«Σε περίμενα»: Ερωτεύτηκαν στο Άουσβιτς και συναντήθηκαν μετά από 72 χρόνια
Μια ιστορία αγάπης αναβίωσε μέσα από το στρατόπεδο του θανάτου, το Άουσβιτς. Κατάφεραν και επέζησαν από τον πόλεμο, αλλά χάθηκαν στον πραγματικό κόσμο. Μετά από 72 χρόνια και έχοντας ζήσει τις ζωές τους συναντήθηκαν ξανά...
Την πρώτη φορά που της μίλησε ήταν το 1943, στο κρεματόριο του Άουσβιτς.
Ο David Wisnia συνειδητοποίησε πως η Helen Spitzer δεν ήταν μια συνηθισμένη κρατούμενη. Η «Zippi», όπως την φώναζαν, ήταν πάντα καθαρή και περιποιημένη, φορούσε σακάκι και μύριζε όμορφα. Τους σύστησε ένας άλλος κρατούμενος, μετά από δική της προτροπή.
Η παρουσία της ήταν από μόνη της ασυνήθιστη: μία γυναίκα να μιλά με έναν άνδρα κρατούμενο. Πριν καλά το καταλάβει, ήταν μόνοι τους, καθώς όλοι οι υπόλοιποι κρατούμενοι είχαν φύγει. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου σύμπτωση. Κανόνισαν να βρεθούν ξανά την επόμενη εβδομάδα.
Την ημέρα του ραντεβού τους, η David πήγαινε όπως ήταν κανονισμένο σε ένα σημείο ανάμεσα στα κρεματόρια 4 και 5, όπου σκαρφάλωνε σε μια αυτοσχέδια σκάλα, φτιαγμένη από ρούχα φυλακισμένων. Η Zippi είχε φροντίσει να υπάρχει ένας χώρος ανάμεσα στις εκατοντάδες στοίβες, αρκετός προκειμένου να χωράει τους δυο τους. Ο David Wisnia ήταν 17 ετών και εκείνη 25.
«Δεν ήξερα τίποτα για το πώς, πότε, πού. Μου έμαθε τα πάντα», λέει σήμερα ο ίδιος, που είναι 93 ετών.
Ήταν και οι δύο Εβραίοι κρατούμενοι στο Άουσβιτς, αλλά και οι δύο προνομιούχοι. Ο David Wisnia, αρχικά ήταν αναγκασμένος να συλλέγει τα πτώματα των κρατουμένων που αυτοκτονούσαν, αλλά τελικά επιλέχτηκε από τους Ναζί για να τους διασκεδάζει, όταν ανακάλυψαν πως ήταν ταλαντούχος τραγουδιστής.
Η Helen Spitzer είχε πιο υψηλή θέση: ήταν η γραφίστρια του στρατοπέδου. Οι δυο τους έγιναν εραστές και βρίσκονταν στο δικό τους σημείο, συγκεκριμένη ώρα κάθε μήνα. Αφού ξεπέρασαν τους αρχικούς τους φόβους ότι θέτουν τις ζωές τους σε κίνδυνο σε περίπτωση που τους πιάσουν, άρχισαν να ανυπομονούν για τα ραντεβού τους. Ο David ένιωθε ξεχωριστός. «Με διάλεξε», θυμάται ο ίδιος.
Δεν μιλούσαν πολύ. Όταν το έκαναν, έλεγαν ιστορίες ο ένας στον άλλον για το παρελθόν τους. Ο David είχε έναν πατέρα που λάτρευε την όπερα και τον ενέπνευσε να τραγουδά, ο οποίος πέθανε μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια στη Βαρσοβία. Η Helen, που επίσης αγαπούσε την μουσική -έπαιζε πιάνο και μαντολίνο- τού έμαθε ένα ουγγρικό τραγούδι.
Κάτω από τις στοίβες των ρούχων, άλλοι κρατούμενοι φύλαγαν τσίλιες για να τους ειδοποιήσουν αν πλησίαζε κάποιος αξιωματικός των SS.
