Πρωτομαγιά 2022: Η επανάσταση της «Μεγάλης Παραίτησης» στις ΗΠΑ
Ανανεώθηκε:
Την 1η Μαΐου του 1886 στο Σικάγο των ΗΠΑ πραγματοποιήθηκε γενική απεργία με βασικό αίτημα την καθιέρωση του 8ώρου. Τα γεγονότα κλιμακώθηκαν αιματηρά, και τα επόμενα χρόνια η ημέρα καθιερώθηκε ως σημείο αναφοράς των εργατικών διεκδικήσεων. Ο απεργιακός χαρακτήρας της Πρωτομαγιάς καθώς και τα αιτήματα υιοθετήθηκαν και από την Ευρώπη, ενώ στην Ελλάδα, η αντίστοιχη εξέγερση σημειώθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1936. Στις ημέρες μας, οι καπιταλιστικές ΗΠΑ φαίνεται να βρίσκονται εκ νέου μπροστά σε ένα σημείο καμπής. Κάποιοι θα τολμούσαν να πουν ακόμη και ότι εξελίσσεται μια επανάσταση. Το βέβαιο είναι ότι συντελούνται βαθιές διεργασίες, που μοιάζουν να πιάνουν το νήμα από το «5ήμερο – 8άωρο» του 19ου και 20ου αιώνα και να το φέρνουν στη σύγχρονη εποχή.
Η συζήτηση για καθιέρωση 4ήμερης εργασίας είναι μία μόνο αιχμή των αιτημάτων που έχουν αρχίσει να παίρνουν μορφή τα τελευταία χρόνια. Η πανδημία και οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην αγορά εργασίας οδήγησαν στην επανεξέταση πολλών -αν όχι όλων- των πτυχών της ζωής μας -μεταξύ αυτών και των εργασιακών όρων και το πώς αυτοί έχουν επίπτωση στην προσωπική ζωή.
Κι αν η κρίση ήταν η ευκαιρία και το έναυσμα για επαναξιολόγηση, το εργαλείο είναι τα social media. Δαιμονοποιημένα σε μεγάλο βαθμό -και συχνά δικαιολογημένα-, αν είναι συνώνυμα με κάτι, αυτό είναι η διάδοση ιδεών. Οι φωνές της GenZ στο TikTok προστέθηκαν σε εκείνες των Millennials και οι ψηφιακές «πλατείες» γέμισαν. Κι αν υπάρχει κάτι που μπορεί να πει κανείς για τις ψηφιακές «πλατείες» είναι πως απλά είναι πολύ πολύ μεγαλύτερες και ότι δεν αδειάζουν ποτέ.
Η «Μεγάλη Παραίτηση»
Εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού σημειώθηκαν ανατροπές στην αγορά εργασίας. Το εργατικό δυναμικό μειώθηκε, καθώς υπήρξαν απολύσεις λόγω της οικονομικής κρίσης, ενώ πολλές γυναίκες αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από τις δουλείες τους επειδή τα παιδιά έμειναν στο σπίτι και τα «οικογενειακά βάρη» μοιράστηκαν με τρόπο «παραδοσιακό». Η τηλεργασία έγινε σταδιακά η νέα κανονικότητα για μεγάλο ποσοστό εργαζομένων, ωστόσο όχι για όλους, και τελικά όχι για μεγαλύτερο από το απολύτως αναγκαίο (για τις επιχειρήσεις) διάστημα. Εν συντομία, η πανδημία ανέδειξε καινοτόμες λύσεις, αλλά και σοβαρές δυσλειτουργίες -ειδικά σε ό,τι αφορά τα ζητήματα προστασίας των εργαζομένων. Κι επειδή η υγειονομική κρίση άγγιξε υπαρξιακά ζητήματα, το business as usual απορρίπτεται από όλο και περισσότερους.
