Ανάλυση New York Times: Γιατί ο Πούτιν έχει επιδείξει κάποια αυτοσυγκράτηση σε έναν βάναυσο πόλεμο
Ο ρωσικός πόλεμος στην Ουκρανία έχει ισοπεδώσει πόλεις, έχει σκοτώσει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους και έχει αναγκάσει εκατομμύρια άλλους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. «Αθόρυβα», όμως, ορισμένοι στρατιωτικοί αναλυτές και Δυτικοί αξιωματούχοι διερωτώνται γιατί η επίθεση δεν ήταν ακόμη χειρότερη και, κυρίως, γιατί ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν έχει προσπαθήσει περισσότερο να βάλει «φρένο» στις αποστολές όπλων της Δύσης.
Σε ανάλυση που συνυπογράφουν οι αρθογράφοι των New York Times Άντον Τροϊανόφσκι και Τζούλιαν Μπαρνς επισημαίνουν πως η Ρωσία θα μπορούσε να έχει θέσει πιο επιθετικά στο στόχαστρο τους ουκρανικούς σιδηρόδρομους, δρόμους και γέφυρες επιδιώκοντας να σταματήσει τη ροή των δυτικών όπλων στη γραμμή του μετώπου.
Θα μπορούσε να είχε βομβαρδίσει περισσότερες υποδομές γύρω από το Κίεβο για να δυσκολέψει τους Δυτικούς ηγέτες να επισκεφθούν τον πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι σε επίδειξη ενότητας και αποφασιστικότητας. Και θα μπορούσε να κάνει πολύ περισσότερα για να επιφέρει πλήγμα στη Δύση, είτε με επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, είτε με δολιοφθορές, είτε με περισσότερες περικοπές στις εξαγωγές ενέργειας στην Ευρώπη.
Εν μέρει τα αίτια θα μπορούσαν να αναζητηθούν, κατά τους New York Times, σε ανικανότητα. Οι πρώτες εβδομάδες του πολέμου κατέδειξαν ότι ο ρωσικός στρατός ήταν πολύ λιγότερο ικανός από ό,τι θεωρείτο πριν από την εισβολή. Ωστόσο, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι διακρίνουν επίσης ότι η τακτική του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν τις τελευταίες εβδομάδες φαίνεται να είναι εξαιρετικά προσεκτική -μία «αργή» επίθεση στην ανατολική Ουκρανία, συγκρατημένη προσέγγιση ως προς την καταστροφή ουκρανικών υποδομών, καθώς αποφυγή ενεργειών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κλιμάκωση της σύγκρουσης με το ΝΑΤΟ.
Η φαινομενική αυτοσυγκράτηση επί του εδάφους έρχεται σε αντίθεση με την «ομοβροντία» στη ρωσική κρατική τηλεόραση, όπου η Μόσχα περιγράφεται ως εγκλωβισμένη σε έναν υπαρξιακό αγώνα ενάντια στη Δύση και όπου συζητείται ανοιχτά η χρήση πυρηνικών όπλων. Το θέμα είναι εάν ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα αλλάξει πορεία και θα εντείνει τον πόλεμο.
Το ερώτημα καθίσταται ιδιαίτερα επείγον εν όψει των εορτασμών για την «Ημέρα της Νίκης» στη Ρωσία την ερχόμενη Δευτέρα 9 Μαΐου, όταν παραδοσιακά ο Πούτιν προΐσταται της μεγαλειώδους παρέλασης που σηματοδοτεί τον σοβιετικό θρίαμβο επί της ναζιστικής Γερμανίας και εκφωνεί μια μιλιταριστική ομιλία.
Ο Βρετανός υπουργός Άμυνας, Μπεν Ουάλας, προέβλεψε την περασμένη εβδομάδα ότι ο Πούτιν θα χρησιμοποιούσε την ομιλία για επίσημη κήρυξη πολέμου και μαζική κινητοποίηση του ρωσικού λαού.
Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αναφέρουν ότι δεν έχουν παρατηρήσει κινήσεις επί του πεδίου που να παραπέμπουν στην έναρξη ευρύτερης επίθεσης με επιπλέον στρατεύματα την 9 Μαΐου ή αμέσως μετά. Οι ίδιοι αναμένουν τώρα μία πιο αργή, σκληρή εκστρατεία εντός της Ουκρανίας. Αλλά δεν διαφωνούν ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ομιλία της 9ης Μαΐου για να κηρύξει έναν ευρύτερο πόλεμο.