Για λίγους μήνες κατάφερναν να βρίσκονται, αλλά ήξεραν πως οι συναντήσεις τους δεν θα κρατούσαν για πολύ. Γύρω τους, ο θάνατος ήταν παντού. Ωστόσο, οι δύο εραστές σχεδίασαν την κοινή τους ζωή, ένα κοινό μέλλον εκτός Άουσβιτς. Ήξεραν πως θα τους χώριζαν, αλλά είχαν σχέδιο, να ξαναβρεθούν όταν τελειώσει ο πόλεμος.
Χρειάστηκε να περάσουν 72 χρόνια.
Σήμερα, ο David Wisnia παραμένει ένας παθιασμένος τραγουδιστής και περίπου μία φορά το μήνα, δίνει ομιλίες -κυρίως σε φοιτητές- για τον πόλεμο. Τον Ιανουάριο, σκοπεύει να ταξιδέψει στο Άουσβιτς με την οικογένειά του. Είναι καλεσμένος να τραγουδήσει στην 75η επέτειο απελευθέρωσης του μεγαλύτερου κέντρου εξόντωσης και στρατοπέδου συγκέντρωσης των Ναζί,
Στην τελευταία μεγάλη επέτειο απελευθέρωσης του Άουσβιτς, πριν πέντε χρόνια, ήταν επίσης παρών, μαζί με άλλους 300 επιζώντες του Ολοκαυτώματος.
Η Helen Spitzer ήταν από τις πρώτες Εβραίες που έφτασαν στο Άουσβιτς τον Μάρτιο του 1942. Καταγόταν από την Σλοβακία, όπου φοίτησε σε τεχνικό κολέγιο και λέγεται πως ήταν η πρώτη γυναίκα στην περιοχή που πήρε πτυχίο ως γραφίστρια. Στο Άουσβιτς έφτασε μαζί με 2.000 ακόμη ανύπαντρες γυναίκες.
Στην αρχή δούλευε στα καταναγκαστικά έργα στο Μπίρκεναου, ήταν υποσιτισμένη και αρρώσταινε συνεχώς με τύφο, ελονοσία και διάρροια. Συνέχισε να δουλεύει καταναγκαστικά μέχρι τη στιγμή που μια καμινάδα κατέρρευσε πάνω της και την τραυμάτισε στην πλάτη. Μέσα από τις διασυνδέσεις της, το γεγονός ότι μιλούσε γερμανικά, το ταλέντο της στην γραφιστική και την απλή τύχη, κατάφερε να βρει δουλειά γραφείου.
Εκεί, της ανατέθηκε αρχικά να σημαδέψει τις στολές των γυναικών κρατουμένων με μία κάθετη γραμμή κόκκινου χρώματος. Τελικά, άρχισε να καταγράφει όλες τις γυναίκες κρατούμενες τους στρατοπέδου συγκέντρωσης, όπως η ίδια κατάθεσε το 1946, μαρτυρία τεκμηριωμένη από τον ψυχολόγο David Boder, ο οποίος κατέγραψε τις πρώτες συνεντεύξεις με επιζώντες μετά τον πόλεμο.
Τη στιγμή που συναντήθηκαν ξανά, η Helen μαζί με άλλη μία Εβραία κρατούμενη είχαν αναλάβει την οργάνωση των εγγράφων των Ναζί. Αυτό της έδινε την δυνατότητα να κινείται σχετικά ελεύθερα στους χώρους του στρατοπέδου, ενώ ενίοτε της επέτρεπαν να βγει και εκτός. Επίσης μπορούσε να κάνει μπάνιο καθημερινά, ενώ δεν ήταν υποχρεωμένη να φορά περιβραχιόνιο.
Εκμεταλλευόμενη τις γνώσεις κατάφερε να φτιάξει μία τρισδιάστατη απεικόνιση του στρατοπέδου συγκέντρωσης, αλλά και να αλληλογραφεί με τον μοναδικό αδερφό της που είχε επιζήσει, ανταλλάσσοντας κωδικοποιημένες κάρτες.
Η ίδια δεν υπήρξε ποτέ ούτε συνεργάτης των Ναζί ούτε «kapo», Εβραίος δηλαδή που του ανέθεταν να επιβλέπει άλλους κρατουμένους. Αντιθέτως εκμεταλλεύτηκε την θέση της για να βοηθά συγκρατούμενους, αλλάζοντας τα έγγραφα και τοποθετώντας τους σε συγκεκριμένες θέσεις.
