Εκατό ημέρες πολέμου στην Ουκρανία: Πώς άλλαξε ο κόσμος, πιθανώς αμετάκλητα
Ανανεώθηκε:
Υπήρχε η Ευρώπη πριν από την 24η Φεβρουαρίου 2022. Και υπάρχει η Ευρώπη μετά. Η οδυνηρή πραγματικότητα του πολέμου του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία ήλθε να σημάνει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην επί δεκαετίες επικρατούσα ευρωπαϊκή τάξη ασφάλειας και τη βίαιη προσαρμογή σε περιβάλλον στρατηγικού κινδύνου. Στις 100 ημέρες που μετρά η εισβολή στο έδαφος της Ουκρανίας, σύσσωμη η Δύση επανακαθορίζεται σε πραγματικό χρόνο.
«Τεκτονικές» μετατοπίσεις στο πεδίο της άμυνας και ασφάλειας έχουν συντελεστεί ενώπιον της νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας.
Από την εγκατάλειψη του μεταπολεμικού αμυντικού δόγματος της Γερμανίας, την «αποτίναξη» της αμυντικής ουδετερότητας της Φινλανδίας και τη Σουηδίας, αλλά και την πρωτοφανή χρηματοδότηση της αγοράς στρατιωτικού εξοπλισμού εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έως τη συστράτευση της Δανίας στην κοινή ευρωπαϊκή Άμυνα για πρώτη φορά από το 1992 και την εξασφάλιση εξαιρέσεων κατόπιν της απόρριψης της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Παρασύροντας την Ευρώπη σε αβύσσους που η ίδια πίστευε πως έχει αφήσει πίσω της για πάντα, ο Βλαντιμίρ Πούτιν τελικά «έπραξε το αδιανόητο». Ψευδαισθήσεις για μία εποχή αέναης ειρήνης γκρεμίστηκαν μαζί με τους δρόμους και τις πόλεις της Ουκρανίας, σε έναν βάρβαρο πόλεμο επί ευρωπαϊκού εδάφους σε παγκόσμια απευθείας μετάδοση.
Ενώπιον της απόπειρας επαναχάραξης συνόρων διά της βίας και θέτοντας ως διακύβευμα την «ελευθερία και τη δημοκρατία έναντι του αυταρχισμού», με προεκτάσεις πέραν της ίδιας της Ουκρανίας, η Δύση -προεξάρχουσας της διακυβέρνησης Μπάιντεν- εξοπλίζει την ουκρανική άμυνα με βαρέα όπλα και προηγμένα συστήματα αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ.
Παρά τις αμερικανικές δηλώσεις περί του αντιθέτου, ένας πόλεμος δι' αντιπροσώπων μαίνεται μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας στην Ουκρανία, με συνολικές συνέπειες που ακόμη δεν έχουν διαφανεί. Από τον αντίκτυπο μίας ακόμα στενότερης σινο-ρωσικής προσέγγισης σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο -σε περίοδο κατά την οποία η Κίνα ορίζεται από τις ΗΠΑ ως «ο μεγαλύτερος κίνδυνος μακροπρόθεσμα για την παγκόσμια τάξη»- έως και τον παράγοντα Τουρκία.
Eνέργεια, ακρίβεια, επισιτιστική (αν)ασφάλεια
Ο γεωπολιτικός «σεισμός» που πυροδότησε ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει όμως ξεκάθαρα αποτυπώσει πόσο αλληλοεξαρτώμενες είναι οι οικονομίες και οι ζωές μας.
Το μπαράζ διεθνών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας στοχεύει στην απομόνωση του Βλαντιμίρ Πούτιν, την αποδυνάμωση της πολεμικής μηχανής του και της ρωσικής οικονομίας. Όχι όμως χωρίς βαρύ κόστος για την ίδια τη Δύση.
Η Ευρώπη πλέει στα αχαρτογράφητα νερά μίας δρομολογούμενης ενεργειακής απεξάρτησης από τη Ρωσία, ενώ ταυτόχρονα προβάλλει ο εφιάλτης μίας παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης συνεπεία του αποκλεισμού των σιτηρών στα ουκρανικά λιμάνια και των διεθνών κυρώσεων που αποκλείουν ρωσικές τράπεζες από το διεθνές σύστημα SWIFT.
Οι διεθνείς αγορές κλυδωνίζονται· οι τιμές της ενέργειας και συνολικά το κόστος ζωής έχουν εκτιναχθεί. Σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο αναζητούνται λύσεις για τη συγκράτηση των τιμών και τη στήριξη καταναλωτών και επιχειρήσεων, εν μέσω αβεβαιότητας και δυσοίωνων προβλέψεων για την παγκόσμια οικονομία.
