ΚΟΣΜΟΣ

Ανάλυση CNNi: Οι ενδιάμεσες εκλογές και το οργισμένο αδιέξοδο των ΗΠΑ

Ο έλεγχος της Γερουσίας εξαρτάται από την Αριζόνα και τη Νεβάδα, ενώ στη Τζόρτζια διεξάγεται επαναληπτικός γύρος στις 6 Δεκεμβρίου AP Photo/J. Scott Applewhite

Η αμερικανική δημοκρατία, η οποία παραλίγο «λύγισε» πριν από δύο χρόνια, μόλις προσέφερε μία τέλεια αντανάκλαση ενός πολωμένου έθνους που δεν εμπιστεύεται τους ηγέτες του και δεν είναι έτοιμο να ενωθεί γύρω από μία νέα πορεία.

Οι ενδιάμεσες εκλογές της Τρίτης, 8 Νοεμβρίου, δίνουν στους Αμερικανούς άλλα δύο χρόνια για να αποφασίσουν συλλογικά τι πραγματικά θέλουν, οδηγώντας πιθανώς σε έναν διαμοιρασμό εξουσίας που σίγουρα θα συνοδεύεται από αρνητικό και εχθρικό κλίμα, αλλά θα εμποδίσει τόσο τους Δημοκρατικούς, όσο και τους Ρεπουμπλικανούς, να εγκαινιάσουν μία σημαντική ιδεολογική στροφή.

Η ενδιάμεση κάλπη «ανακάτεψε» επίσης το πολιτικό σκηνικό εν όψει της προεδρικής μάχης του 2024, με αμφότερους τους Τζο Μπάιντεν και Ντόναλντ Τραμπ να κινούνται προς νέα υποψηφιότητα, την οποία μεγάλο μέρος της χώρας φαίνεται να μην επιθυμεί.

Οι Ρεπουμπλικανοί εμφανίζονται να οδεύουν «αγκομαχώντας» προς την κατάκτηση των 218 εδρών που απαιτούνται για τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, γεγονός που σηματοδοτεί ότι οι ψηφοφόροι μπορεί να έχουν θέσει φραγμό στην προοδευτική ατζέντα υψηλών δαπανών του Τζο Μπάιντεν.

Το CNNi δεν έχει δώσει πρόβλεψη νίκης για τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία. Ο έλεγχος της Γερουσίας κρέμεται από μια κλωστή, καθώς συνεχίζεται η καταμέτρηση των ψήφων για δύο κρίσιμες έδρες που κατείχαν οι Δημοκρατικοί σε Νεβάδα και Αριζόνα, ενώ η πολιτεία της Τζόρτζια προχωρά σε επαναληπτικό γύρο στις 6 Δεκεμβρίου.

Όμως, οι ενδιάμεσες εκλογές στέρησαν από του Ρεπουμπλικανούς το τεράστιο «κόκκινο κύμα» που είχαν προβλέψει. Ένα ισχνό πλεονέκτημα των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή θα ήταν ασταθές, καθώς ακραίοι βουλευτές θα ασκούσαν δυσανάλογη εξουσία. Ταυτόχρονα όμως, η διαφοροποίηση ορισμένων μετριοπαθών συντηρητικών θα εμπόδιζε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να περάσει νομοσχέδια.

Ένα ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο και ένας δημοκρατικός Λευκός Οίκος μεταφράζεται σε δυσλειτουργία και συγκρούσεις στο οικονομικό πεδίο. Η συμβολική συζήτηση για δικομματική συνεργασία δεν θα διαρκέσει πολύ. Ακόμα και αν οι Δημοκρατικοί καταφέρνουν με κάποιο τρόπο να διατηρήσουν τον έλεγχο της Βουλής, δεν θα έχουν το περιθώριο να εγκρίνουν νόμους που αλλάζουν ριζικά το έθνος. Ταυτόχρονα, όποιο κόμμα και αν αποσπάσει την πλειοψηφία στη Γερουσία, το Σώμα ουσιαστικά θα χωριστεί στα δύο και θα εγκλωβιστεί σε οργισμένο αδιέξοδο. Όπως η ίδια η Αμερική.

Τα αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών εγείρουν νέα ερωτήματα τόσο για τις προοπτικές του Τζο Μπάιντεν, όσο και του Ντόναλντ Τραμπ, όσον αφορά την υποψηφιότητά τους για την προεδρική αναμέτρηση του 2024.