Μοτίβο αναμονής - «Περίεργο, ιδιαίτερο είδος πολέμου»
Επί του παρόντος ο Πούτιν φαίνεται να ακολουθεί ένα μοτίβο αναμονής στο στρατιωτικό πεδίο, το οποίο και επιτρέπει στην Ουκρανία να ανασυνταχθεί και να εφοδιαστεί με δυτικά όπλα. Τη Δευτέρα, ανώτερος αξιωματούχος του αμερικανικού Πενταγώνου χαρακτήρισε την τελευταία επίθεση της Ρωσίας στην ανατολική Ουκρανία «πολύ προσεκτική, πολύ χλιαρή». Στη Ρωσία την ίδια στιγμή υπάρχει γκρίνια ότι ο στρατός πολεμά «με το ένα χέρι δεμένο πίσω από την πλάτη του», με τη στρατηγική και τους στρατιωτικούς στόχους να μην είναι κατανοητοί από την κοινή γνώμη.
«Πρόκειται για ένα περίεργο, ιδιαίτερο είδος πολέμου», αναφέρει ο Ντμίτρι Τρενίν, μέχρι πρότινος διευθυντής της δεξαμενής σκέψης Carnegie Moscow Center, μιλώντας τηλεφωνικά στους NYT ενώ βρίσκεται εκτός Μόσχας. «Η Ρωσία έχει θέσει ορισμένα αρκετά αυστηρά όρια στον εαυτό της και αυτό δεν εξηγείται με κανέναν τρόπο, γεγονός που εγείρει πολλά ερωτήματα, πρώτα απ' όλα στους Ρώσους πολίτες»» αναφέρει.
Ο Ντμίτρι Τρενίν είναι ένας από τους λίγους αναλυτές της δεξαμενής σκέψης- που έκλεισε τον περασμένο μήνα η ρωσική κυβέρνηση- ο οποίος επέλεξε να παραμείνει στη Ρωσία μετά την έναρξη του πολέμου. Ο ίδιος ανέφερει ότι δυσκολεύεται να εξηγήσει γιατί το Κρεμλίνο πολεμά με «λιγότερη από τη μισή δύναμη».
Διερωτάται γιατί η Ρωσία δεν βομβαρδίζει περισσότερες γέφυρες και σιδηροδρομικά δίκτυα όταν μέσω αυτών μπορεί η Ουκρανία να λαμβάνει κάθε μέρα που περνά όλο και περισσότερα θανατηφόρα όπλα της Δύσης. Γιατί Δυτικοί ηγέτες και αξιωματούχοι, όπως η πρόεδρος της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι, εξακολουθούν να μπορούν να επισκεφθούν το Κίεβο με ασφάλεια;
«Μου φαίνεται παράξενο και δεν μπορώ να το εξηγήσω», λέει ο ίδιος.
Σαφώς, οι ρωσικές πυραυλικές επιθέσεις έχουν στοχεύσει υποδομές σε ολόκληρη την Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης μίας σημαντικής γέφυρας στα νοτιοδυτικά της χώρας τη Δευτέρα, καθώς και του διαδρόμου του αεροδρομίου της Οδησσού το Σάββατο. Όμως στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, αξιωματούχοι και αναλυτές θέτουν στον εαυτό τους παρόμοιες ερωτήσεις με τον Ντμίτρι Τρενίν.
Εδώ και εβδομάδες, αξιωματούχοι στην Ουάσινγκτον συζητούσαν γιατί ο ρωσικός στρατός δεν ήταν πιο επιθετικός στην προσπάθεια να καταστρέψει τις γραμμές ανεφοδιασμού της Ουκρανίας με δυτικά όπλα. Κατ' αυτούς η απάντηση βρίσκεται εν μέρει στο ότι η ουκρανική αεράμυνα συνεχίζει να απειλεί τα ρωσικά αεροσκάφη, και όσο βαθύτερα ρωσικά αεροπλάνα εισχωρούν στην Ουκρανία τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να καταρριφθούν.
