ΚΟΣΜΟΣ

DW: Πόσο επηρεάζουν τη Ρωσία οι κυρώσεις της Δύσης

DW: Πόσο επηρεάζουν τη Ρωσία οι κυρώσεις της Δύσης
Ορισμένοι ειδικοί βλέπουν κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας σε δύο χρόνια AP Photo/Dmitri Lovetsky

Παρά τις δυτικές κυρώσεις, ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν διακηρύσσει πως η χώρα του θα έχει φέτος πλεονασματικό προϋπολογισμό.

Η πραγματικότητα ωστόσο, όπως την περιγράφει δημοσίευμα στον ιστότοπο του γερμανικού πρακτορείου Deutsche Welle, είναι διαφορετική.

Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, στην πραγματικότητα, οι κυρώσεις της Δύσης επηρεάζουν πραγματικά τη ρωσική οικονομία. Οι ρωσικές εισαγωγές έχουν καταρρεύσει, πολλές εταιρείες δυσκολεύονται να προμηθευτούν εξαρτήματα και προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, οι εξαγωγές ακολουθούν την ίδια καθοδική πορεία, ενώ ο Ρώσος πρόεδρος αναγκάζεται να πουλάει στην Ασία, όλο και περισσότερο πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε χαμηλότερες τιμές.

Αναλυτικά το δημοσίευμα της Deutsche Welle:

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν σε ομιλία του την Τετάρτη στο Βλαντιβοστόκ, όπου πραγματοποιήθηκε το Ανατολικό Οικονομικό Φόρουμ, εξαπέλυσε δριμεία επίθεση κατά της Δύσης ενώ έπλεξε το εγκώμιο της ασιατικής ηπείρου.

Παρά τις κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Ρωσία λόγω του πολέμου στην Ουκρανία ο πρόεδρος ανέφερε πως η ρωσική οικονομία ανταπεξέρχεται στην οικονομική και τεχνολογική επιθετικότητα της Δύσης, όπως την χαρακτήρισε.

Ταυτόχρονα αυτή την εβδομάδα η ρωσική Στατιστική Υπηρεσία (Rosstat) δημοσίευσε πως το ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) της Ρωσίας μειώθηκε μόλις κατά 0,4% το πρώτο εξάμηνο του 2022.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία το επενδυτικό κεφάλαιο βρίσκεται σε άνοδο, το ρούβλι έχει ανακάμψει και ο πληθωρισμός, που είχε αυξηθεί κατακόρυφα στην αρχή του πολέμου, υποχωρεί ξανά.

Τι συμβαίνει όμως πραγματικά; Η οικονομία της χώρας συνεχίζει να στηρίζεται από τα έσοδα που αποφέρει το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρόλο που χώρες, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν την εξάρτηση τους από ρωσικούς ενεργειακούς πόρους, η Gazprom σημείωσε ρεκόρ εισόδων της τάξεως των 2,5 τρισ. ρούβλια (41,4 δις. ευρώ).

«Ακόμα κι αν η ρωσική οικονομία τα πάει χειρότερα από ό,τι πριν από έξι μήνες, αυτό δεν αποτελεί ικανό λόγο για τον πρόεδρο Πούτιν, ώστε να σταματήσει να χρηματοδοτεί τον πόλεμο στην Ουκρανία», δήλωσε στην DW ο Μαξίμ Μιρόνοφ, καθηγητής Οικονομικών στο IE Business School της Μαδρίτης.

Οι κυρώσεις της Δύσης ωστόσο επηρεάζουν πραγματικά τη ρωσική οικονομία. Τα ευρήματα μελέτης του Πανεπιστημίου Yale που δημοσιεύτηκε τον προηγούμενο μήνα, έδειξε πως οι ρωσικές εισαγωγές έχουν καταρρεύσει και πολλές εταιρείες δυσκολεύονται να προμηθευτούν εξαρτήματα, συμπεριλαμβανομένων ημιαγωγών και άλλων βασικών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Την ίδια στιγμή οι εξαγωγές ακολουθούν την ίδια καθοδική πορεία, ενώ ο Ρώσος πρόεδρος, ο οποίος αναγνωρίζει την Ασία ως ένα πολύ σημαντικό της εταίρο, αναγκάζεται να πουλάει όλο και περισσότερο πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε χαμηλότερες τιμές.

Κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας σε δύο χρόνια προβλέπουν οι ειδικοί

Ο Τζέφρι Σόνενφελντ, ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, δήλωσε πρόσφατα πως εάν η Δύση συνεχίζει να εμμένει στις κυρώσεις της, η Ρωσία μπορεί να συνεχίσει έτσι περίπου δύο ακόμη χρόνια, αντιμετωπίζοντας τεράστιες δυσκολίες.

