«Η αστυνομία δεν ήξερε τι συνέβαινε»: Αυτόπτης μάρτυρας περιγράφει την εισβολή στο Καπιτώλιο
Ανανεώθηκε:
«Η αστυνομία δεν φαινόταν να ξέρει τι συνέβαινε. Δεν ήταν συντονισμένη. Κλείδωσαν τις πόρτες την ίδια ώρα και μας είπαν ότι θα έπρεπε θα εκκενώσουμε τους χώρους. Υπήρχε ένα αίσθημα πανικού. Εγώ φοβόμουν, σας το λέω. Και έχω μιλήσει και με άλλους δημοσιογράφους που λένε ότι ντρέπονται λίγο για τους εαυτούς τους που τρόμαξαν»: με τα λόγια αυτά περιέγραψε τις δραματικές στιγμές που έζησε μέσα στο Καπιτώλιο η δημοσιογράφος Τζέιμι Στιμ, που μίλησε στο BBC για τις τέσσερις ώρες που «τραυμάτισαν» τις ΗΠΑ.
Η Στιμ, όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοί της, βρισκόταν στον ειδικά διαμορφωμένο για τους δημοσιογράφους χώρο μέσα στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
«Νωρίτερα είχα πει στην αδελφή μου: “κάτι κακό θα συμβεί σήμερα. Δεν ξέρω τι, αλλά κάτι κακό θα συμβεί”» είπε η Στιμ, και συνέχισε:
«Έξω από το Καπιτώλιο συνάντησα μια ομάδα πολύ θορυβώδη ομάδα υποστηρικτών του Ντόναλντ Τραμπ, που κρατούσαν σημαίες και ορκίζονταν τη στήριξή τους σε αυτόν. Προμηνύονταν προβλήματα».
Όπως εξήγησε η ίδια, μπήκε μέσα στο Καπιτώλιο και κατευθύνθηκε προς το χώρο των δημοσιογράφων στη Βουλή των Αντιπροσώπων και κάθισε στη θέση της.
Η διαδικασία είχε ήδη ξεκινήσει και το κλίμα ήταν βαρύ.
«Περίπου τη δεύτερη ώρα (σ.σ. της διαδικασίας) ακούσαμε τζάμια να σπάνε. Η ατμόσφαιρα άρχισε να βαραίνει. Μια ανακοίνωση της αστυνομίας του Καπιτωλίου έλεγε: “Ένα άτομο έχει εισβάλλει στο κτήριο”. Έτσι, ο κόσμος κοίταξε δεξιά – αριστερά και συνέχισε τη δουλειά του. Μετά από αυτό όμως, γίνονταν ανακοινώσεις συνεχώς…» εξήγησε η Στιμ, και συμπλήρωσε:
«Πολλοί είμαστε έμπειροι δημοσιογράφοι. Έχω δει από κοντά τη βία όταν κάλυπτα το αστυνομικό ρεπορτάζ στη Βαλτιμόρη –αλλά η κατάσταση χθες ήταν απρόβλεπτη».
Μάλιστα, η δημοσιογράφος εκτιμά πως η αστυνομία ήταν… χαμένη και δεν γνώριζε ακριβώς τι συμβαίνει.
«Είχαμε την αίσθηση ότι δεν υπάρχει κανένας υπεύθυνος, ότι η αστυνομία του Καπιτωλίου είχε χάσει τον έλεγχο του κτηρίου και ότι θα μπορούσε να συμβεί το οτιδήποτε» ανέφερε, εξηγώντας παράλληλα πως στο μυαλό πολλών ήρθαν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 όταν, ευτυχώς, το τελευταίο αεροσκάφος δεν βρήκε το στόχο του –το Καπιτώλιο.
«Τηλεφώνησα στην οικογένειά μου, για να τους πω που βρισκόμουν και ότι επρόκειτο για μια επικίνδυνη κατάσταση. Ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Υπήρχε ένταση μέσα στην αίθουσά μας. Πέντε οπλισμένοι άνδρες βρίσκονταν στην πόρτα. Ήταν μια τρομακτική εικόνα. Οι εν λόγω άνδρες κοιτούσαν μέσα από τα σπασμένα τζάμια και φαινόταν ότι θα μπορούσαν να πυροβολήσουν οποιαδήποτε στιγμή» είπε η Στιμ.
Ωστόσο, δεν υπήρξαν πυροβολισμοί μέσα στην αίθουσα.
«Για λίγη ώρα, μας φάνηκε ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν πυροβολισμοί. Η κατάσταση επιδεινωνόταν γρήγορα. Έπρεπε να συρθούμε κάτω από κάγκελα για να μπορέσουμε να φύγουμε. Δεν ήμουν ντυμένη για κάτι τέτοιο. Πολλές γυναίκες φορούσαν τα καλά τους, φορούσαν τακούνια, γιατί είχαν έρθει σε μια επίσημη τελετή. Κρύφτηκα στο εστιατόριο μαζί με άλλους. Ακόμη τρέμω» δήλωσε η δημοσιογράφος.
Και κατέληξε:
«Έχω δει πολλά σαν δημοσιογράφος αλλά αυτό ήταν κάτι παραπάνω… Η συλλογική δημόσια σφαίρα υπομονευόταν, δεχόταν επίθεση και υποβαθμιζόταν… Νομίζω ότι για αυτό και η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων (Νάνσι Πελόζι) ήθελε να επιστρέψει, να κρατήσει στο χέρι της τη σφύρα και να συνεχίσει… Μετά έπρεπε και εγώ να αποφασίσω εάν ήθελα να επιστρέψω στην αίθουσα. Και αποφάσισα ότι μάλλον θα το έκανα για να στείλω το μήνυμα ότι: “μπορεί να πυροδοτήσεις τον όχλο, αλλά εμείς θα συνεχίσουμε”. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό πολιτικό μήνυμα».