Μιανμάρ: Η «θεία» αποκαθηλώθηκε, οι γενοκτονίες συνεχίζονται, η παπαρούνα ανθίζει
Ανανεώθηκε:
Δεν έχουν περάσει παρά λίγα 24ωρα από τη στιγμή που η στρατιωτική χούντα της Μιανμάρ ανακοίνωσε, ότι η Αούνγκ Σαν Σου Κίι καταδικάστηκε σε επιπλέον φυλάκιση 6 ετών, επειδή βρέθηκε ένοχη σε κατηγορίες διαφθοράς, την περίοδο που ήταν πρόεδρος της χώρας. Η ποινή της 77χρονης σήμερα Σου έχει επεκταθεί στα 17 χρόνια φυλακής, κάτι που σημαίνει, ότι με το υπάρχον καθεστώς η εμβληματικότερη μορφή στη σύγχρονη ιστορία της χώρας δεν θα ζήσει άλλη μέρα ελευθερίας.
Άλλοτε, όχι πολύ παλιά, η ανακοίνωση της απόφασης θα είχε ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών. Από διαδηλώσεις σε πολλά μέρη της υφηλίου, μέχρι επίσημα διαβήματα και οικονομικές κυρώσεις στο καθεστώς που εξουσιάζει μια από τις πιο δύσκολες και καυτές περιοχές της γης. Τώρα έγινε απλά μια ακόμα μικρή αναφορά, «μονόστηλη» στον δυτικό Τύπο. Όπως ήταν και το στρατιωτικό πραξικόπημα στη χώρα πριν σχεδόν 1,5 χρόνο (τον Φεβρουάριο του 2021), το οποίο έδωσε τέλος σε μια περίοδο μικρών και αβέβαιων βημάτων εκδημοκρατισμού.
Η εξήγηση γι’ αυτή την αλλαγή δεν είναι απλή γι’ αυτή την περιοχή, η οποία παλαιότερα ήταν γνωστή μας ως Βιρμανία. Τα τελευταία 30 χρόνια ακόμα και η αλλαγή ονόματος προκάλεσε πολιτικούς σεισμούς. Μια χώρα-μαξιλαράκι ανάμεσα στους δύο γίγαντες Ινδία και Κίνα, με περίπλοκη ιστορία κι ακόμα πιο περίπλοκη γεωγραφία και εθνογραφία, η οποία προσπαθεί να βρει στοιχεία ενότητας, εκεί όπου δεν υπάρχουν, προκειμένου να συνεχίσει να παίξει αυτό το ρόλο.
Ποτάμι από τη μία, ζούγκλα από την άλλη
Κατ’ αρχάς, λίγη γεωγραφία. Η Μιανμάρ μοιάζει μικρή μπροστά στα δύο κράτη – γίγαντες που χωρίζει (Ινδία και Κίνα), όμως έχει έκταση όσο σχεδόν ακριβώς δύο φορές η Ελλάδα. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, ο πληθυσμός αγγίζει τα 54 εκατομμύρια ψυχές. Τα παράξενα σύνορά της, αποτέλεσμα συνθηκών και συμβιβασμών που ξεκίνησαν πριν από αιώνες, δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν πολιτικές, στρατιωτικές και διπλωματικές ανάγκες, όχι για να ξεχωρίσουν έθνη. Ούτως ή άλλως, το κράτος αναγνωρίζει με τον πιο καθαρό τρόπο, ότι είναι πολυεθνικό.
Η γεωγραφία της Βιρμανίας καθόρισε και το εθνογραφικό στοιχείο. Ο ποταμός Ιραουάντι, που κυλάει στο δυτικό τμήμα, ήταν η οδός που χρησιμοποίησε το έθνος των Βιρμανών (οι Μπαμάρ, όπως αυτοαποκαλούνται) να εισβάλλει σ’ αυτή την περιοχή και να την κατακτήσει, τον 10ο αιώνα μ.Χ. Οι Μπαμάρ αποτελούν σήμερα κάτι λιγότερο από το 70% του πληθυσμού της χώρας, αλλά είναι συγκεντρωμένοι κυρίως στις ανατολικές περιοχές και στο τεράστιο εύφορο δέλτα του ποταμού.
