ΚΟΣΜΟΣ

DW: Ποιος κάνει κουμάντο στη γερμανική εξωτερική πολιτική - Οι διαχωριστικές γραμμές

DW: Ποιος κάνει κουμάντο στη γερμανική εξωτερική πολιτική - Οι διαχωριστικές γραμμές
Οι πολιτικές επιλογές της υπουργού Εξωτερικών δεν χαίρουν της εκτίμησης όλων των μελών της κυβέρνησης, κυρίως στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα AP Photo/Jean-Francois Badias

Το ερώτημα «ποιος καθορίζει την εξωτερική πολιτική κατεύθυνση της Γερμανίας», θέτει σε μακροσκελές άρθρο της η Deutche Welle σχολιάζοντας τις διαφωνίες μεταξύ του καγκελάριου, Όλαφ Σόλτς και της υπουργού Εξωτερικών, Ανναλένα Μπέρμποκ.

Αρχικά, το άρθρο σημειώνει ότι σε μία τρικομματική κυβέρνηση, οι κινήσεις των στελεχών που κατέχουν θέση «κλειδί» σε αυτή και αποτελούν μειοψηφία στον κυβερνητικό συνασπισμό, βρίσκονται συνεχώς στο μικροσκόπιο.

Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας, Ανναλένα Μπέρμποκ, από το κόμμα τον Πράσινων. Μια νεαρή πολιτικό χωρίς προϋπηρεσία σε μείζονος σημασίας κυβερνητικό πόστο.

Μία νεαρή πολιτικό, που όμως όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία υιοθέτησε μία διπλωματική θέση έναντι του Πούτιν και εκτόξευσε τη δημοτικότητά της.

Ωστόσο, οι πολιτικές της επιλογές δεν χαίρουν της εκτίμησης όλων των μελών της κυβέρνησης, κυρίως στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.

Πιέσεις για τα Leopard

Η κατηγορία που προσάπτουν στην Μπέρμποκ είναι ότι η διπλωματία της δεν είναι μακρόπνοη, καθώς και ότι δεν καταβάλλει προσπάθειες προς την κατεύθυνση της Μόσχας, για να τερματιστεί αυτός ο επιθετικός πόλεμος.

Φαίνεται, όπως τουλάχιστον αναφέρουν δύο έμπειροι δημοσιογράφοι του γερμανικού ειδησεογραφικού πρακτορείου dpa, ότι ορισμένες από τις δηλώσεις της Μπέρμποκ δεν «ακούγονται» και τόσο καλά στα αυτιά του Όλαφ Σολτς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί η συζήτηση για την παράδοση των γερμανικών Leopard 2 στην Ουκρανία. Στο θέμα αυτό φάνηκαν οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο SPD, τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους (FDP).

Καθώς από το κόμμα της Μπέρμποκ, εκπροσώπους του FDP αλλά και την αντιπολίτευση εκφράστηκε η αναγκαιότητα να ληφθούν άμεσες αποφάσεις αναφορικά με την παράδοση των γερμανικών Leopard, ο Όλαφ Σολτς ήταν διστακτικός. Μέχρι την περασμένη εβδομάδα, όπου υπό την πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών, το Βερολίνο έδωσε το πολυαναμενόμενο πράσινο φως.

Στην καγκελαρία δεν βλέπουν πάντως με καλό μάτι τις όχι και τόσο κρυφές πιέσεις. Η προώθηση της γραμμής της «πράσινης» πολιτικού, ήταν κάτι σαν κοινό «μυστικό». Μάλιστα, λίγο πριν την λήψη της απόφασης, η Μπέρμποκ ανέφερε, στο περιθώριο του άτυπου συμβουλίου υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, και πιθανά χωρίς συνεννόηση με την καγκελαρία, ότι δεν πρέπει να υπάρξει εναντίωση σε ενδεχόμενη αίτηση της Πολωνίας για άδεια εξαγωγής τέτοιων αρμάτων μάχης γερμανικής κατασκευής προς την Ουκρανία.

Επιπλέον, σύμφωνα με πληροφορίες του Spiegel, ο Σολτς επέπληξε στο εσωτερικό της κυβέρνησης τους «πολεμοχαρείς», τους «θιασώτες του πολέμου», αν και δεν είναι σαφές ποιους ακριβώς εννοούσε. Στο ερώτημα που διατυπώθηκε στο κυβερνητικό μπρίφινγκ της περασμένης Δευτέρας εάν ο Σολτς προέβη, πράγματι σε τέτοιες δηλώσεις, η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος Κριστιάνε Χόφμαν απέφυγε να απαντήσει με σαφήνεια επικαλούμενη το απόρρητο, δηλώνοντας απλά: «Εγώ η ίδια δεν άκουσα τέτοιες λέξεις από το στόμα του».

