«Είχε πιει, τον προκάλεσε»: Οργή στην Ιταλία για δικαστική απόφαση που αθώωσε δράστη βιασμού
Ανανεώθηκε:
Πλήθος αντιδράσεων έχει προκαλέσει στην Ιταλία η απόφαση εφετείου του Τορίνο που αθώωσε έναν νεαρό άνδρα που πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση δύο ετών, δύο μηνών και 20 ημερών- για τον βιασμό μίας κοπέλας, στην τουαλέτα ενός μπαρ.
Οι δικαστές του εφετείου του Τορίνο, νομιμοποιώντας την κουλτούρα βιασμού που θέλει υπαίτια τα θύματα και όχι τους θύτες, έκριναν ότι «η κοπέλα είχε πιει και τον ώθησε να τολμήσει», ωστόσο η αναπληρώτρια γενική εισαγγελέας, Νικολέτα Κουαλίνο, άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης και τον λόγο θα έχει το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας.
Οι δυο νέοι, φίλοι από τα χρόνια του σχολείου, είχαν βρεθεί σε ένα μαγαζί του Τορίνο για να πιούν ένα ποτό. Η κοπέλα πήγε στην τουαλέτα, και όπως κατέθεσε, «ο νεαρός την ανάγκασε να έχει σεξουαλική επαφή μαζί του, έστω και αν εκείνη τού είχε πει ξεκάθαρα ότι δεν ήθελε».
Το εφετείο αποφάνθηκε ότι «η κοπέλα, εξαιτίας και της χρήσης αλκοόλ, ώθησε τον άνδρα να πλησιάσει, ενώ αρχικά είχε μείνει έξω από την πόρτα». Παράλληλα, έστω και αν ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι κατέβασε το παντελόνι της κοπέλας, τα μέλη του εφετείου θεώρησαν ότι «το φερμουάρ, δεδομένης και της ιδιαιτερότητας της συγκεκριμένης στιγμής, μπορεί να έσπασε επειδή ήταν κακής ποιότητας».
Τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης ότι η αιτιολογία της απόφασης παραπέμπει σε περασμένες εποχές, στις οποίες οι γυναίκες θύματα βιασμού θεωρούνταν σχεδόν πάντα και ένοχες, με την λογική ότι «προκαλούσαν τον βιαστή τους».
Σύμφωνα με την προσφυγή προς το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο που υπέγραψε η αναπληρώτρια γενική εισαγγελέας, «το δικαστήριο αποδεικνύει ότι δεν εφαρμόζει τις νομικές αρχές για το θέμα της συναίνεσης στη σεξουαλική πράξη».
«Η πρόταση φαίνεται παράλογη όταν αποκλείει την ύπαρξη διαφωνίας» αναφέρει, μεταξύ άλλων στο σκεπτικό της, «τόσο επειδή αυτή η διαφωνία εκδηλώνεται με λόγια και χειρονομίες, όσο και επειδή καμία προηγούμενη συμπεριφορά δεν μπορεί να τον προκάλεσε σε λάθος εκτίμηση σχετικά με την πιθανή ύπαρξη φερόμενης συγκατάθεσης».
Επομένως, «δεν αποδεικνύεται η έλλειψη διαφωνίας εκ μέρους του θιγόμενου, αντιθέτως είναι εμφανής η ύπαρξη έκδηλης διαφωνίας» υπογραμμίζει.
Με πληροφορίες από Corriere Della Sera, ΑΠΕ-ΜΠΕ