ΚΟΣΜΟΣ

Μελέτη αποκαλύπτει: Γνωστή γλυκαντική ουσία ίσως αυξάνει τον κίνδυνο εμφράγματος και εγκεφαλικού

Μελέτη αποκαλύπτει: Γνωστή γλυκαντική ουσία ίσως αυξάνει τον κίνδυνο εμφράγματος και εγκεφαλικού
Θεωρείται μία από τις γλυκαντικές ουσίες που χρησιμοποιούνται ολοένα συχνότερα από τη βιομηχανία τροφίμων Unsplash / Alexander Grey

Μια τεχνητή γλυκαντική ουσία, η ερυθριτόλη, που χρησιμοποιείται ευρέως σε επεξεργασμένα τρόφιμα, μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο για έμφραγμα ή εγκεφαλικό, λόγω δημιουργίας θρόμβων στο αίμα, δείχνει μια νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη, με την οποία όμως δεν συμφωνούν όλοι οι επιστήμονες.

Η ερυθριτόλη, η οποία σε φυσική μορφή υπάρχει σε πολλά λαχανικά και φρούτα, ενώ παράγεται ακόμη και από το ανθρώπινο σώμα σε μικρή ποσότητα, προστίθεται σε μεγαλύτερες ποσότητες ως τεχνητό γλυκαντικό σε διάφορα τρόφιμα και ποτά με λίγες θερμίδες και χαμηλούς υδατάνθρακες.

Η ερυθριτόλη είναι περίπου 70% γλυκιά σε σχέση με τη ζάχαρη αλλά χωρίς καθόλου θερμίδες, και παράγεται εμπορικά από τη ζύμωση του καλαμποκιού. Μετά την κατανάλωσή της δεν μεταβολίζεται καλά από το σώμα, εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος και φεύγει από το σώμα τελικά κυρίως μέσω των ούρων.

Παράγεται εδώ και πάνω από 30 χρόνια, χρησιμοποιείται ως τεχνητό γλυκαντικό σε περισσότερες από 50 χώρες και θεωρείται μία από τις γλυκαντικές ουσίες που χρησιμοποιούνται ολοένα συχνότερα από τη βιομηχανία τροφίμων. Άνθρωποι παχύσαρκοι, διαβητικοί και με άλλες μεταβολικές διαταραχές (οι οποίοι παράλληλα ανήκουν σε ομάδα υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου), που θέλουν να καταναλώσουν λιγότερη ζάχαρη και να πάρουν λιγότερες θερμίδες, θεωρείται ότι ωφελούνται από την εν λόγω ουσία.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ Στάνλεϊ Χέιζεν της Κλινικής Κλίβελαντ στο Οχάιο και του Ινστιτούτου Ερευνών Λέρνερ, οι οποίοι μελέτησαν περισσότερους από 4.000 ανθρώπους σε ΗΠΑ και Ευρώπη και έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Nature Medicine», βρήκαν ότι όσοι είχαν μεγάλες ποσότητες ερυθριτόλης στο αίμα τους, αντιμετώπιζαν έως διπλάσια πιθανότητα να πάθουν έμφραγμα ή εγκεφαλικό μέσα στην επόμενη τριετία, σε σύγκριση με εκείνους που είχαν τη λιγότερη ερυθριτόλη στον οργανισμό τους. Κάτι παρόμοιο παρατηρήθηκε επίσης σε εργαστηριακά πειράματα σε ζώα.

«Νομίζω ότι υπάρχουν πια αρκετά δεδομένα για να υποστηρίξουμε ότι πρέπει να διαβάζουμε τις ετικέτες και να αποφεύγουμε την ερυθριτόλη, ιδίως όσοι κινδυνεύουν από καρδιαγγειακή νόσο», δήλωσε ο Χέιζεν. Όπως είπε, φαίνεται πως η ερυθριτόλη διευκολύνει τα αιμοπετάλια να σχηματίσουν θρόμβους και ο κίνδυνος αυτός αυξάνει αναλογικά όσο περισσότερη ερυθριτόλη έχει κάποιος στο αίμα του.

Άλλοι πάντως επιστήμονες, όπως η δρ Κάρεν Όσπρι, επικεφαλής της ομάδας εργασίας του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας για την διατροφή και τον τρόπο ζωής, καθώς και το Συμβούλιο Ελέγχου Θερμίδων των ΗΠΑ, εμφανίστηκαν πιο επιφυλακτικοί και ανέφεραν ότι χρειάζεται περισσότερη μελέτη προτού η ερυθριτόλη χαρακτηριστεί δυνητικά επιβλαβής για την υγεία.

«Σε αυτή τη φάση, νομίζω ότι δεν είναι κάτι ανησυχητικό να χρησιμοποιεί κάποιος μικρές ποσότητες ερυθριτόλης, αν και το ζήτημα χρειάζεται να διερευνηθεί περαιτέρω», ανέφερε η δρ Όσπρι.

Άλλοι ειδικοί επεσήμαναν ότι η νέα μελέτη βρήκε απλώς κάποια συσχέτιση και όχι μια επιβεβαιωμένη σχέση αιτίας-αποτελέσματος ανάμεσα στην ερυθριτόλη και στον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Τόνισαν ότι οι ερευνητές δεν αξιολόγησαν τη συνολική διατροφή των συμμετεχόντων, συνεπώς μπορεί στα ευρήματά τους να εμπλέκονταν και άλλοι διατροφικοί παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Επίσης αντέτειναν ότι μπορεί να συμβαίνει το αντίστροφο: άνθρωποι με προϋπάρχοντα καρδιαγγειακά προβλήματα ή διαβητικοί να τρώνε περισσότερα φαγητά με ερυθριτόλη για να χάσουν βάρος.

Από την άλλη, ο Χέιζεν ανέφερε ότι «γλυκαντικά όπως η ερυθριτόλη έχουν αυξηθεί ταχέως σε δημοτικότητα τα τελευταία χρόνια, όμως είναι ανάγκη να γίνει περισσότερη σε βάθος έρευνα για τις επιπτώσεις τους σε βάθος χρόνου. Η καρδιαγγειακή νόσος χτίζεται σταδιακά στον χρόνο και αποτελεί κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως. Είναι ανάγκη να βεβαιωθούμε ότι οι τροφές που τρώμε, δεν συμβάλλουν κρυφά στη νόσο αυτή».