Στα βαρύτερα μέχρι στιγμής «αντίποινα» εναντίον του Βλαντιμίρ Πούτιν και της Ρωσίας από την έναρξη του πολέμου, η Ευρωπαϊκή Ένωση οριστικοποίησε, κατόπιν επίπονων διαπραγματεύσεων και με «εκπτώσεις» ελέω Ουγγαρίας, την επιβολή μερικού εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο.
Ένα δισ. ευρώ ημερησίως καταβάλει η Ένωση στη Ρωσία για πετρέλαιο και φυσικό αέριο -ανεκτίμητη πηγή σκληρού νομίσματος για το Κρεμλίνο για τη χρηματοδότηση του πολέμου κατά της Ουκρανίας. Έως τα τέλη του έτους, το 90% των παραδόσεων πετρελαίου αναφέρεται πως θα έχει διακοπεί. Η Ρωσία μιλά για κίνηση «αυτοκαταστροφική» που θα γυρίσει μπούμπερανγκ στην Ευρώπη, ενόσω η ίδια αναζητά άλλους «πελάτες», και το Πεκίνο ήδη «κοιτά» προς τη Μόσχα προς αναπλήρωση των κινεζικών πετρελαϊκών αποθεμάτων.
Όσο για το ρωσικό φυσικό αέριο, εν μέσω του ήδη εκρηκτικού κλίματος για την παγκόσμια οικονομία, η συζήτηση περί ευρωπαϊκού εμπάργκο δείχνει να «παγώνει». Εν τω μεταξύ, όμως, η ρωσικός γίγαντας της Gazprom κλείνει τη στρόφιγγα σε ολοένα και περισσότερες «μη φιλικές» ευρωπαϊκές χώρες και εταιρείες που αρνούνται να καταβάλουν πληρωμές σε ρούβλια κατ' απαίτηση του Κρεμλίνου.
Το ΝΑΤΟϊκό βήμα Φινλανδίας-Σουηδίας και ο παράγοντας Τουρκία
Σε αυτές τις 100 ημέρες του πολέμου στην Ουκρανία συμμαχίες επανακαθορίστηκαν και πολιτικές επαναχαράχθηκαν.
Αν και ο Βλαντιμίρ Πούτιν επεδίωξε να διασπάσει τον διατλαντικό άξονα, αντίθετα τον εδραίωσε. Η Ευρώπη συντόνισε τις κινήσεις της με τις ΗΠΑ και δέχθηκε στο έδαφός της τον Τζο Μπάιντεν, επουλώνοντας το «τραύμα» της διακυβέρνησης Τραμπ, ενώ επιτάχυνε ταυτόχρονα το βηματισμό της υιοθετώντας τη νέα στρατηγική ασφαλείας, γνωστή ως «Στρατηγική Πυξίδα», στο πλαίσιο της οποίας συγκροτείται στρατιωτική δύναμη με τη Γερμανία στον πυρήνα της.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει άλλωστε ανατρέψει πλήρως το μεταπολεμικό αμυντικό δόγμα του ίδιου του Βερολίνου. Όχι μόνο η Γερμανία έχει δεσμευθεί, διά του καγκελαρίου της Όλαφ Σολτς, για αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ σε σταθερή βάση, συμβαδίζοντας με τους στόχους του ΝΑΤΟ, και διάθεση 100 δισ. ευρώ προς ενίσχυση του γερμανικού στρατού, αλλά στέλνει και βαρέα όπλα στην Ουκρανία.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν επιχείρησε παράλληλα να διχάσει και να αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ. Όμως στην πράξη ο πόλεμος στην Ουκρανία όχι μόνο «έλυσε» την υπαρξιακή κρίση του ΝΑΤΟ, αλλά οδήγησε στην ενίσχυση της ανατολικής πτέρυγας της Συμμαχίας προς καθησυχασμό της Πολωνίας και των χωρών της Βαλτικής. Και το σημαντικότερο, «φέρνει» το ΝΑΤΟ πιο κοντά στα ρωσικά σύνορα από οποιαδήποτε άλλη στιγμή κατόπιν της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης.
Η Φινλανδία -που μοιράζεται σύνορα 1.300 χιλιομέτρων με τη Ρωσία- και η Σουηδία, επέλεξαν αμφότερες να στραφούν στο ΝΑΤΟ και την ασφαλή «ομπρέλα» του Άρθρου 5 της Συλλογικής Άμυνας, «αποτινάσσοντας» ενώπιον της ρωσικής επιθετικότητας την αμυντική ουδετερότητα, σε μία επιδιωκόμενη fast-track διαδικασία που «σκοντάφτει» εντούτοις, επί του παρόντος τουλάχιστον, στις αντιρρήσεις που προβάλλει η Τουρκία.
