Αποψίλωση Αμαζονίου: Ο Μπολσονάρου κατηγορείται από ΜΚΟ για έγκλημα κατά της ανθρωπότητας
Η αποψίλωση του Αμαζονίου στη Βραζιλία έχει αυξηθεί ραγδαία από τότε που ανέλαβε την προεδρία της χώρας ο Ζαΐχ Μπολσονάρου γεγονός που ισοδυναμεί με έγκλημα κατά της ανθρωπότητας καθώς συμβάλλει στην ενίσχυση της κλιματικής αλλαγής, καταγγέλλει ΜΚΟ.
Η ΜΚΟ AllRise με έδρα την Αυστρία προσέφυγε στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο κατηγορώντας τον ακροδεξιό πρόεδρο ότι «διευκολύνει και επιταχύνει» την καταστροφή του Αμαζονίου με τις πολιτικές του που ευνοούν την αποψίλωση των δασών, την επέκταση των παράνομων ορυχείων και την καταπάτηση γαιών.
«Ο Ζαΐχ Μπολσονάρου τροφοδοτεί τη μαζική καταστροφή του Αμαζονίου έχοντας πλήρη επίγνωση των επιπτώσεων», αναφέρει ο ιδρυτής της ΜΚΟ Γιοχάνες Βέσεμαν.
Η προσφυγή αυτή είναι η πιο πρόσφατη από μια σειρά καταγγελιών εις βάρος του Μπολσονάρου από το 2019 οπότε εξέλεγη στην προεδρία της Βραζιλίας, αν και είναι η πρώτη που συνδέει την καταστροφή του Αμαζονίου με την κλιματική αλλαγή και τις αναμενόμενες επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη, εξήγησε η AllRise.
Άλλες προσφυγές εναντίον του Βραζιλιάνου προέδρου αφορούν τον τρόπο που διαχειρίστηκε την πανδημία covid-19 και τις πολιτικές του που επηρεάζουν τους αυτόχθονες.
Η Μοντ Σαρλίβ, ακτιβίστρια υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δικηγόρος που βοήθησε την AllRise να συντάξει την προσφυγή της, εκτίμησε ότι αυτή θα αποτελέσει τεστ για το αν το ΔΠΔ έχει τη δικαιοδοσία να εξετάσει «θανάτους που οφείλονται στην περιβαλλοντική καταστροφή».
Σύμφωνα με την προσφυγή, η αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου που προκλήθηκε από την αποψίλωση του Αμαζονίου την περίοδο που ήταν πρόεδρος ο Μπολσονάρου ενδέχεται να προκαλέσει περισσότερους από 180.000 θανάτους παγκοσμίως ως το τέλος του αιώνα.
Αν το ΔΠΔ δεχθεί να εξετάσει την προσφυγή, αυτό ίσως αποτρέψει άλλους ηγέτες κρατών να υιοθετήσουν αντίστοιχα επιβλαβείς για το περιβάλλον πολιτικές, δήλωσε η Σαρλίβ.
Αν την απορρίψει, «τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο νόμος είναι ανεπαρκής». Αν η νομοθεσία δεν καλύπτει «μια ακραία κατάσταση όπως αυτή στη Βραζιλία, τότε πρέπει να αλλάξει»