ΚΟΣΜΟΣ

Στο μυαλό ενός serial killer: Ψυχογράφημα του «Ορέστη» από τρεις εγκληματολόγους

Στο μυαλό ενός serial killer: Ψυχογράφημα του «Ορέστη» από τρεις εγκληματολόγους
(AP Photo/Petros Karadjias)

Τις πράξεις και την ψυχοσύνθεση του καθ’ ομολογίαν κατά συρροή δολοφόνου «Ορέστη», του 35χρονου ίλαρχου που έχει σοκάρει την κυπριακή κοινή γνώμη αλλά και ολόκληρο τον πλανήτη, προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τρεις γνωστοί εγκληματολόγοι -οι Ανδρέας Καπαρδής, Παναγιώτης Παπαϊωάννου και Γιάννης Πανούσης.

Οι τρεις ειδικοί θέτουν επί τάπητος τα φλέγοντα ζητήματα και τα μεγάλα ερωτήματα για τον δολοφόνο, στον απόηχο των στυγερών εγκλημάτων.

Όπως γράφει το Offsite.com.cy, το στοιχείο του μιμητισμού στην εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς αποτελεί ένα ζήτημα που διχάζει εδώ και αρκετά χρόνια τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Και παρότι σε χώρες όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ καταγράφονται περιπτώσεις κατά συρροή δολοφόνων που υποστηρίζεται ότι έδρασαν μιμούμενοι κατά γράμμα «διάσημους» serial killer, εντούτοις οι απόψεις των ειδικών επί του ζητήματος διίστανται.

«Άκυρη η ανησυχία» λέει ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου, ποινικολόγος και δόκτορας εγκληματολογίας. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Ανδρέας Καπαρδής, ποινικός επιστήμονας, που τονίζει ότι πρόκειται για κάτι που συμβαίνει σπάνια.

Με τη σειρά του, ο καθηγητής εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιάννης Πανούσης, αναφέρει: «Τα εγκλήματα του “Ορέστη” είναι πολύ ειδεχθή για να τα μιμηθεί οποιοσδήποτε άλλος».

Σπάνιο φαινόμενο

Σε περιπτώσεις δολοφόνων που σκοτώνουν αρκετούς ανθρώπους, είτε πρόκειται για μόνοεπεισοδιακούς είτε για κατά συρροήν, εκάστοτε παρατηρείται το φαινόμενο του μιμητισμού, όπως εξηγεί ο κ. Καπαρδής. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει, κάτι τέτοιο «συμβαίνει σπάνια, όμως επαληθεύεται ότι τέτοια γεγονότα αναστατώνουν αυτούς που είναι ήδη προδιατεθειμένοι».

Εξηγεί, επίσης, πως: «Δεν μπορεί κάποιος που δεν έχει καμιά τάση να μιμηθεί -μιμούνται ορισμένοι που είναι ήδη προδιατεθειμένοι».

Προσθέτει μάλιστα ότι «τόσο τα ΜΜΕ όσο και το Χόλιγουντ προμηθεύουν αρκετό υλικό και ερεθίσματα σε αυτούς που θέλουν να μιμηθούν».

Από την πλευρά του, ο Γ. Πανούσης αναφέρει ότι ο μιμητισμός εκδηλώνεται σε παθολογικές προσωπικότητες, οι οποίες «μπορεί να επηρεαστούν από μια ταινία ή από το έγκλημα της διπλανής πόρτας».

Αναφερόμενος συγκεκριμένα για την περίπτωση του 35χρονου αξιωματικού, κάνει λόγο για εγκλήματα «χωρίς ιδεολογικό περιεχόμενο ή περιεχόμενο οραματικό ώστε να μπορεί κάποιος να το ακολουθήσει».
Θεωρώντας απομακρυσμένη την πιθανότητα να προκύψουν στην πορεία της υπόθεσης τέτοια χαρακτηριστικά, υπογραμμίζει ότι «είναι πολύ ειδεχθή τα εγκλήματα του ‘Ορέστη’ για να τα μιμηθεί κάποιος άλλος».

«Δεν είναι γρίπη ούτε επιδημία» λέει με τη σειρά του ο κ. Παπαϊωάννου, υπογραμμίζοντας ότι δεν πρέπει να υπάρχει ανησυχία. Εξηγεί δε, πως οι λόγοι για τους οποίους εκδηλώνεται ανθρωποκτόνος τάση εντοπίζονται συνήθως σε έναν συνδυασμό παραγόντων από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ατόμου, τα οποία συμπεριλαμβάνουν άσκηση βίας, θυματοποίηση στη βία και πολλές φορές μια βιολογική ανισορροπία.

Αφορμή για να εκτραπεί σε μια συγκεκριμένη εγκληματική ενέργεια, όπως τονίζει ο ίδιος, μπορεί να αποτελέσει το οτιδήποτε.

«Υπάρχουν κάποια δείγματα συμπεριφοράς από μικρή ηλικία» τόνισε ο ίδιος, και συνέχισε:

«Καταγράφεται η τριάδα των συμπτωμάτων ενούρηση, πυρομανία, βασανισμός ζώων».

Ζητούμενο τα κίνητρα

Ωστόσο, όπως ανέφερε ο καθηγητής Γ. Πανούσης, είναι νωρίς ακόμη για να διεξαχθούν συμπεράσματα για το προφίλ του «Ορέστη».

«Βρισκόμαστε ακόμα στο πρώτο στάδιο της αστυνομικής και εισαγγελικής διερεύνησης και δεν υπάρχουν ακόμα επαρκή στοιχεία για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα» ανέφερε χαρακτηριστικά, και συνέχισε:

«Είμαστε ακόμα πολύ μακριά από την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης».