Το υπόλοιπο 30% του πληθυσμού, περίπου 16 εκατομμύρια άνθρωποι, ζουν κυρίως είτε στο ακραίο δυτικό τμήμα της χώρας, στα σύνορα με την Ινδία, είτε είναι συγκεντρωμένοι στο ανατολικό τμήμα που συνορεύει με την Κίνα είναι σχεδόν όλο μια απέραντη ζούγκλα. Απέραντη και αδιάβατη εν πολλοίς. Όλοι οι δυνατοί λαοί της περιοχής που έφτιαξαν κράτη αποφάσισαν, να αφήσουν εκείνες τις περιοχές στην ησυχία τους. Ούτως ή άλλως, η οικονομική σημασία που είχαν ήταν μηδαμινή. Ή, τέλος πάντων, έτσι νόμιζαν.
Αυτές οι μειονότητες ανήκουν σε περίπου 50 διαφορετικές φυλές. Κάποιοι απ’ αυτούς ανήκουν στην σινο-θιβετιανή εθνολογική οικογένεια, όπως και οι Μπαμάρ, αλλά οι περισσότεροι ανήκουν σε άλλες φυλετικές ομάδες (Τάι, νοτιο-ασιάτες κτλ.). Δηλαδή έχουν ακόμα λιγότερες ομοιότητες σε γλώσσα, θρησκεία, έθιμα και κουλτούρα απ’ ότι η κυρίαρχη εθνική ομάδα.
Ακόμα και σήμερα αυτή η ποικιλία αποτυπώνεται στην διοικητική διαίρεση της χώρα. Από την ανεξαρτησία της το 1948 ως σήμερα η Μιανμάρ διαιρείται σε 14 περιφέρειες, εκ των οποίων οι μισές (7) ονομάζονται περιοχές (regions) όπου κυριαρχούν πληθυσμιακά οι Μπαμάρ και οι άλλες μισές ονομάζονται πολιτείες (states), όπου κυριαρχεί πληθυσμιακά διαφορετικός λαός.
Αυτές οι πολιτείες έχουν τα ονόματα των λαών που υπερτερούν πληθυσμιακά σ’ αυτές (Καγίν, Καγιάχ, Τσιν, Μον, Ρακίνε, Κατσίν και Σαν. Κάθε «πολιτεία» υποτίθεται ότι απολαμβάνει διοικητικής αυτονομίας, η γλώσσα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε εθνότητας προστατεύονται, αλλά αυτά στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι μόνο κούφια γράμματα, όχι πραγματικότητα. Τα πράγματα είναι ακόμα πιο περίπλοκα: Μέσα σ’ αυτές τις «πολιτείες» υπάρχουν και άλλοι λαοί, ολότελα διαφορετικοί από την κυρίαρχη εθνική ομάδα, οι οποίοι υφίστανται διώξεις όχι μόνο από την κυβέρνηση, αλλά και τη φυλή που πλειοψηφεί στην περιοχή τους.
Το «αναγκαίο κακό» των Βρετανών
Η περιοχή για μεγάλο διάστημα έμεινε ανέγγιχτη από την τρέλα της αποικιοκρατίας. Οι Βρετανοί είχαν βάλει γερά το πόδι τους στην Ινδία, οι Γάλλοι στην Ινδοκίνα, αλλά κανείς δεν ενδιαφερόταν για το ενδιάμεσο. Ο κυριότερος εχθρός των Μπαμάρ ήταν οι Τάι, στα ανατολικά τους, με τους οποίους διεξήγαγαν τους μεγαλύτερους πολέμους στην ιστορία τους. Μόνο όταν οι Βιρμανοί βασιλιάδες αποφάσισαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε εδάφη της σημερινής περιοχής του Ασάμ και του Μανιπούρ, τα οποία διεκδικούσαν και οι Βρετανοί της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, ξέσπασε η μπόρα.