Τον David είδε για πρώτη φορά σε ένα κτήριο των SS, που ονομαζόταν Sauna, όπου τον τοποθέτησαν όταν διαπίστωσαν πως είναι τραγουδιστής. Προκειμένου να συναντώνται, η Helen πλήρωνε κρατουμένους με φαγητό για να έχουν το νου τους για μισή ώρα. Η σχέση τους κράτησε αρκετούς μήνες μέχρι που ένα απόγευμα του 1944 συνειδητοποίησαν πως θα ήταν το τελευταίο τους. Οι Ναζί μετέφεραν τους τελευταίους κρατουμένους εκτός στρατοπέδου και κατέστρεφαν τις εγκαταστάσεις. Ο πόλεμος σύντομα θα τελείωνε αλλά οι δυο τους κατάφεραν να επιζήσουν στο Άουσβιτς πάνω από δυο χρόνια, όταν οι περισσότεροι δεν επιβίωναν παρά λίγους μήνες.
Μόνο στο Άουσβιτς δολοφονήθηκαν 1,1 εκατομμύρια άνθρωποι.
Στο τελευταίο ραντεβού τους έδωσαν μια υπόσχεση, να συναντηθούν ξανά στη Βαρσοβία, όταν τελειώσει ο πόλεμος, σε ένα κοινοτικό κέντρο. Εκείνη πήγε, εκείνος όχι.
Ο David Wisnia έφυγε πριν από την Helen Spitzer. Τον Δεκέμβριο του 1944 τον μετέφεραν στο Νταχάου, όπου χτύπησε με φτυάρι έναν φύλακα των SS και δραπέτευσε. Την επόμενη μέρα, κρυμμένος σε έναν αχυρώνα, άκουσε στρατεύματα να πλησιάζουν. Ήταν οι Αμερικανοί.
Από την ηλικία των 10, ονειρευόταν να τραγουδήσει στην όπερα της Νέας Υόρκης, ενώ πριν τον πόλεμο είχε γράψει επιστολή στον Αμερικανό πρόεδρο, Φραγκλίνο Ρούσβελτ, από τον οποίο ζήτησε βίζα για να σπουδάσει μουσική στην Αμερική. Εκεί άλλωστε βρίσκονταν οι δυο αδερφές της μητέρας του που είχαν μεταναστεύσει στο Μπρονξ.
Οι Αμερικανοί στρατιώτες αποφάσισαν να τον πάρουν μαζί τους και να δουλέψει για εκείνους. Εκείνη την στιγμή αποφάσισε πως η Ευρώπη ανήκε πια στο παρελθόν. «Δεν ήθελα την παραμικρή σχέση με οτιδήποτε ευρωπαϊκό. Είχα γίνει 110 τοις εκατό Αμερικανός», παραδέχεται σήμερα.
Το σχέδιο του να συναντήσει την Zippi στη Βαρσοβία δεν υπήρχε καν, το μέλλον του ήταν στην Αμερική. Στο μεταξύ η Helen στάλθηκε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Ράβενσμπρικ. Στη διάρκεια μιας πορείας θανάτου, μαζί με μια φίλη της έβγαλαν την κόκκινη λωρίδα που ήταν ζωγραφισμένη στις στολές τους, κάτι που τους επέτρεψε να αναμιχθούν με το ντόπιο πλήθος χωρίς να τις αναγνωρίσουν. Επέστρεψε στην πατρίδα της στη Μπρατισλάβα της Σλοβακίας και για πολλά χρόνια βοηθούσε Εβραίους πρόσφυγες να περνούν κρυφά τα σύνορα και να μετακινούνται παράνομα από την ανατολική Ευρώπη στην Παλαιστίνη.
Το 1945 η Helen παντρεύτηκε τον Erwin Tichauer, αξιωματικό των Ηνωμένων Εθνών και στενό συνεργάτη του αμερικανικού στρατού και μαζί αφιέρωσαν την ζωή τους σε ανθρωπιστικούς σκοπούς, πηγαίνοντας αποστολές με τον ΟΗΕ σε Περού, Βολιβία και Ινδονησία. Το 1967 μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη. Στο διαμέρισμά τους, που ήταν πλημμυρισμένο με βιβλία για το Ολοκαύτωμα, η ίδια μιλούσε συχνά με ιστορικούς αλλά ουδέποτε ανέφερε τον David Wisnia.