Ο ίδιος χαρακτήρισε τα κίνητρα του δράστη «μεγάλο ερώτημα», και διατύπωσε σοβαρές επιφυλάξεις για το εάν πρόκειται για εγκλήματα φυλετικού μίσους.

«Όσοι συνεχίζονται οι έρευνες και ανασύρονται πτώματα είμαστε ακόμη στο σκοτάδι» ανέφερε χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας πως πιστεύει ότι το «κλειδί» βρίσκεται στα χέρια του δράστη.

«Η κανονικότητα και η φυσιολογικότητα στην καθημερινή ζωή συναντάται πολύ συχνά στους serial killers» λέει με τη σειρά του δρ Παπαϊωάννου και εξηγεί: «Για να καταλήξουμε επιστημονικά στους λόγους που τον οδήγησαν στους φόνους χρειάζεται να διενεργηθούν εκτεταμένες συνεντεύξεις από ειδικούς και να ληφθούν στοιχεία για την προηγούμενη ζωή του, για τις σχέσεις με τους γονείς του, το ιατρικό ιστορικό και πολλά άλλα».

Ο ρόλος των ΜΜΕ

Ο κ. Πανούσης κάνει, επίσης, λόγο για δύο τάσεις που σχετίζονται με την προβολή από τα μέσα: «Η μία είναι να θέλει να λυτρωθεί από κάποιους ‘δαίμονες’ που είχε μέσα του και που τον οδηγούσαν στον φόνο και η άλλη είναι να παίξει τον ρόλο του ‘αντιήρωα’ ή του ‘εκδικητή κάτι το οποίο προφανώς απολαμβάνει».

Παράλληλα, όπως τόνισε ο ίδιος, ο ναρκισσισμός είναι ισχυρή παράμετρος στους εγκληματίες. «Πολλοί χαίρονται και προσποιούνται, γινόμενοι έτσι όμηροι του προσωπείου τους».

Τίθεται, επίσης, και το ενδεχόμενο αυτοηρωοποίησής του:

«Αν θεωρητικά πούμε ότι θα ήθελε να γίνει ο ίδιος ένας αρνητικός ήρωας, ένας αντιήρωας, που θα τον γράψει σε μαύρες σελίδες η ιστορία της Κύπρου, της παγκόσμιας εγκληματολογίας, των μεγάλων εγκληματιών... με τον τρόπο αυτό θα γίνει διάσημος, προ και μετά θάνατον».

Σχολιάζοντας την συγκεκριμένη πτυχή, ο Α. Καπαρδής σημειώνει την ανάγκη ισορροπημένης κάλυψης και υπενθυμίζει ότι «πρέπει να δίνεται ανάλογη σημασία και βαρύτητα στα δικαιώματα των θυμάτων».

Καταληκτικά αναφέρει ότι «είναι καιρός ο φτωχός συγγενής της ποινικής δικαιοσύνης, τα θύματα, να μπουν στο επίκεντρο».

Στον ρόλο των ΜΜΕ αναφέρεται και ο Π. Παπαϊωάννου, λέγοντας ότι «το ζητούμενο είναι να αντιληφθούν οι πολίτες ότι η Αστυνομία δεν κινείται βάσει μιας ερασιτεχνικής μεθόδευσης, αλλά έχοντας αξιοποιήσει το διεθνές παράδειγμα και ότι, σε ένα δεύτερο επίπεδο, μετά την εξεύρεση και ταυτοποίηση των θυμάτων η Δικαιοσύνη θα επιβάλει μία κατά το δυνατόν δίκαιη τιμωρία».

Δολοφόνος... δυτικού τύπου

Επιχειρώντας να εξηγήσει στην εκδήλωση τέτοιας μορφής εγκληματικότητας στην Κύπρο, ο δρ Παπαϊωάννου αναφέρει ότι πρόκειται για μια ασθένεια των κοινωνιών δυτικού τύπου, όπου κυριαρχεί η εκβιομηχάνιση και οι μηχανιστικές σχέσεις των ανθρώπων.

«Έχει συμβεί σε όλον τον κόσμο, οπότε ήταν λογικό να συμβεί και σ’ εμάς, γιατί είμαστε κι εμείς μια ανάλογου βαθμού ανάπτυξης βιομηχανική κοινωνία, η οποία έχει πρόσωπα, προσωπεία, μηχανιστικούς θεσμούς, γραφειοκρατία, διόδους δηλαδή μέσα από τις οποίες ένας άνθρωπος με προβλήματα, αποκλίσεις, ανωμαλίες και επικινδυνότητες, μπορεί να περάσει ως φυσιολογικός».

Δεν πρόκειται, όπως λέει, για ανεξήγητο φαινόμενο, συνεπώς «δεν δικαιούμαστε να λέμε ότι πέφτουμε απ’ τα σύννεφα γιατί ζούμε σε κοινωνίες μεταβιομηχανικές, κτισμένες σε μηχανιστικές σχέσεις, με κρίση αξιών».

Εντοπίζοντας ως ιστορική αφετηρία το φαινομένο «κατά συρροή δολοφόνοι» τη δεκαετία του 1960, σημειώνει καταληκτικά ότι «στις βιομηχανικές και μεταβιομηχανικές κοινωνίες δυτικού τύπου που έχουν μεγάλες πόλεις, με μηχανιστικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, όπου υπάρχει μεγάλη γραφειοκρατία, τρόπος δηλαδή κάποιος με ιδιαιτερότητες να περάσει ως φυσιολογικός, αυτό μπορεί να συμβεί».