Η ίδια η Τουρκία με την έναρξη του πολέμου επιχείρησε να αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο, εκμεταλλευόμενη τις καλές σχέσεις της με την Ουκρανία και τις ακόμη καλύτερες με τη Ρωσία. Η Άγκυρα συνεργάζεται -για την ακρίβεια έχει συμμαχικές σχέσεις- με τη Μόσχα τόσο στη Συρία, όσο και στον Καύκασο, στη διένεξη του Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Παράλληλα, η Τουρκία αρνήθηκε να συμμετάσχει στις κυρώσεις των δυτικών χωρών εις βάρος της Ρωσίας, ενώ ταυτόχρονα, τουλάχιστον τις πρώτες ημέρες του πολέμου, ανέδειξε τον ρόλο της ως μέλος του ΝΑΤΟ και παρέμεινε ο μοναδικός ΝΑΤΟϊκός συνομιλητής του Βλαντιμίρ Πούτιν όταν είχαν «σιγήσει» τα τηλέφωνα των Εμανουέλ Μακρόν και Όλαφ Σολτς.
Όμως, οι όποιες ελπίδες ότι η Τουρκία θα επαναπροσέγγιζε τους δυτικούς συμμάχους έσβησαν, όταν άσκησε βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, ζητώντας ανταλλάγματα σε θέματα «τρομοκρατίας» -να μην παρέχουν δηλαδή άσυλο οι δύο σκανδιναβικές χώρες σε Κούρδους πολιτικούς πρόσφυγες και γκιουλενιστές, καθώς και να γίνει άρση του εμπάργο πώλησης αμυντικού υλικού προς την Τουρκία.
Η κίνηση αυτή ουσιαστικά εξυπηρετεί του σχεδιασμούς της Μόσχας, για την οποία η Βαλτική είναι ζωτικός χώρος όπου δεν θα ήθελε να περιστοιχίζεται από χώρες του ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, δε, η επιχειρηματολογία της Τουρκίας για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και τα περί απειλών για την ασφάλειά της «θυμίζουν» έντονα Πούτιν καθώς έχτιζε το αφήγημα της εισβολής στην Ουκρανία.
Επιστροφή στο... μέλλον
Ως προς τη ροή δυτικών όπλων προς το Κίεβο, η αντίδραση της Δύσης όλο αυτό το διάστημα έγκειται σε ασκήσεις ισορροπίας προκειμένου να μην ωθήσει στα άκρα τη Ρωσία και ενισχύσει τον κίνδυνο διάχυσης του πολέμου -εξ ου και οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ απέρριψαν διαρκείς πιέσεις και εκκλήσεις του Κιέβου για την επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στον εναέριο χώρο της Ουκρανίας.
Σήμερα, 3 Ιουνίου, με τη συμπλήρωση 100 ημερών εισβολής και αιματοχυσίας, ο πόλεμος έχει «επιστρέψει» εκεί από όπου ξεκίνησε: Στο μέτωπο του Ντονμπάς.
Όχι όμως στην 24η Φεβρουαρίου, αλλά προ οκταετίας αφότου κατελήφθη και προσαρτήθηκε η χερσόνησος της Κριμαίας. Όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν έδωσε «δείγματα γραφής» που η Δύση απέτυχε να «διαβάσει», ακολουθώντας μάλλον ένα μονοπάτι κατευνασμού του σε πολιτικό και εμπορικό πεδίο -κυρίως από πλευράς της Άνγκελα Μέρκελ-, παρά το γεγονός ότι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου.
Η «προαναγγελία» όσων ακολούθησαν τοποθετείται ίσως ακόμη πιο πίσω, το 2007. Ήταν η χρονιά που ο Βλαντιμίρ Πούτιν απηύθυνε από το βήμα της Διάσκεψης για την Ασφάλεια του Μονάχου την ομιλία-σταθμό που αποτέλεσε το «θεμέλιο» για πολλές από τις μετέπειτα αποφάσεις του. Κατέκρινε τις ΗΠΑ για τη δημιουργία ενός μονοπολικού κόσμου «στον οποίο υπάρχει ένας κύριος, ένας κυρίαρχος»· κατακεραύνωσε την επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς και αμφισβήτησε τη μεταψυχροπολεμική τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη.
