Η δοκιμάστρια φαγητών του Χίτλερ αποκαλύπτει τον τρόμο που έζησε κοντά του
Είχε μια από τις πιο επικίνδυνες δουλειές τους πλαντήτη. Κάθε γεύμα της μπορεί να ήταν και το τελευταίο. Η Μάργοτ Γουόλκ (Margot Wölk) και οι συνάδελφοί της, έκλαιγαν από ευγνωμοσύνη, μετά από κάθε μπουκιά, γιατί ήταν ακόμα ζωντανοί.
Σε συνέντευξή της στο γερμανικό κανάλι RBB, η 96χρονη πλέον γυναίκα και επιζήσασα των σκοτεινών εποχών του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, περιγράφει τη ζωή της και την ιστορία που έζησε διπλά στον ναζιστή ηγέτη.
Η Μάργοτ δεν ήταν ναζίστρια, αλλά ένα μια 16χρονη έφηβη που προσέλαβαν οι αξιωματικοί του Χίτλερ. Η δουλειά της ήταν να δοκιμάζει το φαγητό του ηγέτη, πριν φτάσει στα χείλη του, για να είναι σίγουρος ότι δεν θα τον δηλητηριάσουν. Ήταν η μόνη που επέζησε. Όλοι οι συνάδελφοί της αιχμαλωτίστηκαν και εκτελέστηκαν από τον Κόκκινο Στρατό, τον Ιανουάριο του 1945. Στη γερμανική τηλεόραση αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή της και να πει την ιστορία που έζησε η ίδια, αναφέρει το σχετικό δημοσίευμα του Independent.
«Το φαγητό του, ήταν καθαρά χορτοφαγικό. Υπήρχαν φήμες εκείνη την περίοδο ότι οι βρετανοί σκόπευαν να δηλητηριάσουν τον Χίτλερ. Δεν έτρωγε ποτέ κρέας. Του μαγειρεύαμε ρύζι, νουντλς, πιπεριές, αρακά και χρησιμοποιούσαμε καλαμποκάλευρο».
Αλλά συμπληρώνει: «Κάποια από το άλλα κορίτσια έβαζαν τα κλάματα πριν δοκιμάσουν, φοβόντουσαν πολύ. Έπειτα, περιμέναμε μια ώρα και ήμασταν κάθε φορά σίγουρες ότι θα αρρωσταίναμε. Συνηθίζαμε να κλαίμε από ευγνωμοσύνη που δεν πεθάναμε».
Γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1917. Ήταν κόρη ενός γερμανού μηχανικού σιδηροδρόμων. Είχε μια ευτυχισμένη ζωή, όπως αποκαλύπτει, είχε και φίλους εβραίους, μέχρι που οι Ναζί ανήλθαν στην εξουσία το 1933. Έγινε δοκιμάστρια του Χίτλερ, τυχαία. Όταν βομβαρδίστηκε το διαμέρισμά της στο Βερολίνο και ο σύζυγο της Κάρλ, τάχτηκε στον στρατό, αναζήτησε καταφύγιο στο σπίτι της μητέρας της στο Πάρτς (Partsch), μια πόλη στην Πολωνία. Περίπου 400 μίλια μακριά από το Βερολίνο, η πόλη τύχαινε να βρίσκεται δίπλα στο «Λημέρι των Λύκων», το αρχηγείο του Χίτλερ.
Ο δήμαρχος της πόλης, ένας υποστηρικτής των Ναζί, την ανάγκασε να γίνει δοκιμάστρια. Κάθε μέρα οι στρατιώτες των SS, την έπαιρναν από το σπίτι με ένα στρατιωτικό βαν, όπου υπήρχαν και άλλα κορίτσια, και τις οδηγούσαν σε ένα σχολείο, όπου εκεί έπρεπε να δοκιμάσουν τα γεύματα του ηγέτη. «Η ασφαλίτες τον φύλαγαν πολύ καλά, και δεν τον είδα ποτέ. Έχω δει όμως τον σκύλο του τον Μπλόντι», ανακαλεί από τη μνήμη της η Μάργοτ. Τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια και είχε βιαστεί, μάλιστα και από έναν αξιωματούχο των SS.
Οι φόβοι του Χίτλερ, δεν ήταν αβάσιμοι. Στις 20 Ιουλίου του 1944, μια ομάδα γερμανών αξιωματικών του στρατού, επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν με μια βόμβα που έριξαν στο λημέρι του. «Καθόμασταν σε ξύλινα παγκάκια , και ξαφνικά ακούσαμε και νοιώσαμε ένα τράνταγμα συνοδευόμενο από ένα δυνατό κρότο. Πέσαμε κάτω και ακούσαμε κάποιον να φωνάζει Ο Χίτλερ πέθανε!, ασφαλώς όμως δεν είχε σκοτωθεί».
Περίπου 5.000 γερμανοί ήταν ύποπτοι για την επίθεση και εκτελέστηκαν όλοι. Τότε, η κ. Γουόλκ αναγκάστηκε να μετακομίσει στο «στρατόπεδο» το Χίτλερ όπου δοκίμαζε τα γεύματά του.
Στα μέσα του 1944, ο Κόκκινος Στρατός του Στάλιν εισέβαλλε στη Γερμανία και η Μάργοτ κατάφερε να διαφύγει με τη βοήθεια ενός φίλου της, αξιωματικό των SS. Βρήκε ένα μέρος σε ένα τρένο που χρησιμοποιούνταν από τον Υπουργό Προπαγάνδας, Ζόζεφ Γκόμελς (Joseph Goebbels), και κατέφυγε στο Βερολίνο.
Το Βερολίνο συνθηκολόγησε με το ρωσικό στρατό τον Μάιο του 1945. Αλλά η φρίκη του πολέμου δεν τελείωσε για την Μάργοτ Γουόλκ. . «Προσπαθήσαμε να ντυθούμε σαν γριές , αλλά οι Ρώσοι πλησίασαν και εμένα και τα άλλα κορίτσια. ‘Έσκισαν τα φορέματά μας και μας έσυραν σε ένα ιατρείο. Μας κρατούσαν εκεί με τη και μας βίαζαν επί 14 ημέρες. Ήταν μια κόλαση, που δεν θα ξεχάσω ποτέ», εξομολογείται. Το δράμα που έζησε την άφησε ανίκανη στο να κάνει παιδιά.
Ένας βρετανός αξιωματικός, ονόματι Νόρμαν, την βοήθησε να αναρρώσει. Γύρισε πίσω στην Αγγλία, μετά τη λήξη του πολέμου, και της έγραφε ζητώντας να τον επισκεφτεί και να μείνει μαζί του. Η Μάργοτ ωστόσο, ήθελε να βρει τον σύζυγο της, να μάθει αν ζούσε.
Το 1946 , ο Καρλ, εμφανίστηκε στο κατώφλι της. Τον είχαν αφήσει να φύγει από τη σοβιετική φυλακή. Ζύγιζε μόλις 45 κιλά και είχε έναν επίδεσμο στο κεφάλι του, που τον έκανε αγνώριστο. Το ζευγάρι προσπάθησε να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, αλλά ο πόλεμος είχε κλέψει ένα κομμάτι από τη ζωή του, αναφέρει το δημοσίευμα της Independent. Χώρισαν. Ο Κάρλ πέθανε μετά από 24 χρόνια. Η Μάργοτ Γουόλκ έζησε μόνη έκτοτε, μέχρι και σήμερα.