Το γεγονός αποτυπώνεται στο φαινόμενο που οι Αμερικανοί αναλυτές και ο Τύπος έχουν ονομάσει η «Μεγάλη Παραίτηση» (Great Resignation), παραπέμποντας στην Μεγάλη Ύφεση (Great Depression) του 1929. Τους τελευταίους 12 μήνες, στις ΗΠΑ έχει καταγραφεί ιστορικό υψηλό στο ποσοστό παραιτήσεων εργαζομένων από τις δουλειές τους. Πολλοί, δε, δηλώνουν ότι σκοπεύουν να παραιτηθούν μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα (εξάμηνο έως 2 χρόνια), ενώ η προσφορά θέσεων εργασίας είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Σύμφωνα με τα στοιχεία, τον Δεκέμβριο 2021 4,3 εκατ. Αμερικανοί παραιτήθηκαν από τις θέσεις εργασίας τους, ενώ τον μόλις προηγούμενο μήνα ο αριθμός αυτός άγγιξε το ρεκόρ των 4,5 εκατομμυρίων. Συνολικά, το 2021 καταγράφηκαν 75,3 εκατομμύρια προσλήψεις, ενώ 68,9 εκατομμύρια εργαζόμενοι παραιτήθηκαν ή απολύθηκαν -εξ αυτών, περίπου τα 47,4 εκατ. παραιτήθηκαν εθελούσια, ενώ οι απολύσεις τον Δεκέμβριο σημείωσαν ιστορικό χαμηλό (1,2 εκατ.) κάτι που επιβεβαιώνει τη γενική τάση.
Οι αριθμοί σκιαγραφούν το περίγραμμα της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά εργασίας στις ΗΠΑ. Οι αιτίες της «Μεγάλης Παραίτησης» δεν είναι δύσκολο να αναζητηθούν. Το φαινόμενο σχετίζεται με τους όρους εργασίας υπό το φως που έριξε πάνω τους η πανδημία, καθώς επίσης με τις επιδιώξεις της νέας γενιάς εργαζομένων. Πιο συγκεκριμένα, τον τελευταίο χρόνο έγινε πιο σαφές ότι στην πλειονότητά τους οι εργοδότες δεν θέτουν ως προτεραιότητα το καλό των υπαλλήλων τους, είτε αφορά την υγεία τους, είτε την οικονομική επιβίωσή τους -πολύ περισσότερο τις συνθήκες της τηλεργασίας τους.
Κάποιοι εγκατέλειψαν τις δουλειές τους αρχικά για να προστατευθούν από τον κορωνοϊό, για παράδειγμα σε περιπτώσεις που δεν μπορούσε να εφαρμοστεί η τηλεργασία (πχ σούπερ μάρκετ, φαρμακεία, διανομείς), στη συνέχεια άλλοι αδυνατούσαν να καταλάβουν γιατί πρέπει να επιστρέψουν στα γραφεία διακινδυνεύοντας την υγεία τους και των οικογενειών τους, επιβαρύνοντας το περιβάλλον με τις μετακινήσεις και καταναλώνοντας ασκόπως ώρες από τον προσωπικό τους χρόνο για τις μετακινήσεις αυτές. Άλλα επιχειρήματα που προβάλλονται σχετίζονται με το κακό εργασιακό περιβάλλον και τους τοξικούς προϊσταμένους που η τηλεργασία «έκρυψε» από το οπτικό πεδίο των εργαζομένων για αρκετό χρονικό διάστημα -ικανό ώστε να αναθεωρήσουν αντιλήψεις για το τι μπορεί να ανεχθεί κανείς στον χώρο της εργασίας. Ως κορωνίδα όλων ήρθε το ερώτημα εάν η εκάστοτε θέση ικανοποιούσε το άτομο, εάν οδηγούσε σε προσωπική πληρότητα. Αναζητήσεις που παλαιότερα φάνταζαν σχεδόν εξωπραγματικές, μετά την υπαρξιακή κρίση της πανδημίας και την επανεξέταση όλων των πτυχών της ζωής, φαίνεται να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο και πως όλα μπορεί (ή και πρέπει) να είναι ανοιχτά.
Η Gen Z ονειρεύεται με τα μάτια ανοιχτά
Αυτό το αξίωμα, επακόλουθο της κρίσης που φαίνεται να ασπάζονται και άλλες γενιές, ταυτίζεται απολύτως με τη ματιά της Gen Z και εκφράζεται ανοιχτά στο πλέον πρόσφορο μέσο που έχει στη διάθεσή της, το TikTok.
«Δεν έχω στόχους και φιλοδοξίες, δεν θέλω να "καώ" δουλεύοντας. Θέλω απλά να ζήσω τη ζωή μου ήρεμα, με έρωτα, βιβλία και τέχνη, να αγαπώ τον εαυτό μου και τους ανθρώπους μου» δηλώνει ένα 20χρονο κορίτσι στο TikTok. Μοιάζει με μια τοποθέτηση που θα συγκινούσε τους Boomers, λόγω ομοιότητας με τη θεώρηση που είχαν τα «παιδιά των λουλουδιών», οι Χίπις τη δεκαετία του ’60.
