Η Ουάσιγκτον καλείται να ξεκαθαρίσει τη θέση της στο Αφγανιστάν
Τη διενέργεια έρευνας για το βομβαρδισμό του νοσοκομείου στην Κουντούζ ζητούν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, κάνοντας λόγο για έγκλημα πολέμου, επικαλούμενοι τα πρωτόκολλα των Συνθηκών της Γενεύης, τη στιγμή που η αποχώρηση του αμερικανικού στρατού από το Αφγανιστάν τίθεται εν αμφιβόλω.
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα κατηγορούν τις ΗΠΑ για εγκληματική αμέλεια αναφορικά με το χτύπημα κατά του αφγανικού νοσοκομείου το περασμένο Σάββατο, όπου βρήκαν τραγικό θάνατο 10 ασθενείς και 12 μέλη του προσωπικού της οργάνωσης , όλοι τους αφγανικής καταγωγής, και 37 άλλοι τραυματίστηκαν.
Στο άκουσμα της είδησης προκλήθηκε παγκόσμιος σάλος και μόλις τη Δευτέρα η αμερικανική στρατιωτική διοίκηση στο Αφγανιστάν δια του αρχηγού του επιτελείου, στρατηγού Τζον Κάμπελ (John Campbell), αναγνώρισε επισήμως την ευθύνη της, αποδίδοντας το γεγονός σε λάθος.
Ακρόαση στην αμερικανική Γερουσία
Μιλώντας ενώπιον της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της αμερικανικής Γερουσίας, ο στρατηγός Κάμπελ διευκρίνισε ότι η διαταγή για το χτύπημα ήρθε «δια μέσου της ιεραρχίας», ύστερα από αίτημα των αφγανικών χερσαίων δυνάμεων για συνδρομή από αέρος σε επιχειρήσεις κατά ομάδων Ταλιμπάν σε περιοχή κοντά στο νοσοκομείο.
Ο στρατηγός υπενθύμισε ότι δεν δύναται να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις προς το παρόν, καθώς η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη, και διαβεβαίωσε ότι αυτή θα είναι «εμπεριστατωμένη, αντικειμενική και διαφανής». Παράλληλα με την εσωτερική έρευνα του αμερικανικού στρατού, διενεργούνται άλλες δύο από κοινού με την κυβέρνηση της Καμπούλ και το ΝΑΤΟ.
Ο Κάμπελ ενημέρωσε τους αμερικανούς Γερουσιαστές ότι έχει δώσει διαταγή σε όλο το προσωπικό να περάσει από επανεκπαίδευση, «ώστε να αναθεωρηθούν όλες οι λειτουργικές διαδικασίες και κανόνες εμπλοκής μας», τονίζοντας ότι υπάρχει επικοινωνία με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα και άλλους αυτόπτες, ώστε «να ακουστούν όλες οι πλευρές της ιστορίας».
Γιατροί Χωρίς Σύνορα: Έγκλημα πολέμου ο βομβαρδισμός του νοσοκομείου
Από την πλευρά τους οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα (Médecins Sans Frontières - MSF) κατηγόρησαν τους Αμερικανούς ότι αλλάζουν διαρκώς την περιγραφή των περιστατικών από «παράπλευρη απώλεια», σε «τραγικό ατύχημα» και εσχάτως σε «ανεπάρκεια» των αφγανικών αρχών.
Σήμερα, η οργάνωση επανήλθε ζητώντας τη διενέργεια έρευνας στο πλαίσιο της Διεθνούς Διερευνητικής Ανθρωπιστικής Επιτροπής (International Humanitarian Fact-Finding Commission) που προβλέπεται στο Άρθρο 90 του πρώτου πρωτοκόλλου της Συνθήκης της Γενεύης του 1949 για την προστασία θυμάτων πολέμου. Η Επιτροπή ενεργοποιήθηκε μόλις το 1991, αναγνωρίζεται από 76 κράτη παγκοσμίως, αλλά έως τώρα δεν έχει κληθεί να εξετάσει κανένα σχετικό περιστατικό.