Συνολικά έγιναν τρεις μεγάλοι Αγγλο-Βιρμανικοί πόλεμοι σε διάστημα 62 χρόνων, από το 1824 ως το 1885. Η βρετανική κυριαρχία επεκτεινόταν ολοένα και περισσότερο, και την Τρίτη φορά τα βρετανικά στρατεύματα έφτασαν μέχρι το Μανταλάι, την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του βασιλείου. Η εξουσία των Μπαμάρ κατέρρευσε, η περιοχή απέκτησε Βρετανούς αφέντες και κόλλησε δίπλα στην απέραντη αυτοκρατορία της Ινδίας. Από τα αρχεία της περιοχής προκύπτει ότι οι Βρετανοί δεν είχαν καμία όρεξη να σπαταλήσουν ανθρώπινο δυναμικό και πόρους για τη Βιρμανία, ωστόσο κινήθηκαν γιατί φοβήθηκαν ότι κάποιος άλλος θα το έκανε.
Οι Βρετανοί, πάντως, αποφάσισαν γρήγορα να αποσυνδέσουν διοικητικά την περιοχή από την Ινδία. Το μόνο που έκαναν ήταν να μεταφέρουν την πρωτεύουσα από το Μανταλάι στη Ρανγκούν, έναν ακόμα κρίκο στη ναυτική αλυσίδα τους ανάμεσα στην Καλκούτα και τη Σιγκαπούρη. Οι επαρχίες όπου οι Μπαμάρ δεν ήταν πλειοψηφία ονομάστηκαν συνολικά «Συνοριακές Περιοχές» και αφέθηκαν στην ησυχία τους, ούτε καν Βρετανοί διοικητές δεν εγκαταστάθηκαν εκεί. Το 1937 δε η περιοχή, ως Βιρμανία, έγινε αυτόνομη αποικία του βρετανικού στέμματος, με δικό της πρωθυπουργό.
Η περιοχή υπήρξε πεδίο μερικών από τις πιο αιματηρές μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ Βρετανών και Ιαπώνων. Ακόμη και σήμερα, στις ζούγκλες της χώρας μπορεί κανείς να ανακαλύψει παλιά οχήματα, όπλα, ακόμη και νάρκες που δυστυχώς ακόμα λειτουργούν και σκορπούν το θάνατο. Οι Ιάπωνες όρμησαν στην περιοχή θέλοντας να χτυπήσουν τη Βρετανία στο μαλακό υπογάστριο της Ινδίας. Ως το 1942 είχαν θέσει την περιοχή υπό τον έλεγχό τους και για να γίνουν αρεστοί στον πληθυσμό υποσχέθηκαν ανεξαρτησία και ελευθερία. Σύντομα ο δίσκος γύρισε ανάποδα και πολλοί, Βιρμανοί αλλά κυρίως μέλη άλλων φυλών, οδηγήθηκαν σε καταναγκαστική εργασία και αντιμετωπίζονταν ως υπάνθρωποι.
Μέσα στα υπόλοιπα δύο χρόνια η συντονισμένη αντεπίθεση Βρετανών, Αμερικάνων και του βιρμανικού στρατού από τον στρατηγό Άουνγκ Σαν είχε διώξει τους Ιάπωνες από την περιοχή. Οι λεπτομέρειες αυτής της εκστρατείας παραμένουν εν πολλοίς άγνωστες, αλλά το ύψος των απωλειών όλων των πλευρών (κάπου μισό εκατομμύριο στρατιώτες και πολίτες) μέσα σε 4 χρόνια δείχνει ανάγλυφα τη βιαιότητα.