Όταν εκπρόσωποι της Gen Z ερωτώνται εάν αναζητούν τη δουλειά των ονείρων τους και γι’ αυτό παραιτούνται από τις θέσεις εργασίας τους, εκείνοι απαντούν: «Δεν ονειρευόμαστε την εργασία». Δεν πρόκειται για την ιδεολογία του άεργου, αλλά για την απόρριψη της εργασίας ως βάσης της ταυτότητας του ατόμου. Δεν είναι ότι η Gen Z δεν θέλει να δουλέψει, είναι ότι δεν θέλει να εργάζεται για ελάχιστα χρήματα, κάπου που δεν υπάρχει εκτίμηση και φροντίδα, κάνοντας δουλειά για τρία άτομα.
Ένας άλλος νεαρός έχει δημοσιοποιήσει τους υπολογισμούς του: Ο πατέρας του στη δική του ηλικία είχε ήδη βάλει στην άκρη ένα σημαντικό ποσό από την εργασία του με το οποίο αγόρασε το πατρικό τους σπίτι. Κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται για τον ίδιο, όσα χρόνια κι αν προσπαθήσει με τις δεδομένες αποδοχές και το φοιτητικό δάνειο να «τρέχει». Η Gen Z δεν είναι η πρώτη γενιά που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, είναι όμως εκείνη που έχει μεγαλώσει μέσα σε δύο αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις και είναι η πρώτη που ποστάρει και αναμεταδίδει άμεσα, με ένταση και σε πολύ μεγάλο «ακροατήριο» τους προβληματισμούς της.
«Θέλουμε κάτι καλύτερο. Να αναπτυχθούμε επαγγελματικά και προσωπικά. Όχι να είμαστε αγχωμένοι, με κατάθλιψη και να κοιτάμε το ρολόι για να σχολάσουμε»…
Μαζί με την Gen Z και οι Millennials έχουν βρεθεί στο «στόχαστρο» εργοδοτών που τους κατηγορούν ότι αναζητούν την επιτυχία χωρίς κόπο, ότι αλλάζουν δουλειές σαν τα πουκάμισα και πως θα εγκατέλειπαν την εταιρία άμεσα για μια καλύτερη οικονομική προσφορά. Από την πλευρά τους, οι νεαροί εργαζόμενοι δηλώνουν ότι δεν βλέπουν γιατί θα έπρεπε να είναι «πιστοί» σε εταιρίες και εργοδότες που δεν τους εκτιμούν για αυτό που είναι και τους αντιμετωπίζουν ως πρόβατα επί σφαγή, όπως αποδεικνύεται με τις απολύσεις είτε σε περιόδους οικονομικής κρίσης, είτε επειδή τα «νούμερα» των ισολογισμών «δεν βγαίνουν».
Η πραγματικότητα είναι σκληρή και όχι μόνο για τους νέους. Εργαζόμενοι όλων των ηλικιών και ανεξαρτήτου εισοδήματος εμφανίζουν υψηλά επίπεδα κόπωσης, επαγγελματικό burnout και έλλειψη ικανοποίησης από την εργασία. Έρευνες δείχνουν ότι η κατάσταση αυτή έχει επιπτώσεις στην ψυχική και σωματική υγεία των εργαζομένων. Απλά, κάποιοι αποφασίζουν να κάνουν κάτι γι’ αυτό.
Η άλλη όψη του «νομίσματος»: Αμερικανικά σωματεία εργαζομένων
Μοιάζει με ανέκδοτο, αλλά όχι μόνο είναι πραγματικότητα, έχει ήδη απτά αποτελέσματα. Εργαζόμενοι σε αμερικανικούς κολοσσούς, όπως η Amazon και η Starbucks άρχισαν να συνδικαλίζονται, κόντρα στις προσπάθειες της εργοδοσίας. Σωματεία εργαζομένων έχουν κάνει την εμφάνισή τους σε υποκαταστήματα και αποθήκες, όπου εργάζονται χαμηλόμισθοι υπό δυσμενείς εργασιακές συνθήκες που δύσκολα θα μπορούσαν να ελέγξουν. Πρόκειται για μια νίκη ιστορικής σημασίας, λόγω των οικονομικών μεγεθών της Amazon και της θέσης της στην Οικονομία των ΗΠΑ, όσο και του ρόλου της γενικά στο εμπόριο που σταδιακά μετατρέπεται σχεδόν αποκλειστικά σε διαδικτυακό.