Η Ρωσία έχει επίσης αντιμετωπίσει προβλήματα με τα πυρομαχικά ακριβείας της -πυραύλους ή ρουκέτες με συστήματα καθοδήγησης. Πολλά από αυτά τα όπλα απέτυχαν να λειτουργήσουν σωστά και οι ρωσικές προμήθειες όπλων είναι περιορισμένες. Οι επιδρομές με στόχο σιδηροδρομικές γραμμές ή στρατιωτικά οχήματα εν κινήσει πρέπει να είναι πολύ ακριβείς για να είναι αποτελεσματικές.
Άλλοι αξιωματούχοι έχουν υποστηρίξει ότι η Μόσχα επιδιώκει να αποφύγει να καταστρέψει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις υποδομές της Ουκρανίας, τρέφοντας την πιθανώς άστοχη ελπίδα ότι μπορεί ακόμα να κατακτήσει τον έλεγχο της χώρας, όπως αναφέρουν οι αρθογράφοι Άντον Τροϊανόφσκι και Τζούλιαν Μπαρνς, επισημαίνοντας ότι η Ρωσία θα βρισκόταν απέναντι σε ένα τεράστιο έργο ανοικοδόμησης αν καταλάμβανε πόλεις που είχαν καταστραφεί από τους δικούς της βομβαρδισμούς.
Ανώτερος Αμερικανός αξιωματούχος άμυνας έχει επίσης εκτιμήσει, μιλώντας υπό καθεστώς ανωνυμίας, ότι ο Πούτιν μπορεί να απέφυγε να καταστρέψει το σιδηροδρομικό δίκτυο της Ουκρανίας επειδή δεν ήθελε να βλάψει τη δική του ικανότητα να μετακινεί εξοπλισμό και στρατεύματα σε όλη τη χώρα. Οι Ρώσοι έχουν επικεντρωθεί περισσότερο στην καταστροφή των χώρων αποθήκευσης όπλων παρά στο σιδηροδρομικό δίκτυο.
Γιατί η Ρωσία δεν αντεπιτέθηκε πιο σκληρά έναντι της Δύσης
Έπειτα, υπάρχει το ερώτημα γιατί η Ρωσία δεν αντεπιτέθηκε σκληρότερα κατά της Δύσης. Το αφήγημα του Κρεμλίνου αφορά σε έναν «υπαρξιακό πόλεμο» με το ΝΑΤΟ που διεξάγεται σε ουκρανικό έδαφος, όμως η Ρωσία είναι εκείνη που έχει στρατιωτικές απώλειες ενώ η Δύση κρατά απόσταση ασφαλείας και προμηθεύει όπλα που σκοτώνουν Ρώσους στρατιώτες.
«Πολλοί ρωτούν εδώ γιατί δεν έχουν αντεπιτεθεί ακόμη», λέει ο Σάμιουελ Σαράπ, πρώην αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην Ουάσινγκτον και αναλυτής για τη Ρωσία στην RAND Corporation. «Φαίνεται μικρή η πιθανότητα ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν θα αντιμετωπίσουν κανένα πλήγμα από το να έχουν 'θάψει' τόσους πολλούς Ρώσους στρατιώτες» αναφέρει.
Η Ρωσία διαθέτει τα εργαλεία για να κάνει εκτεταμένη ζημιά στη Δύση. Οι ελλείψεις φυσικού αερίου που προκλήθηκαν από την κυβερνοεπίθεση στον αγωγό Colonial πέρυσι κατέστησαν εμφανή τη διαταραχή που μπορεί να προκαλέσει η Μόσχα στις αμερικανικές υποδομές. Το Βερολίνο έχει προειδοποιήσει ότι η διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου θα μπορούσε να οδηγήσει τη γερμανική οικονομία σε ύφεση.
Και μετά υπάρχει το κορυφαίο παγκοσμίως πυρηνικό οπλοστάσιο της Μόσχας, με εκτιμώμενες 5.977 κεφαλές: Η καταστροφική τους ικανότητα «διαφημίζεται» με ολοένα και πιο φρικτούς όρους στα ρωσικά μέσα ενημέρωσης.
«Νομίζατε ότι θα μπορούσατε να μας καταστρέψετε με τα χέρια άλλων και να παρακολουθείτε από ασφαλή απόσταση;»: Η φράση ανήκει στον Σεργκέι Μιρόνοφ, «γεράκι» της ρωσικής Δούμας, ο οποίος υποστήριξε το Σάββατο ότι ο νέος διηπειρωτικός βαλλιστικός πύραυλος της χώρας του θα μπορούσε να καταστρέψει τη Βρετανία με ένα μόνο χτύπημα. «Δεν θα 'πιάσει', κύριοι. Θα πρέπει να το πληρώσετε» είπε.
Ο ίδιος ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει επίσης προειδοποιήσει με αντίποινα, όμως ο Ρώσος πρόεδρος γνωρίζει επίσης την αξία της ασάφειας. Πέρυσι, διακήρυξε πως οσοι περνούν την «κόκκινη γραμμή» θα εισπράξουν μία «ασύμμετρη, γρήγορη και σκληρή» απάντηση -ένδειξη ότι η απάντηση θα έρθει σε χρόνο και τόπο που θα επιλέξει η Μόσχα.
«Κανείς δεν ξέρει πραγματικά πού είναι η κόκκινη γραμμή. Δεν νομίζω ότι ούτε οι Ρώσοι το ξέρουν διότι βρισκόμαστε σε τόσο αχαρτογράφητα νερά», λέει ο Σάμιουελ Σαράπ.
Αμερικανοί και ΝΑΤΟϊκοί αξιωματούχοι έχουν συζητήσει γιατί ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν έχει επιχειρήσει εκτεταμένες ή πιο επιζήμιες επιθέσεις στον κυβερνοχώρο. Κάποιοι το αποδίδουν στο ότι ο Πούτιν έχει αποτραπεί αποτελεσματικά. Ο ρωσικός στρατός δεν μπορεί να διαχειριστεί έναν ευρύτερο πόλεμο με το ΝΑΤΟ και ο Πούτιν δεν θέλει να δώσει στη Συμμαχία καμία δικαιολογία για να μπει στον πόλεμο πιο άμεσα.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι το χτύπημα στον κυβερνοχώρο σε μία χώρα του ΝΑΤΟ είναι ένα από τα λίγα χαρτιά που μπορεί να παίξει ο Βλαντιμίρ Πούτιν και ότι μπορεί να περιμένει ένα μεταγενέστερο στάδιο για να το κάνει.
Ενώ ο Πούτιν δεν φοβάται την κλιμάκωση της ρητορικής, οι ενέργειές του υποδηλώνουν ότι δεν θέλει να κάνει κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει έναν ευρύτερο πόλεμο.
«Η γενική αίσθηση είναι ότι θέλει να 'αρπάξει' κάποιου είδους νίκη από αυτή την καταστροφή», είπε ο Αμερικανός αξιωματούχος, εκτιμώντας ότι ο Ρώσος πρόεδρος δεν θέλει στην παρούσα φάση μεγαλύτερα προβλήματα.
Πριν από την εισβολή στις 24 Φεβρουαρίου, ο Ντμίτρι Τρενίν του Carnegie Moscow Center είχε προβλέψει ότι ο ουκρανικός στρατός θα πρόβαλε λυσσαλέα αντίσταση και ότι ο Πούτιν θα ανακάλυπτε την έλλειψη πολιτικής υποστήριξης για τη Ρωσία στην Ουκρανία. Σε αυτό, ο κ. Τρενίν αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο.
Αυτό στο οποίο έκανε λάθος, όπως τώρα αναγνωρίζει, ήταν οι πληροφορίες που οι βοηθοί και οι διοικητές θα παρείχαν στον Βλαντιμίρ Πούτιν σχετικά με τις δυνατότητες της Ρωσίας, οι οποίες αποδείχθηκαν λανθασμένες.
Ο Ντμίτρο Τρενίν λέει πως εξακολουθεί να βλέπει τον Βλαντιμίρ Πούτιν ως θεμελιωδώς ορθολογικό, παρά ως κάποιον πρόθυμο να εμπλακεί σε έναν πυρηνικό πόλεμο, με μια «μανιακή αποφασιστικότητα να καταστρέψει την ανθρωπότητα».
«Αυτό δεν θα ήταν ένα λάθος - Αυτό θα ήταν μία πλήρης απόκλιση από τον ορθολογισμό» ανέφερε ο ίδιος, καταλήγοντας: «Ελπίζω ότι τώρα δεν έχω άδικο».