Μια μάλλον εξευγενισμένη εικόνα της κατάστασης έδωσε η ταινία-σταθμός «Η γέφυρα του ποταμού Κβάι» του Ντέιβιντ Λιν το 1957, η οποία σάρωσε τα βραβεία Όσκαρ με 7 κερδισμένα αγαλματάκια, ανάμεσά τους της καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και πρώτου ανδρικού ρόλου (Άλεκ Γκίνες). Η ταινία βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του 1952 από τον Γάλλο συγγραφέα Πιερ Μπουλ, ο οποίος είχε εξαρχής παραδεχτεί ότι κανένα γεγονός που περιγράφει στο βιβλίο δεν ήταν αληθινό. Παρεμπιπτόντως, ο Μπουλ έγραψε και τον «Πλανήτη των Πιθήκων», το φιλμ του οποίου κέρδισε επίσης το Όσκαρ καλύτερης ταινίας το 1968.
Εύθραυστη δημοκρατία, εμφύλιοι και 60 χρόνια χούντα
Έχοντας ήδη αποχωρήσει από την Ινδία τον Αύγουστο του 1947, οι Βρετανοί τα μάζεψαν κι έφυγαν λίγο αργότερα και από τη Βιρμανία. Επισήμως η χώρα κήρυξε την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο το 1948. Σύμφωνα με τη Συμφωνία Πανγκλόνγκ, την οποία υπέγραψαν οι Βρετανοί και με τους Μπαμάρ και με τους σπουδαιότερους αρχηγούς άλλων «συνοριακών» φυλών, όλα τα έθνη που αποτελούσαν την «Ένωση της Βιρμανίας» (αυτό ήταν το επίσημο όνομα) θα έχαιραν αυτονομίας.
Ένα χρόνο νωρίτερα από την ανεξαρτησία, ο στρατηγός Άουνγκ Σανγκ, που μπορούσε να παίξει ενωτικό ρόλο (αυτός έφτιαξε τη Συμφωνία Πανγκλόνγκ), δολοφονήθηκε μαζί με άλλους οκτώ προβεβλημένους ηγέτες της χώρας. Αν και ο αποδιοπομπαίος τράγος βρέθηκε και εκτελέστηκε, ελάχιστοι έχουν πειστεί ότι ήταν ο πραγματικά ένοχος.
Σε όλες ανεξαιρέτως τις μειονότητες αναπτύχθηκαν αυτονομιστικά κινήματα, διάφορων βαθμίδων. Ήδη από τους πρώτους μήνες της ανεξαρτησίας, η κυβέρνηση έπρεπε να αντιμετωπίσει φυγόκεντρες δυνάμεις από ένοπλες ομάδες διάφορων ειδών και συμφερόντων. Οι περισσότεροι από τους ένοπλους στράφηκαν στο όπιο και οι τεράστιες καλλιέργειες τους επέτρεπαν να προμηθεύουν κάθε ενδιαφερόμενο με πρώτη ύλη και να κερδίζουν τεράστια ποσά, με τα οποία (εν μέρει) χρηματοδοτούσαν τον αγώνα τους, εκτός από το να πλουτίζουν οι ίδιοι.
Το 1961 ο Ου Θαντ, ο μόνιμος εκπρόσωπος της Βιρμανίας στα Ηνωμένα Έθνη, εξελέγη Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού. Μαζί του αναβαθμίστηκε όλο το προσωπικό του γραφείου του, ανάμεσά τους και η Αούνγκ Σαν Σου Κίι, η κόρη του δολοφονημένου στρατηγού.
Ο Ου Θαντ έμεινε στη θέση του για δέκα χρόνια, όμως για τη χώρα του δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Μόλις στο δεύτερο χρόνο της θητείας του είδε το στρατό να κινητοποιείται και να καταλαμβάνει την εξουσία. Το πραξικόπημα έγινε στις 2 Μαρτίου 1962. Οι στρατιωτικοί δεν μπορούσαν άλλο να ανεχθούν, λέει, την κατάρρευση της χώρας και τον κίνδυνο του διαμελισμού της. Από τότε και στα 60 χρόνια που έχουν περάσει η χώρα βρίσκεται, πάνω-κάτω, στο καθεστώς της στρατιωτικής εξουσίας. Άλλοτε πιο χαλαρής, αλλά τις περισσότερες φορές στυγνής και αμείλικτης.