Η εμμονή του Ντόναλντ Τραμπ με την προώθηση υποψηφίων του χάους κατ' εικόνα του μπορεί να καταδικάσει και πάλι τις πιθανότητες του επικεφαλής της μειοψηφίας της Γερουσίας Μιτς ΜακΚόνελ να επιστρέψει ως ηγέτης της πλειοψηφίας. Ο Τραμπ, φυσικά, κατηγορεί ήδη τους πάντες εκτός από τον εαυτό του, καθώς προσβλέπει στην έναρξη της εκστρατείας του την επόμενη εβδομάδα -που δεν θα έχει όμως ως εφαλτήριο μία σαρωτική νίκη των Ρεπουμπλικανών που θα υποστήριζε ότι ήταν δική του. Η ηχηρή επανεκλογή του κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρον Ντε Σάντις, αποτελεί ταυτόχρονα για τον Τραμπ μεγάλο πονοκέφαλο όσον αφορά τις προκριματικές των Ρεπουμπλικανών για το χρίσμα.

Ο Τζο Μπάιντεν, εν τω μεταξύ, φάνηκε ασυνήθιστα αισιόδοξος για έναν πρόεδρο που μπορεί σύντομα να αντιμετωπίσει ένα «τσουνάμι» κλητεύσεων, ερευνών και ακόμη και πιθανή διαδικασία αποπομπής από μία ελεγχόμενη από τους Ρεπουμπλικανούς Βουλή των Αντιπροσώπων. «Ενώ ο Τύπος και οι ειδικοί προέβλεπαν ένα τεράστιο κόκκινο κύμα, δεν συνέβη», δήλωνε ο ίδιος με ικανοποίηση.

Όταν ο Μπάιντεν θα συναντήσει παγκόσμιους ηγέτες τις επόμενες ημέρες στην Αίγυπτο και στο Μπαλί της Ινδονησίας, μπορεί να κομπάζει ότι αντιμετώπισε την επική πρόκληση της πρώτης θητείας από την οποία οι πρόεδροι βγαίνουν λαβωμένοι. Ανέβαλε επίσης μια άμεση έρευνα σχετικά με την καταλληλότητά του να οδηγήσει τους Δημοκρατικούς στην κάλπη του 2024, εν όψει των διακοπών που είπε ότι θα ήθελε να κάνει μεταξύ της Ημέρας των Ευχαριστιών και των Χριστουγέννων με την Πρώτη Κυρία Τζιλ Μπάιντεν για να συλλογιστεί το μέλλον του.

Ωστόσο, η απώλεια είναι απώλεια. Και τα exit poll του CNNi δείχνουν ότι μόνο το 30% των ψηφοφόρων θέλουν έναν πρόεδρο με χαμηλή δημοτικότητα που κυμαίνεται στο 40%, και ο οποίος θα είναι 80 ετών σε λίγες εβδομάδες, να είναι υποψήφιος για επανεκλογή σε μια εκστρατεία που θα μπορούσε κάλλιστα να συμπέσει με την ύφεση που φοβούνται πολλοί οικονομολόγοι. Ο Μπάιντεν πάντως θα προτιμούσε να δώσει έμφαση σε ένα άλλο εύρημα των ίδιων δημοσκοπήσεων που δείχνει ότι ο Τραμπ -με ποσοστό αποδοχής 39%- είναι ακόμη λιγότερο δημοφιλής.

«Οι εκλογές χωρίς αποτέλεσμα»

Για τη χάραξη στρατηγικής για τα επόμενα δύο χρόνια, και τα δύο κόμματα πρέπει να καταλάβουν τι ακριβώς συνέβη κατά τη διάρκεια μίας εξαιρετικά ασυνήθιστης ενδιάμεσης εκλογικής αναμέτρησης, που ήλθε στον απόηχο μίας πανδημίας που συμβαίνει μια φορά σε έναν αιώνα, καθώς και μίας άνευ προηγουμένου προσπάθειας υφαρπαγής της εξουσίας από έναν ηττημένο πρόεδρο το 2020.

Η νίκη του Τζο Μπάιντεν προ διετίας οφείλεται σε μέρει σε μία πλατφόρμα αποκατάστασης της κανονικότητας, την οποία δεν μπόρεσε να προσφέρει πλήρως παρά τη μεγάλη αύξηση των θέσεων εργασίας και τα εκατομμύρια εμβολιασμούς Covid-19.

Ένας τρόπος να δούμε τα αποτελέσματα της Τρίτης είναι ότι οι ψηφοφόροι εξακολουθούν να θέλουν το ίδιο πράγμα και έλκονται από ηγέτες που φαίνονται σχετικά μετριοπαθείς, σε σχέση με τα άκρα των κομμάτων τους, και είναι ικανοί, καλοί μάνατζερ. Ρεπουμπλικανοί κυβερνήτες όπως ο Μπράιαν Κεμπ της Τζόρτζια και ο Τζον Σουνούνου του Νιού Χάμσαϊρ, καθώς και ο Δημοκρατικός κυβερνήτης Τόνι Έβερς του Ουισκόνσιν επικράτησαν έναντι πιο ριζοσπαστικών υποψηφίων για τη Γερουσία στα δικά τους κόμματα.

