Ελβετία: Οι αρχές θα κατασχέσουν 140 εκατ. δολάρια που σχετίζονται με τον Βίκτορ Γιανουκόβιτς
Ανανεώθηκε:
Η Ελβετία ξεκίνησε τις διαδικασίες για την κατάσχεση τουλάχιστον 130 εκατ. ελβετικών φράγκων (140,89 εκατ. δολάρια) που συνδέονται με το περιβάλλον του πρώην προέδρου της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς ο οποίος εκδιώχθηκε από την εξουσία το 2014.
Η ελβετική κυβέρνηση ξεκίνησε τις διαδικασίες με το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο προκειμένου να κατασχέσει χρήματα που φέρεται να είναι «παράνομης προέλευσης», ανέφερε η Βέρνη σε ανακοίνωση.
Οι εμπλεκόμενοι συνδέονταν με τον Γιανουκόβιτς, ο οποίος διέφυγε στη Ρωσία μετά την απομάκρυνσή του από την εξουσία έπειτα από μαζικές διαδηλώσεις το 2014.
Η Ελβετία ξεκίνησε πέρυσι να εξετάζει το ενδεχόμενο κατάσχεσης 100 εκατ. ελβετικών φράγκων μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, όμως αύξησε το ποσό αυτό που φθάνει πλέον περίπου τα 130 εκατ. φράγκα έπειτα από περαιτέρω διαβουλεύσεις.
Τα περιουσιακά στοιχεία θα παραμείνουν παγωμένα εν αναμονή της τελικής απόφασης του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, ανέφερε η κυβέρνηση, προσθέτοντας πως οιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία κατασχεθούν θα επιστραφούν στον ουκρανικό λαό βάσει διεθνούς συμφωνίας.
Η Ελβετία δήλωσε πως η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων εφαρμόζεται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπως όταν ένα ξένο κράτος είχε προσπαθήσει προηγουμένως να κατασχέσει τα περιουσιακά στοιχεία και δεν μπόρεσε να το κάνει.
Τα περιουσιακά στοιχεία του Γιανουκόβιτς στην Ελβετία δεσμεύθηκαν το 2014 και η Ουκρανία είχε ζητήσει βοήθεια προκειμένου να τα ανακτήσει, αν και οι προσπάθειές της έγιναν πιο δύσκολες εξαιτίας του πολέμου.
Τα περιουσιακά στοιχεία «υπόκειντο σε ποινικές διαδικασίες στην Ουκρανία και οι διαδικασίες αμοιβαίας συνδρομής ξεκίνησαν από την Ουκρανία», ανέφερε η κυβέρνηση.
«Ο σκοπός των διαδικασιών είναι να προσδιοριστεί στις εν λόγω ειδικές συνθήκες το κατά πόσον τα περιουσιακά στοιχεία είναι παράνομης προέλευσης και μπορούν ως εκ τούτου να κατασχεθούν».
Η Ελβετία δήλωσε πως το μέτρο δεν έχει σχέση με τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε βάρος 1.386 Ρώσων υπηκόων από τότε που ξεκίνησε η ρωσική εισβολή τον Φεβρουάριο του 2022.