Εκείνος είχε επίσης μετακομίσει στην Αμερική, όπου το 1947, καλεσμένος σε ένα γάμο γνώρισε την μέλλουσα γυναίκα του. Κάποια στιγμή ένας φίλος τού είπε πως η Zippi ήταν ζωντανή και βρισκόταν στην Νέα Υόρκη. Ο David, που είχε μιλήσει στην σύζυγό του για εκείνη, το θεώρησε ευκαιρία να συναντηθούν ξανά. Η συνάντηση κανονίστηκε αλλά η Zippi δεν πήγε ποτέ.
«Έμαθα αργότερα πως αποφάσισε ότι δεν ήταν σωστό. Ήταν παντρεμένη, είχε σύζυγο», λέει ο ίδιος. Μέσα στα χρόνια συνέχισε να ρωτάει για εκείνη.
Το 2016, έχοντας πια τέσσερα παιδιά και έξι εγγόνια, αποφάσισε να την αναζητήσει ξανά και εκείνη δέχτηκε να τον συναντήσει.
Είχαν περάσει 72 χρόνια από τότε που την είδε τελευταία φορά. Είχε μάθε πως η υγεία της βρισκόταν σε κακή κατάσταση, αλλά ανέκαθεν υποπτευόταν πως σε εκείνη οφείλει το ότι έμεινε ζωντανός στο Άουσβιτς και ήθελε να την ρωτήσει αν αληθεύει.
Μαζί με τα εγγόνια του πήγαν στο σπίτι της, όπου την βρήκαν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, περιτριγυρισμένη από ράφια με βιβλία. Ήταν μόνη της από τότε που πέθανε ο άντρας της το 1996 και ποτέ δεν απέκτησαν παιδιά. Μέσα στα χρόνια είχε σχεδόν τυφλωθεί και άκουγε ελάχιστα.
Στη αρχή δεν τον αναγνώρισε. Μετά ο David πλησίασε πιο κοντά. «Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, ήταν σαν να γύρισε πίσω στη ζωή», λέει ο 37χρονος εγγονός του. Και ξαφνικά οι δυο τους άρχισαν να μιλούν χωρίς σταματημό.
«Μου είπε μπροστά στα εγγόνια μου, μου είπε," Είπες στη γυναίκα σου τι κάναμε;". Της λέω, "Zippi!"», θυμάται.
Εκείνος μιλούσε για τα παιδιά του, την περίοδο στον αμερικανικό στρατό και εκείνη για το ανθρωπιστικό έργο της μετά τον πόλεμο και τον σύζυγό της. Η συνάντησή τους κράτησε δυο ώρες. Τελικά βρήκε το θάρρος να την ρωτήσει αν είχε σχέση με το ότι κατάφερε να επιζήσει στο Άουσβιτς. Ύψωσε το χέρι της και με τα δάχτυλά της έδειξε τον αριθμό πέντε.
«Σε έσωσα πέντε φορές», ήταν η απάντησή της. Μόνο που είχε να του πει κι άλλα. «Σε περίμενα...».
Η Zippi είχε πάει στη Βαρσοβία, ακολούθησε το σχέδιό τους, αλλά εκείνος δεν εμφανίστηκε ποτέ. Ψιθυριστά του είπε πως τον αγαπούσε. «Κι εγώ», της απάντησε.
Ο David Wisnia και η Helen Spitzer δεν ειδώθηκαν ποτέ ξανά. Εκείνη πέθανε πέρυσι σε ηλικία 100 ετών. Το τελευταίο τους απόγευμα μαζί, πριν εκείνος φύγει από το διαμέρισμά της, του ζήτησε να της τραγουδήσει. Της πήρε το χέρι και της τραγούδησε το ουγγρικό τραγούδι που του έμαθε στο Άουσβιτς. Ήθελε να της δείξει πως ακόμη θυμόταν τα λόγια...