Αν και ο Τραμπ εξακολουθεί να κατέχει τεράστια δύναμη στη βάση των Ρεπουμπλικανών, η υποστήριξη από το απόλυτο «avatar» του χάους δεν είναι απαραίτητα ο τρόπος για να προσελκύσει ένα υποψήφιος το ευρύτερο εκλογικό σώμα. Αυτό μπορεί να μην είναι καλό για έναν τέως πρόεδρο που σχεδιάζει να θέσει ξανά υποψηφιότητα με το αφήγημα ότι του έκλεψαν τη δεύτερη θητεία. Ήταν αξιοσημείωτο πώς οι ομιλίες του Τραμπ τις τελευταίες ημέρες, φαινομενικά προς υποστήριξη των υποψηφίων των Ρεπουμπλικανών, αφορούσαν, όπως πάντα, κυρίως τον ίδιο. Ενώ ορισμένοι βασικοί ψηφοφόροι του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος λατρεύουν το σόου, ο τέως πρόεδρος σπάνια φαίνεται να αναφέρεται σε κάποιο πρόγραμμα για νέα θητεία που να κοιτάζει προς το μέλλον.

Ένας λόγος για τον οποίο τα αποτελέσματα της Τρίτης ήταν ασαφή είναι ότι καμία πλευρά δεν έδωσε ένα ενδιάμεσο μήνυμα επαρκώς επιτακτικό για να κυριαρχήσει σε αυτές τις εκλογές και να κερδίσει ψηφοφόρους που δεν ήταν ήδη «κλειδωμένοι» στα κομματικά τους καταφύγια.

«Θα υπάρξει στασιμότητα για δύο χρόνια μέχρι να τεθεί ξανά αυτό το ερώτημα», αναφέρει ο Γκραντ Ρίχερ, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών.

«Αυτό φαίνεται να ήταν το αποτέλεσμα: Ήταν ένα μη αποτέλεσμα. Ίσως αυτό να μην είναι το χειρότερο πράγμα στον κόσμο γιατί πιστεύω ότι χρειαζόμαστε μία προεκλογική χρονιά κατά την οποία θα προσπαθήσουμε να χαράξουμε κάποια κατεύθυνση», επισημαίνει.

Αυτή η περίοδος προσφέρει σε κάθε κόμμα μια ευκαιρία. Οι απώλειες για τους Δημοκρατικούς δεν είναι τόσο μεγάλες που θα καθίστατο αδύνατο για το κόμμα να μονοπωλήσει την εξουσία ξανά το 2024. Οι Ρεπουμπλικανοί θα μπορούσαν επίσης να δημιουργήσουν μια πλατφόρμα για αποφασιστική νίκη στις ίδιες εκλογές με λειτουργικές πλειοψηφίες στο Κογκρέσο και έναν προεδρικό υποψήφιο που θα μπορούσε να έχει απήχηση κινούμενος μακριά από τον κόσμο του «Make America Great Again».

Όμως, και τα δύο κόμματα πρέπει να ακούσουν τι πραγματικά θέλουν οι ψηφοφόροι -μια πιθανώς μάταιη ελπίδα.

Η εκστρατεία για τις ενδιάμεσες εκλογές ήταν αξιοσημείωτη για το γεγονός πως ούτε οι Ρεπουμπλικανοι ούτε οι Δημοκρατικοί άκουσαν τις ανησυχίες και απογοητεύσεις του εκλογικού σώματος. Οι Δημοκρατικοί φάνηκαν να υποβαθμίζουν το άγχος για τον πληθωρισμό και αγνόησαν τις ανησυχίες για το έγκλημα και τα σύνορα. Πολλοί Ρεπουμπλικανοί είχαν εμμονή με τα ψεύδη για νοθεία στην ψηφοφορία, καταρτίζοντας σχέδια για έρευνες κατά του Μπάιντεν χωρίς να έχουν ακόμη την εξουσία.

Και στις δύο πλευρές, η συγκυρία φαίνεται ώριμη για νέες φωνές και νέα οράματα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια πολιτική αναδιάταξη. Ωστόσο, η πιο πιθανή έκβαση φαίνεται να είναι μία επανάληψη της σύγκρουσης μεταξύ του 80χρονου και 70χρονου και άνω που αναμετρήθηκαν στις τελευταίες εκλογές.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης