Ουκρανία: Πώς 27χρονη δασκάλα σώθηκε από θαύμα στον βομβαρδισμό του θεάτρου Μαριούπολης
Ανανεώθηκε:
Την περασμένη Τετάρτη μια βόμβα μετέτρεψε σε συντρίμμια το επιβλητικό θέατρο σοβιετικής εποχής της Μαριούπολης όπου είχαν βρει καταφύγιο εκατοντάδες πολίτες.
Ο ακριβής αριθμός των ατόμων που πέθαναν σε αυτή την επίθεση, παραμένει ακόμα ασαφής. Την επομένη της επίθεσης, ο δήμαρχος της πόλης είπε ότι 130 άνθρωποι διασώθηκαν. Όπως εκτιμάται πάντως, μέχρι και 1.000 άνθρωποι είχαν βρει καταφύγιο στο θέατρο.
Το BBC μίλησε με επιζώντες που περιέγραψαν για πρώτη φορά τι συνέβη όταν έπεσε η βόμβα.
Μεταξύ αυτών και η Μαρία Ροντιόνοβα, μια 27χρονη δασκάλα, που έμεινε στο θέατρο στο πίσω μέρος του κτηρίου μαζί με τα δύο σκυλιά της για 10 ημέρες αφότου έφυγε από το διαμέρισμά της.
Εκείνο το πρωί συνειδητοποίησε ότι τα σκυλιά δεν είχαν πιει νερό και έτσι περίπου στις 10:00 κατευθύνθηκε προς την κεντρική είσοδο του κτηρίου με σκοπό να προμηθευτεί νερό. Εκείνη ακριβώς την ώρα έπεσε η βόμβα. Η έκρηξη ήταν τόσο δυνατή που ένιωσε έντονο πόνο στα αυτιά της. Ταυτόχρονα άκουγε τις κραυγές των ανθρώπων από παντού. Τη ίδια στιγμή, ένας άνδρας της έσπρωξε στον τοίχο και προσπάθησε να την προστατεύει με το σώμα του.
«Για δύο ώρες, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Απλώς έμεινα εκεί. Ήμουν σε σοκ», είπε.
Ο Βλάντισλαβ, ένας 27χρονος ήταν ένα ακόμα άτομο που βρέθηκε στο κτήριο την ώρα του βομβαρδισμού. Βρισκόταν σε ένα υπόγειο όταν έπεσε η βόμβα, και το κτήριο τυλίχθηκε στις φλόγες.
Είδε πολλούς ανθρώπους να αιμορραγούν, κάποιοι είχαν ανοιχτά κατάγματα.
«Μια μητέρα προσπαθούσε να βρει τα παιδιά της κάτω από τα ερείπια. Ένα πεντάχρονο παιδί ούρλιαζε: "Δεν θέλω να πεθάνω". Ήταν αποκαρδιωτικό», θα πει.
«Ήταν καθαρή τύχη που βγήκα έξω»
Η Μαρία είπε ότι υπήρχαν περίπου 30 άτομα σε εκείνη την αίθουσα όπου και η ίδια είχε βρει καταφύγιο και πιστεύει ότι πρέπει να χάθηκαν όλοι όταν χτύπησε η βόμβα. Ήταν καθαρή τύχη που είχε βγει έξω εκείνη τη στιγμή.
Μετά τις εκρήξεις δεν μπόρεσε να βρει τα σκυλιά της και ήταν μια στιγμή απόγνωσης: «Για μένα», είπε, «τα σκυλιά μου ήταν πιο σημαντικά από οτιδήποτε άλλο».
Ο Βλάντισλαβ είπε ότι είδε πολλούς ανθρώπους να βγαίνουν από το κτήριο, κάτι που είδε και η Μαρία.
Στεκόμενη έξω από το θέατρο, κοίταξε τα συντρίμμια. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε νόημα να ψάξει για άλλο καταφύγιο και μετά από ώρες αποφάσισε να φύγει από την πόλη.
Προσπάθησε να σταματήσει οποιοδήποτε αυτοκίνητο έφευγε από την πόλη. «Ο κόσμος ήταν σε πανικό», είπε, «κανείς δεν με πήρε στο αυτοκίνητό του». Έτσι, άρχισε να περπατά κατά μήκος της ακτής.
«Έπρεπε να φύγω από την πόλη»
Πρώτα, έφτασε στο χωριό Pishchanka. «Γνώρισα μια γυναίκα», είπε, «που με ρώτησε αν ήμουν καλά. Άρχισα να κλαίω». Της πρόσφεραν τσάι και φαγητό και την προσκάλεσαν να περάσει τη νύχτα.
Το επόμενο πρωί, συνέχισε να περπατά, ώσπου έφτασε στη Μελεκύνη. Η απαγόρευση κυκλοφορίας σήμαινε ότι έπρεπε να σταματήσει στις 20:00. Μια μέρα αργότερα, πήγε στη Γιάλτα. Το επόμενο, στο Μπερντιάνσκ. «Περπατούσα όλο αυτό το διάστημα», θα πει.
Όταν η Μαρία έφυγε από το διαμέρισμά της για το θέατρο, η γιαγιά της, που έμενε μαζί της, αρνήθηκε να πάει μαζί της. «Είναι το διαμέρισμά μου, το σπίτι μου. Θα πεθάνω εδώ της είπε».
Η Μαρία ακόμα περιμένει να ακούσει αν ζει.