Η χούντα διαφημίστηκε ως αριστερόστροφη, μάλιστα όρισε επαναστατικά συμβούλια και απέκτησε πολιτική υπόσταση με τη δημιουργία ενός σοσιαλιστικού κόμματος στα πρότυπα της ΕΣΣΔ. Σύντομα, όμως, φάνηκε ότι ούτε η Σοβιετική Ένωση, ούτε η Κίνα είχαν σκοπό να μπουν γερά σ’ αυτό το παιχνίδι και η δύση περιορίστηκε στο να κοιτάζει αλλού όσο οι συχνές λαϊκές εξεγέρσεις πνίγονταν στο αίμα από τον κυβερνητικό στρατό. Το 1989 η χώρα μετονομάστηκε σε Μιανμάρ, ωστόσο πολλές δυτικές χώρες (ανάμεσά τους και οι ΗΠΑ) την αποκαλούν ακόμα επισήμως Βιρμανία, μην αναγνωρίζοντας το δικαίωμα στους στρατιωτικούς να αλλάζουν ονόματα.
«Νοθεία από την αντιπολίτευση»
Το 1990, υπό τη σκέπη των κοσμογονικών αλλαγών στον κόσμο (κατάρρευση ΕΣΣΔ και ανατολικού μπλοκ), οι στρατιωτικοί αποφάσισαν να διεξάγουν εκλογές μετά από 30 χρόνια. Η Αούνγκ Σαν Σου Κίι, ήδη γνωστή για την δράση της εκτός χώρας, ίδρυσε την Εθνική Λίγκα για τη Δημοκρατία (NLD) και κατέκτησε τις 392 από τις 492 έδρες της βουλής, περίπου 80%. Η χούντα αρνήθηκε να παραδώσει την εξουσία, κατήγγειλε «νοθεία» (!) και έθεσε την Σου σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Αυτό δεν εμπόδισε καθόλου την επιτροπή των βραβείων Νόμπελ να της απονείμει το βραβείο για την ειρήνη το 1991. Η ίδια, φυσικά, δεν βρισκόταν εκεί, για να παραλάβει το βραβείο, ήταν παρόντα τα δύο της παιδιά, Αλεξάντερ και Κιμ.
Το 2007 καταγράφηκε η πιο μεγάλη εξέγερση, η λεγόμενη «επανάσταση του σαφράν», από το χρώμα των ράσων που φορούν οι βουδιστές μοναχοί, οι οποίοι ήταν ανέκαθεν κυβερνητικός στόχος. Η χούντα έδειχνε να χάνει την εξουσία και πανικόβλητοι μικρο-διοικητές διέταζαν συνεχώς πυρ στο ψαχνό σε άοπλους διαδηλωτές. Οι σκηνές ήταν πολύ σκληρές για να κοιτάζει αλλού η δύση: Επιβλήθηκαν οικονομικές κυρώσεις και για πρώτη φορά έγινε μια σοβαρή προσπάθεια πίεσης για εκδημοκρατισμό.
Η χούντα προκήρυξε εκλογές για το 2010, όμως το κόμμα της Σου προτίμησε να απέχει. Ήταν σωστή απόφαση. Οι εκλογές δεν χαλάρωσαν την πίεση, έτσι η χούντα αποφάσισε το 2011 να απελευθερώσει τη Σου, μαζί με άλλους 200 πολιτικούς κρατούμενους, και να συστήσει μια εθνική επιτροπή ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σαν κίνηση αποδοχής, αμέσως τη χώρα επισκέφθηκε η τότε Αμερικανίδα υπουργός εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον.