Από τη Γενεύη, η πρόεδρος της ανθρωπιστικής οργάνωσης, Τζόαν Λιου (Joanne Liu) είπε χαρακτηριστικά ότι «εκτός κι αν αποδειχτεί το αντίθετο, εργαζόμαστε πάνω στην υπόθεση ότι πρόκειται για έγκλημα πολέμου». Όπως γνωστοποίησε η οργάνωση, οι αμερικανικές δυνάμεις ειδοποιήθηκαν άμεσα να ακυρώσουν την επίθεση, όμως οι επιδρομές από αέρος συνεχίστηκαν για άλλα τριάντα λεπτά της ώρας.
Αξιοποιώντας τα κοινωνικά δίκτυα, οι MSF ξεκίνησαν παράλληλη καμπάνια στο twitter με τα hashtag #IndependentInvestigation και #Kunduz, λαμβάνοντας στήριξη από προβεβλημένες ανθρωπιστικές οργανώσεις όπως η Oxfam, το Overseas Development Institute, αλλά και πολιτικούς όπως ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, Ντέιβιντ Μίλιμπαντ (David Miliband), που έγραψε στον προσωπικό του λογαριασμό ότι «η τραγωδία στην Κουντούζ έκλεψε από το βόρειο Αφγανιστάν τη μοναδική του μονάδα τραύματος».
Το συγκεκριμένο νοσοκομείο ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Αύγουστο του 2011. Τα προηγούμενα χρόνια όσοι υπέφεραν από σοβαρούς τραυματισμούς (κατά βάση από τροχαία ατυχήματα, ενδοικογενειακή βία ή πυροβολισμούς) έπρεπε είτε να ταξιδέψουν 334 χλμ. στην Καμπούλ και άλλα σχεδόν τόσα στο Πακιστάν για να βρουν νοσοκομείο είτε να πληρώσουν ακριβές ιδιωτικές κλινικές, με αποτέλεσμα ελάχιστοι να θεραπεύονται. Με μία μονάδα επειγόντων, δύο χειρουργεία και μια μονάδα εντατικής θεραπείας, το νοσοκομείο περιέθαλψε μέσα στο πρώτο εξάμηνο της λειτουργίας του 3.700 πολίτες.
Δοκιμάζοντας τις αντοχές της Ουάσιγκτον
Το τραγικό περιστατικό επανέφερε στην πολιτική επικαιρότητα το φλέγον ζήτημα της αποχώρησης των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν. Στη χθεσινή ακρόασή του στη Γερουσία, ο στρατηγός Κάμπελ απάντησε μονολεκτικά «ναι» στην ερώτηση που του έγινε για το αν ο Πρόεδρος Ομπάμα πρέπει να αναθεωρήσει το πλάνο αποχώρησης από το Αφγανιστάν. Υπενθυμίζεται ότι η Ουάσιγκτον σχεδιάζει να μειώσει το στρατιωτικό της προσωπικό εκεί από 9.800 σε 1.000 έως τα τέλη του 2016.
Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Κάμπελ στους Γερουσιαστές, χωρίς να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες, έχουν ήδη προταθεί εναλλακτικές στον Λευκό Οίκο για διατήρηση της αμερικανικής παρουσίας στην ασιατική χώρα «πέρα και πάνω από τη συνήθη διπλωματική».
Εμμέσως πλην σαφώς, ο Αμερικανός αξιωματικός εξέφρασε την κυρίαρχη άποψη που επικρατεί στην ανώτερη ιεραρχία του στρατού ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να εγκαταλείψούν το Αφγανιστάν, καθώς οι Ταλιμπάν ισχυροποιούν τις θέσεις τους και η κυβέρνηση της Καμπούλ δεν μπορεί από μόνη της να τους αντιμετωπίσει.
Άραγε, μπορεί εν όψει προεδρικών εκλογών, η αμερικανική κυβέρνηση να αντέξει κι άλλες παρόμοιες παράπλευρες απώλειες / τραγικά ατυχήματα / αφγανικές ανεπάρκειες;