Ανάλογες προσπάθειες στο παρελθόν στην Walmart, τον κολοσσό σούπερ μάρκετ, υπεραγορών και εκπτωτικών mall είχαν αποτύχει παταγωδώς, με τεράστιες συνέπειες για το εργατικό δυναμικό των ΗΠΑ. Η Walmart καθόρισε το ύψος των αποδοχών οριζόντια στην αγορά, με αποτέλεσμα δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανοί να παγιδευτούν για αρκετές δεκαετίες σε κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας που δεν ήταν ικανές να τους συντηρήσουν, ενώ την ίδια ώρα οι ιδιοκτήτες της Walmart πλούτισαν πέρα από κάθε φαντασία.
Ακόμη δεν έχουν διαφανεί οι προθέσεις του ιδρυτή της Amazon, Τζεφ Μπέζος, που πρόσφατα επέστρεψε στη Γη από ένα σύντομο αλλά άκρως πολυτελές ταξίδι στο διάστημα, υπάρχουν όμως πολύ ενθαρρυντικά νέα από την Starbucks.
Κάτι αλλάζει…
Πριν από περίπου έναν μήνα, η Starbucks είχε ανακοινώσει ότι σκοπεύει να χαρίσει στους μετόχους επιπλέον κέρδη, μέσω ενός προγράμματος επαναγοράς μετοχών ύψους 20 δισ. δολαρίων για την επόμενη τριετία. Ωστόσο, λίγες ημέρες αργότερα, το σχέδιο πήρε τον δρόμο για τον κάδο της ανακύκλωσης. Ο νέος CEO της εταιρίας Χάουαρντ Σουλτς εξήγησε σε επιστολή του προς τους εργαζόμενους ότι η νέα απόφαση «θα μας επιτρέψει να επενδύσουμε στους ανθρώπους μας και τα καταστήματά μας, που είναι και ο μόνος τρόπος για να δημιουργήσουμε μακράς διάρκειας αξία για τα ενδιαφερόμενα μέρη».
Το πρόγραμμα επαναγοράς μετοχών είναι μια πρακτική των επιχειρήσεων που τα τελευταία χρόνια διογκώνεται για να ικανοποιήσει τους μετόχους τους, ειδικά όταν τα οικονομικά αποτελέσματα δεν είναι θεαματικά. Πέρσι έφτασε στο ιστορικό υψηλό των 882 δισ. δολαρίων στις εισηγμένες στον S&P 500 δείκτη της Wall Street. Εκτός που η πρακτική αυτή έχει μπει στο πολιτικό «μικροσκόπιο» και επικρίνεται επειδή δεν αποτελεί επένδυση που να δίνει ώθηση στην Οικονομία, η διοίκηση της Starbucks φαίνεται ότι είδε και το μπαράζ της σύστασης σωματείων εργαζομένων στα καταστήματά της και επανεκτίμησε την πολιτική της.
Τα σωματεία άρχισαν να πληθαίνουν από τον Δεκέμβριο 2021 στα καφέ της Starbucks, παρά την προσπάθεια της διοίκησης να πείσει τους εργαζόμενους για τα «πλεονεκτήματα» της απευθείας σχέσης. Ωστόσο, οι υπάλληλοι δείχνουν να μην αστειεύονται πλέον με τις υπερωρίες, τους κινδύνους για την υγεία τους και την ακρίβεια λόγω πληθωρισμού και αποφάσισαν να αξιοποιήσουν τη δύναμή τους. Άλλωστε η ισχύς εν τη ενώσει των συνδικάτων μπορεί να είναι κάτι εντελώς καινούριο για τις ΗΠΑ, εν τούτοις αποτελεί γνωστή και αποτελεσματική πρακτική στην Ευρώπη -αν και κάπως «ξεχασμένη» στην Ελλάδα.
Το μομέντουμ για τους Αμερικανούς εργαζομένους ενισχύεται από το γεγονός της κατακόρυφης αύξησης στην προσφορά εργασίας (τον Φεβρουάριο έφθασε στις 11,3 εκατ. νέες θέσεις εργασίας, κάτι που αποτελεί ιστορικό υψηλό), εν μέσω του αγώνα των εργοδοτών να κρατήσουν τους υπαλλήλους τους.
Υπό αυτό το κλίμα, και η πίεση των μαζικών παραιτήσεων αποδίδει καρπούς. Μακροσκοπικά η εικόνα μπορεί να μοιάζει με αναδιάταξη του εργατικού δυναμικού μέσω της μετακίνησης από μια θέση σε μια άλλη, ωστόσο για τις εκάστοτε επιχειρήσεις αποτελεί οικονομική αιμορραγία. Όπως γνωρίζουν καλά οι διευθύνσεις ανθρώπινου δυναμικού, κάθε παραίτηση ισοδυναμεί με απώλεια και κάθε νέα πρόσληψη δημιουργεί αρχικά ένα κόστος, που οφείλεται αφενός στον χρόνο αναζήτησης αντικαταστάτη/τριας, αφετέρου στον χρόνο και τους πόρους για την εκπαίδευσή του/ της και την απόκτηση εμπειρίας στη νέα θέση. Πρακτικά, σύμφωνα με μελέτες, το κόστος αντικατάστασης υπαλλήλου υπολογίζεται ότι κατά μέσο όρο ισοδυναμεί με έξι έως εννέα μηνών μισθούς. Ακόμη και με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς πάντως, για τις επιχειρήσεις αποτελεί μια μη βιώσιμη πολιτική στην επανάληψή της, πολύ περισσότερο εάν λαμβάνει διαστάσεις.
Δεν είναι απορίας άξιο, λοιπόν, που οι εργοδότες αξιολογούν ως σοβαρό κίνδυνο το φαινόμενο της «Μεγάλης Παραίτησης» και αναζητούν λύσεις και τρόπους να απαντήσουν στα αιτήματα των εργαζομένων.
Και δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ
Το φαινόμενο γεννήθηκε στις ΗΠΑ, αλλά φαίνεται ότι πλέον έχει περάσει και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Τα στοιχεία, προς το παρόν, δεν δείχνουν μαζικές παραιτήσεις τέτοιας έκτασης στην Ευρώπη, αλλά η τάση υφίσταται. Για την ακρίβεια, καταγράφεται άλμα παραιτήσεων στη Βρετανία, που ακολουθείται από ανάλογη τάση και στη Γαλλία, αλλά και την Αυστραλία. Στην Βρετανία, το ποσοστό των εργαζομένων ηλικίας 16 έως 64 ετών που άλλαξαν δουλειά ανήλθε στο ιστορικό υψηλό του 3,2% για το τελευταίο τρίμηνο του 2021, ενώ στην Αυστραλία το ποσοστό επαγγελματικής μετακίνησης αυξήθηκε κατά 10% συγκριτικά με τον μέσο όρο πριν από την πανδημία.
Επιπλέον, κάποιες ανεξάρτητες έρευνες, όπως του LinkedIn, έχουν καταγράψει υψηλή κινητικότητα μεταξύ κλάδων τον Ιανουάριο 2022 στην Ισπανία, την Ολλανδία και την Ιταλία, ενώ σε άλλη έρευνα τάσεων που διενήργησε η πλατφόρμα επικοινωνίας Slack, που καλύπτει ΗΠΑ, Αυστραλία, Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία και Ιαπωνία καταδεικνύεται ότι από τον περασμένο Ιούνιο υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον μεταξύ των εργαζομένων για αλλαγή θέσης εργασίας. Σύμφωνα με την έρευνα του LinkedIn, το 58% των Ευρωπαίων εξετάζουν το ενδεχόμενο να αλλάξουν δουλειά εντός του έτους.
Μπορεί τα στοιχεία για άλλες χώρες εκτός ΗΠΑ να μην είναι επαρκή προς το παρόν, αλλά η τάση είναι ενδεικτική. Και το βέβαιο είναι ότι πίσω από το αμερικανικό φαινόμενο της «Μεγάλης Παραίτησης» υπάρχει ένα κίνημα εργαζομένων με συγκεκριμένα αιτήματα που αφορούν τόσο τις συνθήκες εργασίας καθ' αυτές, όσο και την ανθρώπινη ανάγκη για μια πιο ισορροπημένη και με νόημα ζωή. Ή αλλιώς ένα σύγχρονο «8 ώρες εργασίας, 8 ώρες ύπνου, 8 ώρες ελεύθερου χρόνου».