Άλλοι οικονομολόγοι βλέπουν μελλοντικά το ενδεχόμενο μιας οικονομικής κατάρρευσης.

«Μακροπρόθεσμα, η Ρωσία δεν θα είναι παρά ένα βενζινάδικο για την Κίνα. Αλλά δεν συμμερίζομαι την εκτίμηση ότι η χώρα θα βρεθεί στο χείλος του γκρεμού σε δύο χρόνια» υπογραμμίζει ο Ρολφ Λάνγκχαμερ, ειδικός σε θέματα εμπορίου και πρώην αντιπρόεδρος του ίδρυματος Οικονομικής Έρευνας KIEL, σε συνέντευξη στην DW.

Σύμφωνα με ειδικούς στον τομέα διεθνών χρηματοοικονομικών, η Ρωσία είναι καλά προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο οικονομικής «αποσύνδεσης» από τη Δύση. Πέρυσι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) δήλωσε πως η Ρωσία, μετά την σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, ήταν καλά προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο πολέμου.

Ο Ρολφ Λάνγκχαμερ επισημαίνει επίσης πως η Γερμανία έστειλε 20 δισ. ευρώ στη Ρωσία για εισαγωγές ενέργειας το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, ποσοστό αυξημένο κατά 50% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι. «Ακόμα κι αν μειωθεί ο όγκος των εισαγωγών, θα μεταφέρουμε περίπου τρία δις. ευρώ το μήνα στη Ρωσία λόγω των αυξανόμενων τιμών».

Στράγγισμα των συναλλαγματικών αποθεμάτων

Στην ίδια έρευνα του Πανεπιστημίου Yale τεκμηριώνεται πως η Μόσχα αξιοποίησε τα συναλλαγματικά της αποθέματα, αξίας άνω των 600 δισ ευρώ, για λόγους προστασίας του προέδρου Πούτιν τους πρώτους μήνες του πολέμου.

Την ίδια στιγμή σχεδόν 82 δισ. ευρώ έχουν αξιοποιηθεί για τον πόλεμο, ενώ σχεδόν το 50% από τα υπόλοιπα χρήματα έχουν παγώσει από τη Δύση. Ο Αλεξάντερ Μιχαήλοφ, καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Ρέντινγκ, δηλώνει πως η Μόσχα δεν θα μπορεί να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τον πόλεμο σε περίπτωση που η Δύση σταματήσει τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου.

«Ακόμη και εάν η χώρα τυπώσει περισσότερα χρήματα ώστε να πληρώσει το αυξανόμενο κόστος του πολέμου, αυτό θα οδηγούσε σε τεράστια υποτίμηση του ρουβλίου, υπερπληθωρισμό και κατά συνέπεια σε κοινωνική αναταραχή».

Το πολιτικό παρελθόν και η ιστορία της χώρας λόγω του κομμουνισμού και αργότερα εξαιτίας της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που δίνει περιθώρια στον Ρώσο πρόεδρο να συνεχίσει να ασκεί πίεση κατ’ αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Μαξίμ Μιρόνοφ. «Στη Δύση, υπάρχει πληθωρισμός της τάξεως του 10% και οι άνθρωποι είναι πραγματικά φοβισμένοι. Δεν λειτουργεί όμως με αυτόν τον τρόπο η ρωσική κοινωνία. Ο Πούτιν έχει ακόμα πολλά περιθώρια να μειώσει το γενικό βιοτικό επίπεδο κατά 20 έως 30% χωρίς να σημειωθούν εξεγέρσεις στην κοινωνία».

Η Δύση τώρα προχωράει σε συζητήσεις για νέο γύρο κυρώσεων με στόχο την πλήρη απομόνωση του Ρώσου Πρόεδρου. Πολλές χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής δεν έχουν επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία, ενώ επωφελούνται εν μέρει από την απόσυρση της Δύσης από το εμπόριο με τη Μόσχα.

«Το τέλος της κινεζικής υποστήριξης προς τον Πούτιν ως αποτέλεσμα πιο εκτεταμένων κυρώσεων θα έδινε ένα ισχυρό προβάδισμα στην αποτελεσματικότητα τους» δηλώνει ο Ρολφ Λάνγκχαμερ. Ωστόσο οι ειδικοί ζητούν υπομονή κάνοντας λόγο για περαιτέρω αύξηση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου σε περίπτωση θέσπισης επιπλέον μέτρων.