Πώς ο θάνατος μιας δικαστή περιέπλεξε την πορεία προς τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ
Ανανεώθηκε:
O θάνατος της εμβληματικής Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ σημαίνει ότι ο πρόεδρος Τραμπ μπορεί να προτείνει τον αντικαταστάτη της. Ακόμη όμως κι αν χάσει τις εκλογές μπορεί να επηρεάσει τη σύνθεση του Ανώτατου Δικαστήριου, σύμφωνα με τη Deutsche Welle.
Λίγο πριν πεθάνει στα 87 της χρόνια η εμβληματική δικαστής και ιστορική φυσιογνωμία της νομικής ζωής στις ΗΠΑ, υπέρμαχος των δικαιωμάτων γυναικών και μειονοτήτων, Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, εξέφρασε μια σοβαρή ανησυχία. «Η πιο ένθερμη επιθυμία μου είναι να μην αντικατασταθώ, έωσότου εκλεγεί νέος πρόεδρος», είχε πει στην εγγονή της, πριν αφήσει την τελευταία της πνοή. Μένει να δούμε, αν η επιθυμία της πραγματοποιηθεί.
Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ θα πραγματοποιηθούν στις 3 Νοεμβρίου, αλλά επισήμως ο διορισμός του νέου προέδρου δεν θα γίνει πριν τις 20 Ιανουαρίου 2021.
Ακόμη κι αν ο Τραμπ χάσει τις εκλογές, θα μπορούσε όμως να επηρεάσει τις εξελίξεις διαδοχής στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ στο ενδιάμεσο διάστημα μέχρι τον διορισμό του νέου προέδρου.
Πριν από τον θάνατο της φιλελεύθερης φεμινίστριας Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, το Ανώτατο Δικαστήριο απαρτιζόταν από πέντε συντηρητικούς και τέσσερις φιλελεύθερους.
Ωστόσο, ενώ ο αρχηγός του δικαστηρίου Τζον Ρόμπερτς είχε διοριστεί από τον Τζορτζ Μπους και θεωρείται μέλος του συντηρητικού μπλοκ του δικαστηρίου, έχει εκφραστεί με τον ίδιο τρόπο σε πολλές αποφάσεις με τους φιλελεύθερους συναδέλφους. Εάν ο Τραμπ μπορούσε τώρα να τοποθετήσει έναν υποψήφιο «της αρεσκείας του» του στο Ανώτατο Δικαστήριο, αυτό θα έδινε στους συντηρητικούς μία πλειοψηφία 6-3.
Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί καθοριστικό σε υποθέσεις που αφορούν κρίσιμα κοινωνικά θέματα όπως η άμβλωση, τα δικαιώματα των LGBTQ + και η μετανάστευση, προκαλώντας μια ιδεολογική μετατόπιση προς τα δεξιά του κορυφαίου δικαστηρίου των ΗΠΑ.
Πώς διαγράφεται μέχρι τώρα η κατάσταση;
Ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου ο Ντόναλντ Τραμπ είχε ήδη παρουσιάσει λίστα 20 προτιμώμενων υποψηφίων για τα έδρανα του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ο Νόελ Φρανσίσκο, ο οποίος έχει εκπροσωπήσει την κυβέρνηση Τραμπ ενώπιον του Δικαστηρίου σε 17 προσφυγές, αλλά και ο ελληνικής καταγωγής Γκρέγκορι Κάτσας (γεννημένος στη Βοστόνη), ο οποίος παρείχε νομικές συμβουλές στον πρόεδρο Τραμπ στην περίπτωση της άκρως αμφιλεγόμενης ταξιδιωτικής απαγόρευσης και εισόδου στις ΗΠΑ σε ανθρώπους που προέρχονταν από την πλειοψηφία των μουσουλμανικών χωρών.
Όταν ο Τραμπ ρωτήθηκε τον Αύγουστο, αν θα κινούσε διαδικασίες για κάλυψη πιθανής κενής θέσης στο Ανώτατο Δικαστήριο, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, απάντησε:
«Απολύτως, ναι θα το έκανα. Θα κινηθώ γρήγορα. Γιατί όχι; Θέλω να πω, θα το έκαναν και οι Δημοκρατικοί θα ήταν σε αυτή τη θέση». Μάλιστα, το Σάββατο ο Τραμπ κατέστησε σαφές ότι ήθελε να προχωρήσει στην πλήρωση της κενής δικαστικής θέσης «χωρίς καθυστέρηση».