Το 2015 έγιναν νέες εκλογές. Η χούντα συμφώνησε με την Σου, να μην διεκδικήσει την προεδρία κι αυτή δέχτηκε. Ως αντάλλαγμα, διορίστηκε λίγους μήνες αργότερα «κρατική σύμβουλος», στην ουσία πρωθυπουργός της χώρας και αρχηγός της κυβέρνησης. Ήταν η πρώτη φορά, που αναλάμβανε θέση εξουσίας, και όλοι περίμεναν δραματικές αλλαγές, κυρίως πίεση προς τον εκδημοκρατισμό και την προστασία των φυλών που αναγνωρίζονται ως μειονότητες.
Γενοκτονία των Ροχίγκια και αλλαγή στάσης
Στις 9 Οκτωβρίου 2016 τα κρατικά μέσα της Μιανμάρ ενημέρωσαν για μια επίθεση από ενόπλους εναντίον συνοριακών φυλακίων στα βορειοδυτικά της χώρας, στα σύνορα με το Μπαγκλαντές. Η περιοχή ανήκει στην «πολιτεία» Ρακίνε, όπου πλειοψηφούν οι βουδιστές Ρακίνε, όμως στη συγκεκριμένη γη ζουν οι Ροχίγκια, οι οποίοι είναι Ινδο-άριοι στην καταγωγή και μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα. Επί δεκαετίες οι Ροχίγκια έχουν τις δικές τους ένοπλες οργανώσεις, οι οποίες φωνάζουν για μεγαλύτερη ελευθερία στην περιοχή.
Η επίθεση στοίχισε τη ζωή σε εννέα στρατιώτες. Τις επόμενες ημέρες άλλοι τέσσερις στρατιώτες σκοτώθηκαν. Οι αριθμοί μπορεί να προκαλούν σοκ στη δύση, ωστόσο είναι δυστυχώς καθημερινό φαινόμενο στη Μιανμάρ των διάσπαρτων εμφύλιων συρράξεων. Την ευθύνη για τις επιθέσεις ανέλαβαν διάφορες ένοπλες οργανώσεις των Ροχίγκια.
Το περιστατικό θα περνούσε μάλλον στην αφάνεια αν οι κυβερνητικές στρατιωτικές δυνάμεις (με την ανοχή, αν όχι την αποδοχή της πρωθυπουργού) δεν αποφάσιζαν να δώσουν μια δυσανάλογης έκτασης απάντηση. Χιλιάδες στρατιώτες κατευθύνθηκαν προς την περιοχή και, όπως καταγγέλλεται, προχώρησαν σε πραγματική γενοκτονία, αφανίζοντας ολόκληρα χωριά, συλλαμβάνοντας μέχρι και 10χρονα παιδιά και εγκύους και αναγκάζοντας εκατοντάδες χιλιάδες να περάσουν τα σύνορα με το Μπανγκλαντές ως πρόσφυγες.
Οι εικόνες έκαναν το γύρο του κόσμου και προκάλεσαν διεθνή κατακραυγή. Προσωπικότητες όπως η Αφγανή ακριβίστρια Μαλάλα ή ο Νοτιοαφρικανός αρχιεπίσκοπος Ντέσμοντ Τούτου ζήτησαν από τον ΟΗΕ να παρέμβει. Σα να μην έφτανε αυτό, ο στρατός με συνεχείς επίσημες ανακοινώσεις ουσιαστικά παραδεχόταν την παρουσία του στην περιοχή και αναφέρονταν γενικά σε επιτυχίες «εναντίον τρομοκρατών». Στην ουσία κατηγόρησαν ολόκληρο το έθνος των Ροχίγκια για συνεργασία με τις ένοπλες οργανώσεις. Πάνω από 600.00 Ροχίγκια, το 30% του συνολικού πληθυσμού τους, απομακρύνθηκαν από τις εστίες τους. Κι όλα αυτά για ένοπλες οργανώσεις που όλες μαζί δεν ξεπερνούσαν ποτέ τον αριθμό των 650 μαχητών.
