν αναγνωριστεί και στιγματιστεί σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά. Παρ’ ότι η επαρχία του Τούντσελι είναι επί δεκαετίες πρώτη σε ολόκληρη την Τουρκία σε ποσοστό συμμετοχής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι αλεβίτες δεν μπορούσαν να σταδιοδρομήσουν σε κρίσιμους τομείς κι έβρισκαν δουλειά μόνο ως ανειδίκευτοι εργάτες. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να ανοίξουν, διστακτικά έστω, οι πόρτες πολλών επαγγελματικών κλάδων γι’ αυτούς.
Οι διώξεις δε εναντίον τους ήταν συνεχείς. Για έναν συντηρητικό Τούρκο σουνίτη έχουν όλα τα «κακά», που λέει ο λόγος: Είναι κουρδικής καταγωγής, αιρετικοί και αριστερών πεποιθήσεων. Πολλές αφορμές δόθηκαν για διώξεις εναντίον τους, στη Μαλάτια το 1978, στο Καχραμάνμαρας το 1979, στο Τσόρουμ το 1980. Το τελευταίο πολύ βαρύ έγκλημα εναντίον τους έγινε το 1993 στην πόλη Σεβάστεια, όταν 37 αλεβίτες διανοούμενοι και καλλιτέχνες κάηκαν ζωντανοί και 51 τραυματίστηκαν από φωτιά που έβαλαν εθνικιστές στο ξενοδοχείο Μαχντιμάκ, όπου είχαν διοργανώσει εκδήλωση. Ο πασίγνωστος αλεβίτης συγγραφέας Αζίζ Νεσίν ήταν ένας από αυτούς που γλύτωσαν.
Οι αλεβίτες δεν έχουν ξεχάσει τα αιτήματά τους. Η φωνή τους ακούγεται πιο δυνατά πλέον, επιμένουν στην απαλλαγή από τα θρησκευτικά και στην αναγνώρισή τους ως θρησκευτική μειονότητα της Τουρκίας. Επιθυμούν να αναγνωριστούν οι «τζεμεβί» τους ως χώροι θρησκευτικής λατρείας και να μετατραπεί ο χώρος του ξενοδοχείου στη Σεβάστεια σε μουσείο.
Ποιος γυρνάει την πλάτη στο 10%;
Προφανώς οι αλεβίτες αισθάνονται πιο άνετα μ’ ένα καθεστώς που προωθεί το κοσμικό κράτος έναντι της θρησκευτικής εξουσίας. Με τον Ερντογάν στο τιμόνι δεν υφίστανται διώξεις, αλλά κανένα από τα αιτήματά τους δεν έχει ικανοποιηθεί. Η παρουσία του Κιλιτσντάρογλου στην προεδρία προφανώς θα τους δώσει έναν δικό τους συνομιλητή, ο οποίος γνωρίζει από πρώτο χέρι τα προβλήματά τους.
Μην φανταστεί κανείς, βέβαια, ότι την επόμενη ημέρα από μια πιθανή νίκη του Κιλιτσντάρογλου θα μεταβληθούν σε προνομιούχο μειονότητα. Οι συμβιβασμοί που δέχτηκε να κάνει ο υποψήφιος πρόεδρος, ώστε να εξασφαλίσει τη στήριξη σχεδόν σύσσωμης της τουρκικής αντιπολίτευσης, είναι πολλοί. Ανάμεσά τους προφανώς είναι και κάποια πράγματα που αφορούν τη συμπεριφορά απέναντι στους αλεβίτες. Το είχε ξεκαθαρίσει, άλλωστε, κι αυτός, ότι δεν λειτουργεί με βάση τη θρησκεία.
Μπορεί κάποιος, όμως, να ξεγράψει τόσα εκατομμύρια ψηφοφόρων. Επίσημες μετρήσεις δεν υπάρχουν, οι αλεβίτες υπολογίζονται σ’ ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 4% ως 15% της Τουρκίας, ανάλογα με το πρίσμα που το βλέπει κανείς. Αν πάρουμε ως αληθινό το μέσο όσο, πρόκειται για ένα 10% του εκλογικού σώματος, το οποίο μπορεί με τη μαζική του ψήφο να κρίνει τη διαφορά.