Είχε προηγηθεί δύο χρόνια νωρίτερα η ομιλία του για την κατάσταση του ρωσικού έθνους κατά την οποία δήλωσε πως η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης αποτέλεσε τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του αιώνα.
«Fast forward» στο 2021, και ενώ έχει προηγηθεί η προσάρτηση της Κριμαίας, ο πόλεμος-αστραπή του 2018 στη Γεωργία και οι πολεμικές μηχανές του «ζεσταίνονταν» στα ουκρανικά σύνορα, ο Πούτιν έθετε ενώπιον της Δύσης απαιτήσεις... σοβιετικών προδιαγραφών, ζητώντας επί της ουσίας να επιστρέψει το ΝΑΤΟ στα «σύνορα» του 1997, και μπλόκο στην ένταξη της Ουκρανίας στη Συμμαχία.
Ήταν σαφές ότι η Συμμαχία δεν θα έδινε εγγυήσεις ασφαλείας για την απομάκρυνση ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων και οπλικών συστημάτων από τις χώρες που εντάχθηκαν μετά το 1997 -στις οποίες περιλαμβάνονται η Πολωνία, οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες Εσθονίας, Λιθουανίας και Λετονίας και βαλκανικά κράτη-, ούτε και θα «αποκήρυττε» ενώπιον των ρωσικών απειλών τη ΝΑΤΟϊκή πολιτική ανοιχτών θυρών -παρόλο που η Ουκρανία, παρά τα παραπλανητικά μηνύματα της ίδιας της Δύσης και της ενδεχομένως αφελούς προσέγγισης του προέδρου της, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δεν βρισκόταν στην πραγματικότητα κοντά σε πιθανή ένταξη.
Τότε μας εξαπάτησαν, τώρα μας αγνοούν, δήλωσε επί της ουσίας ο Βλαντιμίρ Πούτιν την 1η Φεβρουαρίου έπειτα από ένα μήνα σιωπής, και ενόσω η διεθνής διπλωματία αναζητούσε διέξοδο.
Οι μεταψυχροπολεμικές υποσχέσεις προς τη Μόσχα για μη προώθηση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς «ούτε κατά ένα εκατοστό» αθετήθηκαν, και οι προτάσεις περί νέων εγγυήσεων ασφαλείας αγνοήθηκαν, ανέφερε ο Ρώσος πρόεδρος. Ο πόλεμος είχε ήδη αποφασιστεί. Ένας πόλεμος που ακόμη και η ίδια η Ουκρανία δεν πίστευε τότε πως πραγματικά θα συμβεί, παρά τις προειδοποιήσεις των ΗΠΑ -που κόντρα στην πάγια τακτική διαμοιράστηκαν για πρώτη φορά δημοσίως απόρρητες πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών για τις ρωσικές προθέσεις και κινήσεις.
Σήμερα, 100 ημέρες αφότου ήχησαν για πρώτη φορά οι αντιαεροπορικές σειρήνες, οι ρωσικές δυνάμεις βρίσκονται ενώπιον κατηγοριών για διάπραξη εγκλημάτων πολέμου σε έναν πόλεμο που έχει κοστίσει χιλιάδες ζωές πυροδοτώντας τη μεγαλύτερη «έξοδο» προσφύγων επί ευρωπαϊκού εδάφους από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο στόχος του Κιέβου εγκαταλείφθηκε μεν, όμως η Μαριούπολη «χάθηκε», η μάχη για το Ντονμπάς βρίσκεται σε καθοριστικό στάδιο και ρωσοκρατείται το 20% της ουκρανικής επικράτειας.
Και η πραγματικότητα είναι πως το ερώτημα του πώς θα λήξει αυτός ο πόλεμος έχει μάλλον αρχίσει να διχάζει τη Δύση. Προβάλλουν φωνές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού περί συμβιβαστικής λύσης, που μεταφράζεται σε παραχωρήσεις εκ μέρους της Ουκρανίας προς επίτευξη εκεχειρίας, κατεύθυνση που έχουν «δείξει» τόσο η Γαλλία, όσο και η Ιταλία, αλλά εμμέσως πλην σαφώς και η Γερμανία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πλευρά τους, τονίζουν πως η συνεχής στρατιωτική στήριξη του Κιέβου αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει στην Ουκρανία καλύτερη διαπραγματευτική θέση όταν έλθει η ώρα μίας πραγματικής λύσης, όμως δεν πέρασε απαρατήρητη η δήλωση του Αμερικανού πρώην υπουργού Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ, ότι η Ουκρανία θα πρέπει να εκχωρήσει εδάφη προς επίτευξη ειρήνης.