Η Άουνγκ Σαν Σου Κίι και η κυβέρνησή της επωμίστηκαν όλο το βάρος της διαχείρισης αυτής της κρίσης. Η ίδια δεν έκανε την παραμικρή δήλωση για το θέμα. Ο κύκλος της άφησε να διαρρεύσει ότι αντιμετώπιζε την κατάσταση με «πραγματισμό» και «ρεαλισμό», εννοώντας ότι μπροστά στην ενότητα της χώρας (την οποία ουδέποτε η ίδια αμφισβήτησε ή πολέμησε) τέτοιες πράξεις, έστω και σε μικρότερη κλίμακα, είναι απαραίτητες. Η ουσία είναι, όμως, ότι σε λίγους μήνες έχασε όλα τα ηθικά στηρίγματα που είχε στη δύση. Η οποία την κατηγόρησε ευθαρσώς ότι από την ώρα που γεύτηκε την εξουσία άλλαξε μυαλά ή ότι λειτουργεί ως δημοκρατική μαριονέτα της στρατιωτικής χούντας.
Η Ντόου Σου (το «ντόου» κανονικά μεταφράζεται ως «θεία», αλλά ουσιαστικά είναι τίτλος τιμής που δίνεται σε ηλικιωμένες γυναίκες, όπως εμείς αποκαλούμε ακόμα και μια άγνωστη «γιαγιά») μπορεί να κέρδισε πάλι με μεγάλη διαφορά τις εκλογές του 2020, ωστόσο ήταν πολύ πιο εύκολος στόχος να αποκαθηλωθεί. To 2018 η Διεθνής Αμνηστία ανακοίνωσε ότι αποσύρει την αναγνώρισή της στο βραβείο Νόμπελ ειρήνης. Η χούντα έδρασε μετά από λίγο. Τον Φεβρουάριο του 2021 ανακοίνωσε, ότι αναλαμβάνει πάλι την εξουσία μέσω του στρατάρχη Μιν Άουνγκ Χλάινγκ. Σύντομα έστειλε το μήνυμα ότι το πείραμα του ελεγχόμενου εκδημοκρατισμού είχε αποτύχει και έπρεπε να τελειώσει.
Η 77χρονη πλέον Σου όχι μόνο καθαιρέθηκε, αλλά πλέον η χούντα δείχνει ότι δεν τη φοβάται. Ο κατ’ οίκον περιορισμός έγινε φυλάκιση, κι όπως φάνηκε οι κατηγορίες εναντίον της θα διευρύνονται όσο περνάει ο καιρός.
Η διεθνής κοινότητα για την ώρα αντιδρά με σκεπτικισμό. Όλοι αναγνωρίζουν πόσο δύσκολο είναι να μπλέξουν με το συγκεκριμένο κράτος κι αυτό που τους ενδιαφέρει δεν είναι τόσο να αποκτήσουν στηρίγματα, όσο το να αποτρέψουν τον αντίπαλο να το κάνει. Κοινώς, όσο η Μιανμάρ δεν στρέφεται καθαρά προς τη μεριά της δύσης ή της Κίνας, οι στρατιωτικοί δύσκολα θα αντιμετωπίσουν μια οργανωμένη προσπάθεια που θα τους βγάλει από την εξουσία.
Την ίδια ώρα, τα διάφορα αυτονομιστικά κινήματα θα συνεχίσουν να φυτοζωούν, με κρυφή διεθνή υποστήριξη ως ένα σημείο, αλλά όχι τέτοια που να θέσουν σε αμφισβήτηση την ενότητα αυτού του τελείως τεχνητού κράτους. Πολλοί, ακολουθώντας το παράδειγμα των Ροχίγκια, κατάλαβαν ότι η επικοινωνιακή διαχείριση είναι πιο σημαντική από σποραδικές στρατιωτικές επιτυχίες και καταγγέλλουν γενοκτονίες, ξεφτίζοντας το νόημα και τη σημασία της λέξης. Κι όσο ρέει η ακατέργαστη παπαρούνα προς συγκεκριμένες οδούς, τόσο περισσότεροι θα πείθονται, να μετατρέπονται από μαχητές της ελευθερίας σε όπιο-βαρόνους.