Το προηγούμενο της θητείας Ομπάμα και ο ρόλος της Γερουσίας
Ο επικεφαλής της πλειοψηφίας στη Γερουσία, ο Ρεπουμπλικανός Μιτς Μακ Κόνελ, είχε ήδη επιβεβαιώσει την Παρασκευή το απόγευμα μετά το θάνατο της Γκίνσμπεργκ ότι σχεδίαζε να προχωρήσει γρήγορα στη διαδικασία διορισμού νέου δικαστή, μετά από πρόταση του προέδρου Τραμπ.
Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι το 2016, πριν τις προεδρικές εκλογές της εποχής, ενήργησε διαφορετικά, αρνούμενος επί ένα χρόνο υποψηφιότητα για πλήρωση θέσης στο Ανώτατο Δικαστήριο, την οποία είχε προτείνει ο τότε πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμπα. Τότε είχε δικαιολογήσει τη θέση του με το επιχείρημα ότι οι ψηφοφόροι χρησιμοποιούν την ψήφο τους στις προεδρικές εκλογές και για αποφασίσουν τι είδους δικαστές θέλουν στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Κατά παράδοση τη χρονιά των προεδρικών εκλογών η Γερουσία δεν αποφασίζει για διορισμούς ανώτατων δικαστικών. Βέβαια, ακόμη κι αν η υποψηφιότητα προταθεί, έπειτα θα πρέπει και η ίδια η Γερουσία να αποφασίσει. Στο πεδίο αυτό λοιπόν ο ΜακΚόνελ διαθέτει ένα ευρύ πεδίο εξουσίας.
Ο Τραμπ μπορεί βέβαια να προτείνει υποψηφίους, αλλά δεν αποφασίζει μόνος για τον διορισμό τους. Η διαδικασία στην Γερουσία είναι επίσης μακρά και πολύπλοκη. Αρχικά η η Επιτροπή Δικαστικών Υποθέσεων διεξάγει ακρόαση, στην οποία 11 Ρεπουμπλικάνοι και 9 Δημοκρατικοί Γερουσιαστές θέτουν ερωτήματα στους υποψηφίους. Έπειτα το θέμα πηγαίνει στην Ολομέλεια μαζί με γνωμοδότηση της επιτροπής για κάθε υποψήφιο. Σε ειδική συνεδρίαση της Ολομέλειας, οι Γερουσιαστές καλούνται να ψηφίσουν επί των υποψηφίων. Στην τελική ψηφοφορία, μια απλή πλειοψηφία 51/100. Tη δεδομένη στιγμή στη Γερουσία βρίσκονται 53 Ρεπουμπλικάνοι, 45 Δημοκρατικοί και 2 ανεξάρτητοι Γερουσιαστές. Αν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι 50-50, τότε η αποφασιστική ψήφος ανήκει στον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Μάικ Πενς από τους Ρεπουμπλικανούς.
Πολύπλοκοι χρονικοί υπολογισμοί
Η αρχική ακρόαση συνήθως διαρκεί κάποιες μέρες και δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο για την έναρξη της συζήτησης στην Ολομέλεια. Εξαιτίας αυτής της ασάφειας, ο MακΚόνελ μπόρεσε να καθυστερήσει την ψηφοφορία για τους υποψηφίους του Ομπάμα έως ότου ο Τραμπ διοριστεί πρόεδρος των ΗΠΑ.
Αυτή τη φορά, μάλλον είναι απίθανο να συμβεί κάτι τέτοιο. Επίσης και η συζήτηση στην Ολομέλεια μπορεί να καθυστερήσει πολύ. Αυτό συνέβη με τον τελευταίο δικαστή που έχει ορίσει στη μέχρι τώρα θητεία του ο Τραμπ, τον Μπρετ Καβάνο. Μεταξύ της πρότασης για την υποψηφιότητά του μεσολάβησαν 89 ημέρες, διότι στο μεταξύ ήρθαν στο φως κατηγορίες σε βάρος του για σεξουαλική κακοποίηση.
Ιστορικά το μεγαλύτερο διάστημα αναμονής μέχρι σήμερα καταγράφηκε το 1916 για τον Εβραϊκής καταγωγής δικαστή Λούις Μπράντεϊς - o πρώτος Εβραίος δικαστής στην ιστορία του Ανώτατου Δικαστηρίου. Μεταξύ της πρότασής του από τον πρόεδρο Γούντροου Γουίλσον και την επικύρωσης του διορισμού του από τη Γερουσία, πέρασαν 125 ημέρες. Από τον θάνατο της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ μέχρι την 20 Ιανουρίου 2021 μεσολαβούν επίσης 125 μέρες.