Ουκρανική κρίση - Ανάλυση: Πώς ο Πούτιν κατάφερε να ενώσει τους αντιπάλους του
Καθώς ο κόσμος παρακολουθεί με νευρικότητα τις κινήσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν ανησυχώντας αν θα διευθύνει τις παραταγμένες δυνάμεις του ολοταχώς προς την Ουκρανία, οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες παραδέχονται ιδιωτικά ότι ουδέν κακόν αμιγές καλού, αφού η κρίση στην Ανατολική Ευρώπη κατάφερε να ενώσει αξιοσημείωτα δύο άσπονδους φίλους: την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Λίγους μήνες νωρίτερα, αυτό δεν ήταν τόσο αυτονόητο.
Μπορεί, στο παρασκήνιο, διπλωμάτες, ΝΑΤΟϊκές πηγές και αξιωματούχοι της ΕΕ να αλληλοσυγχαίρονται για τα «πρωτοφανή επίπεδα ενότητας και συνεργασίας», πολλοί γνωρίζοντες, ωστόσο, εκφράζουν την έκπληξή τους.
Ανώτερος ευρωπαίος διπλωμάτης που εργάζεται στη νατοϊκή συμμαχία δηλώνει «αληθινά ξαφνιασμένος αλλά ευγνώμων» για την εξέλιξη αυτή, τονίζοντας στο CNNi ότι τα μηνύματα που απευθύνονται προς τη Μόσχα είναι «συντονισμένα στο ανώτατο διπλωματικό επίπεδο, παρά τις πολιτισμικές και γεωγραφικές διαφορές των αρμοδίων».
Η αγαστή συνεργασία μεταξύ των δύο θεσμών, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ δεν ήταν πάντοτε δεδομένη. Οι σχέσεις τους είχαν διαταραχθεί τα τελευταία χρόνια, με ιστορικό χαμηλό το 2019 όταν ο Γάλλος πρόεδρος Εμάνουελ Μακρόν –της μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης στην ΕΕ μετά την αποχώρηση της Βρετανίας- είχε κάνει λόγο για «εγκεφαλικό θάνατο του ΝΑΤΟ», υποστηρίζοντας ότι η Ευρώπη πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται τον εαυτό της ως στρατηγική γεωπολιτική δύναμη.
Ο Μακρόν είναι ο μεγαλύτερος υπέρμαχος αυτού που οι Βρυξέλλες ονομάζουν «στρατηγική αυτονομία», όρος που περιγράφει την διπλωματική ανεξαρτησία της ΕΕ από μεγαλύτερες παγκόσμιες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα.
Η ΕΕ, επιπλέον, έχει κάνει προσπάθειες να αποκτήσει μεγαλύτερο έλεγχο της δικής της ασφάλειας, περιλαμβανομένης της ικανότητας να αναπτύσσει στρατεύματα προς όφελός της. Ωστόσο, η ιδέα δεν ενθουσιάζει όλα τα κράτη – μέλη καθώς φοβούνται ότι κάτι τέτοιο θα υπονόμευε την ασφάλεια από το ΝΑΤΟ, θεωρώντας ότι η πρόταση θα είναι πρακτικά ανεφάρμοστη.
Με αυτό το δεδομένο, κρίσεις σαν την ουκρανική θα μπορούσαν να καταδείξουν τη διάσταση απόψεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμποδίζοντας την ανάληψη αποφασιστικής δράσης, όπως αυστηρές κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία και να δημιουργήσουν πονοκέφαλο στην προσπάθεια συνεργασίας με το ΝΑΤΟ για μια κοινή απάντηση της Δύσης.
Παρόλα αυτά, η ρωσική επιθετικότητα κατάφερε να ενώσει την ΕΕ και το ΝΑΤΟ σε μια κοινή –σκληρή απέναντι στις ρωσικές αιτιάσεις- γραμμή.
Πώς εξηγείται όμως αυτή η σύμπνοια;
Καθένας στο ρόλο του
Αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι αιτία είναι ότι τόσο η ΕΕ όσο και το ΝΑΤΟ περιορίζονται στους ρόλους τους. Ανώτερο ΝΑΤΟϊκό στέλεχος διευκρίνισε: Το ΝΑΤΟ είναι μια πολιτική και στρατιωτική συμμαχία και μπορεί να μιλήσει για ενίσχυση της άμυνας στην ανατολική πλευρά της Ευρώπης. Από την πλευρά της, η ΕΕ είναι περισσότερο μια οικονομική δύναμη που μπορεί να σταθεί στο πλάι των ΗΠΑ σε ό,τι έχει να κάνει με κυρώσεις».
Οι μέρες που αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ εξέφραζαν τον εκνευρισμό τους για τις φιλοδοξίες της ΕΕ στην παγκόσμια σκακιέρα φαίνεται να ανήκουν πλέον στο παρελθόν, και πλέον αναγνωρίζουν ότι οι Βρυξέλλες έχουν παίξει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην κρίση αυτή: η απάντηση που εστάλη στον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ ήταν αρμονικά συντονισμένη, με τις Βρυξέλλες να υπογραμμίζουν με ικανοποίηση ότι παρόλο που ο Λαβρόφ έστειλε την επιστολή με τις ρωσικές αιτιάσεις σε δεκάδες κυβερνήσεις, έλαβε μόνο δύο απαντήσεις: από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Αυτό, υπογραμμίζει αξιωματούχος της ΕΕ στο CNNi αποτελεί «το καλύτερο παράδειγμα της συνεργασίας των δύο οργάνων για μια συντονισμένη απάντηση στον Λαβρόφ».
Ωστόσο κάθε αυτό-χειροκρότημα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μπορεί να είναι πρόωρο. Προφανώς, η κατάσταση στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας συνεχίζει να είναι έντονη και τρομακτική. Σαφώς, η δυτική απάντηση έχει μόνο καλμάρει μέχρι στιγμής τον Πούτιν και τα πράγματα θα μπορούσαν ακόμα να γίνουν πολύ άσχημα. Ωστόσο, μετά από χρόνια ιδιωτικής -και μερικές φορές δημόσιας εχθρότητας-, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ βρήκαν έναν τρόπο να βρεθούν στο ίδιο τέμπο σε μια περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας για τη Δύση.
Και με πολλές διαφαινόμενες κρίσεις πέρα από την Ουκρανία, αυτό μπορεί να είναι μόνο καλό.