Πότε θα ξέρουμε τον «πλανητάρχη» της επόμενης τετραετίας
Με τις αμερικανικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου να βρίσκονται πλέον στην τελική ευθεία, το ενδιαφέρον ολόκληρου του πλανήτη στρέφεται στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική ατζέντα της υπερδύναμης την επόμενη τετραετία.
Όπως όλες οι εκλογικές αναμετρήσεις, έτσι και αυτή, θα διεξαχθεί την πρώτη Τρίτη του Νοεμβρίου, η οποία φέτος είναι στις 3 Νοεμβρίου.
Οι Αμερικανοί που έχουν ψηφίσει είτε με επιστολική ψήφο είτε δια ζώσης στο πλαίσιο των πλαίσιο των πρώιμων εκλογών ξεπερνούν τους 80 εκατομμύρια πολίτες, αριθμός ρεκόρ σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χρόνια.
Και παρά το γεγονός ότι ήδη από τις πρώτες πρωινές ώρες της επομένης η ψήφος των πολιτών (popular vote) θα έχει γίνει γνωστή, οι εκλογές έχουν ακόμη... μέλλον.
Οι ψηφοφόροι στις 56 εκλογικές περιφέρειες να ψηφίζουν έμμεσα για πρόεδρο και αντιπρόεδρο στο ψηφοδέλτιο, στην πραγματικότητα όμως εκλέγουν άμεσα τους εκλέκτορες, οι οποίοι έχουν οριστεί από το κόμμα των υποψηφίων σε κάθε μία από αυτές προεκλογικά. Αυτοί στη συνέχεια θα εκλέξουν τα δύο πρόσωπα, τα οποία θα αναλάβουν τα δύο ανώτατα πολιτειακά αξιώματα, εκείνα του προέδρου και του αντιπροέδρου.
Το σύνολο των ψήφων του Κολεγίου των Εκλεκτόρων ανέρχεται σε 538. Άρα, για να γίνει κάποιος πρόεδρος, θα πρέπει να συγκεντρώσει την πλειοψηφία αυτών των ψήφων, δηλαδή 270.
Το Σύνταγμα των ΗΠΑ ορίζει ότι η ψηφοφορία του Κολεγίου των Εκλεκτόρων για την ανάδειξη προέδρου και αντιπροέδρου διεξάγεται την ίδια ημέρα για όλες τις Πολιτείες.
Επίσης στην ίδια διάταξη ανατίθεται στο Κογκρέσο να ορίσει τακτή ημερομηνία.
Οι εκλέκτορες συναντώνται στις αντίστοιχες πολιτείες τους, καθώς και στην Ουάσινγκτον, στις 14 Δεκεμβρίου για να ψηφίσουν για τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο σε ξεχωριστές ψηφοφορίες.
Μετά την ψηφοφορία, οι ψήφοι τους αποστέλλονται στην Ουάσινγκτον, όπου θα μετρηθούν στο Κογκρέσο στις 6 Ιανουαρίου 2021.
Τα αποτελέσματα ανακοινώνονται την ίδια ημέρα, με την Ημέρα της Ορκωμοσίας να ακολουθεί στις 20 Ιανουαρίου.
Ωστόσο, αν η μάχη δεν είναι εξαιρετικά αμφίρροπη και δεν υπάρξουν ενστάσεις, το όνομα του επόμενου προέδρου γίνεται γνωστό με την ολοκλήρωση της καταμέτρησης των ψήφων, αφού θα είναι πλέον γνωστό πόσους εκλέκτορες διαθέτει ο κάθε υποψήφιος σε κάθε πολιτεία.
Μυστική ή φανερή
Η ψηφοφορία του Κολεγίου των Εκλεκτόρων σε κάποιες Πολιτείες είναι μυστική, στις περισσότερες φανερή.
Σε 26 από τις δεύτερες προβλέπονται διάφορες μικρές ποινές, συνήθως χρηματικές, για τους εκλέκτορες που δεν θα ακολουθήσουν τη λαϊκή εντολή.
Πάντως οι περιπτώσεις παρασπονδίας από την λαϊκή εντολή είναι εξαιρετικά σπάνιες.
Μετά το 1968 καταγράφονται μόλις 6 μεμονωμένες περιπτώσεις, ενώ σε καμία απ' αυτές δεν ανετράπη το γενικό αποτέλεσμα.
Τα αποτελέσματα αποστέλλονται επισήμως και σφραγισμένα στην έδρα της κυβερνήσεως των ΗΠΑ και ανοίγονται από τον Πρόεδρο της Γερουσίας παρουσία της Ολομέλειας του Κογκρέσου (Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων).
Ο υποψήφιος που θα συγκεντρώσουν την απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων του Κολεγίου θα είναι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ.
Σε περίπτωση που έχουμε αδυναμία επίτευξης απόλυτης πλειοψηφίας, η Βουλή των Αντιπροσώπων (House of Representatives), η οποία αριθμεί 435 μέλη, αμέσως θα εκλέξει με απόλυτη πλειοψηφία πλέον τον πρόεδρο από τους τρεις πρώτους σε εκλεκτορικές ψήφους υποψηφίους.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι εκλέκτορες δεν ψηφίζουν ατομικά.
Αποφασίζουν πρώτα με «εσωτερική» ψηφοφορία ανά Πολιτεία ποιον υποψήφιο προτιμούν και μετά ψηφίζουν πλέον οι Πολιτείες με μία μόνο ψήφο η κάθε Πολιτεία για την εκλογή προέδρου.
Πρόεδρος εκλέγεται ο υποψήφιος που θα συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Πολιτειών.
Μπορούν να αμφισβητηθούν;
Ένας υποψήφιος μπορεί να αμφισβητήσει τα αποτελέσματα μιας συγκεκριμένης πολιτείας, σύμφωνα με τους νόμους και τις προθεσμίες της κάθε πολιτείας.
Κάθε πολιτεία έχει επίσης νόμους σχετικά με τις μετρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των αυτόματων μετρήσεων ανάλογα με το περιθώριο της νίκης ή που απαιτεί αναφορά από έναν υποψήφιο.
Ανάλογα με την περίπτωση, οι αμφισβητήσεις ενώπιον είτε των ομοσπονδιακών έιτε των πολιτειακών αρχών περιλαμβάνουν τις δικαστικές προσφυγές, τις ανακαταμετρήσεις, τα ερωτήματα για την αξιοπιστία της επιστολικής ψήφου, την κινητοποίηση φιλικών ΜΜΕ, τις εκστρατείες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τη μαζική κινητοποίηση στο δρόμο αλλά και τη χρήση όποιου άλλου μέσου επιρροής.
Εάν εγκριθούν, οι προσφυγές μπορούν να συζητηθούν από τα απλά δικαστήρια μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.
Αυτό συνέβη το 2000, όταν ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Αλ Γκορ αμφισβήτησε τα αποτελέσματα στη Φλόριντα.
Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου επέτρεψε τελικά στον Ρεπουμπλικανικό υποψήφιο Τζορτζ Μπους να εξασφαλίσει τις ψήφους της πολιτείας και να γίνει πρόεδρος.