Θέμα χημείας;

Ωστόσο, φαίνεται ότι δεν υπάρχει και τόσο καλή χημεία ανάμεσα στους δύο πολιτικούς. Η Μπέρμποκ προωθείται ως μία πολιτικός με ειλικρίνεια, ενώ ο Σολτς ως κάποιος που αρέσκεται να συζητά θέματα εξωτερικής πολιτικής πίσω από κλειστές πόρτες. Στην κυβέρνηση γίνεται αισθητή αυτή η διαφορά, ενώ γίνεται, μάλιστα, λόγος για έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο στρατηγικής επικοινωνίας των δύο πολιτικών.

Κοινές εμφανίσεις Σολτς με Μπέρμποκ δεν έχουν γίνει μέχρι τώρα. Σε αυτή τη βάση, γίνεται η εκτίμηση ακόμη πως οι δύο τους είναι τελικά ανταγωνιστές στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας. Σε μία περίοδο, δε, που διεξάγεται πόλεμος και κατά την οποία είναι σημαντικό να υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στον καγκελάριο, την υπουργό Εξωτερικών και τον υπουργό Άμυνας.

Ενδεικτικό της ατμόσφαιρας είναι και το γεγονός ότι πριν μια εβδομάδα η Μπέρμποκ εκφώνησε ομιλία στην κοινοβουλευτική συνέλευση ενός διεθνούς οργανισμού, στην οποία απάντησε σε ερωτήσεις δημοσιογράφων στα αγγλικά. Το γεγονός αυτό, είναι ενδεικτικό, γιατί κανείς Γερμανός πολιτικός μέχρι τώρα δεν έχει χρησιμοποιήσει μια ξένη γλώσσα για να παρουσιάσει γερμανικές θέσεις. Και εκεί ακριβώς την «πάτησε» κατά μία έννοια. Διότι σε ένα σημείο απαντώντας σε κάποια ερώτηση είπε το εξής: «Διεξάγουμε πόλεμο κατά της Ρωσίας, όχι μεταξύ μας».

Μια πρόταση που έγινε αντικείμενο ρωσικής εκμετάλλευσης, δεν ακούστηκε καθόλου καλά στην καγκελαρία και που εξέθεσε τον καγκελάριο μέχρι και στην περιοδεία του στην Λατινική Αμερική. Στο Μπουένος Άιρες, μάλιστα, ρωτήθηκε σχετικά σε συνέντευξη τύπου με τον πρόεδρο της Αργεντινής Αλμπέρτο Φερναντές: «Πρόκειται για πόλεμο ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία» διευκρίνισε με σαφήνεια. «Η Γερμανία θα κάνει το παν για να εξασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξει κλιμάκωση που θα οδηγούσε σε πόλεμο ανάμεσα στη Ρωσία και τις χώρες του ΝΑΤΟ. Για μας αποκλείεται, θα κάνουμε τα πάντα για να μην συμβεί».

«Περί αγάπης; Όχι»

Διαφορετικές απόψεις ανάμεσα στους δύο πολιτικούς έχουν γίνει σαφείς και άλλα θέματα. Όπως στην περίπτωση της συμμετοχής της COSCO σε έναν τερματικό στο λιμάνι του Αμβούργου, θέμα στο οποίο ο Σολτς κατάφερε να επιβάλει τη γνώμη του στις διαφωνίες πολλών υπουργών και από τα τρία κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού. Η Μπέρμποκ διαφοροποιήθηκε γραπτώς στα πρακτικά.

Ακόμη και πριν από το πολυσυζητημένο ταξίδι του καγκελάριου στην Κίνα, η υπουργός Εξωτερικών τον κάλεσε να τηρήσει την κυβερνητική συμφωνία. Αλλά και στο θέμα της Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας, η οποία βρίσκεται υπό διαμόρφωση, παρατηρείται κωλυσιεργία. Η συνάντηση της περασμένης Πέμπτης του Σολτς με την Μπέρμποκ και άλλους υπουργούς δεν έφερε την επιθυμητή συμφωνία. Σύμφωνα με πληροφορίες του dpa, ο επίσημος συντονισμός με όλα τα υπουργεία δεν έχει καν ξεκινήσει, ενώ, παράλληλα, δεν υπάρχει ομοφωνία ούτε στο επίπεδο της ιδέας ύπαρξης ενός «Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας». Άρα, θεωρείται απίθανο να παρουσιαστεί στη Διάσκεψη Ασφάλειας του Μονάχου σε δύο εβδομάδες, όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί.

«Τελικά, ποιος έχει το λέγειν και το αποφασίζειν στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας; Η καγκελαρία ή το υπουργείο των Εξωτερικών;» ρωτήθηκε στο μπρίφινγκ η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος Χόφμαν. «Ο καγκελάριος συνεργάζεται στενά και σε κλίμα εμπιστοσύνης με όλους τους υπουργούς» απάντησε παραπέμποντας στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αρμοδιότητα του εκάστοτε καγκελαρίου να αποφασίζει τελευταίος για την τελική κατεύθυνση της χώρας σε όλα τα θέματα. Αλλά μετά από πιέσεις των δημοσιογράφων η Κριστιάνε Χόφμαν έβγαλε την είδηση: «Θέλετε τώρα να μιλήσω για αγάπη; Όχι».