Τζούλιαν Ασάνζ: Η νομαδική ζωή, τα βραβεία δημοσιογραφίας και η σύλληψη του «Mr. Wikileaks»
Για τους υποστηρικτές του ο Τζούλιαν Ασάνζ, ιδρυτής των Wikileaks είναι ένας «θαρραλέος σταυροφόρος της αλήθειας», ενώ για τους επικριτές του είναι μια «νοσηρή, ναρκισσιστική προσωπικότητα, που επιζητεί τη δημοσιότητα και έχει θέσει σε κίνδυνο ζωές δημοσιοποιώντας έναν τεράστιο όγκο από ευαίσθητες πληροφορίες».
Όσοι έχουν συνεργαστεί μαζί του τον περιγράφουν ως μια έντονη προσωπικότητα, έναν δυναμικό και εξαιρετικά ευφυή άνθρωπο με μια ιδιαίτερη ικανότητα να σπάει κωδικούς πρόσβασης ευάλωτων λειτουργικών συστημάτων.
Το 2006 ίδρυσε τον ιστότοπο Wikileaks, ο οποίος δημοσιοποιεί εμπιστευτικά έγγραφα και εικόνες και ο οποίος έκανε πρωτοσέλιδα παγκοσμίως τον Απρίλιο του 2010, όταν έδωσε στη δημοσιότητα οπτικό υλικό που δείχνει Αμερικανούς στρατιώτες να πυροβολούν και να σκοτώνουν 18 αμάχους από ένα ελικόπτερο στο Ιράκ.
Αργότερα την ίδια χρονιά, ο Ασάνζ συλλαμβάνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά αργότερα αφήνεται ελεύθερος με εγγύηση, μετά την έκδοση από τη Σουηδία διεθνούς εντάλματος σύλληψης με κατηγορίες για σεξουαλική επίθεση.
Οι σουηδικές αρχές θέλουν να τον ανακρίνουν έπειτα από καταγγελίες μιας γυναίκας ότι την βίασε και μιας άλλης ότι την κακοποίησε σεξουαλικά και την υποχρέωσε σε ερωτική επαφή τον Αύγουστο του 2010 στη διάρκεια επίσκεψής του στη Στοκχόλμη για μια ομιλία του.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι και οι δύο σεξουαλικές επαφές ήταν με τη συναίνεση των γυναικών και ξεκινάει μια μακρά δικαστική μάχη με εκείνον να καταλήγει να ζητάει άσυλο στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο για να αποφύγει την έκδοσή του.
Ο Τζούλιαν Ασάνζ βρήκε καταφύγιο στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο τις 19 Ιουνίου 2012 και ζήτησε επισήμως πολιτικό άσυλο στη χώρα προκειμένου να αποφύγη την έκδοσή του στις ΗΠΑ, όπου οι αρχές ήθελαν να τον δικάσουν για τη διαρροή το 2010 μέσω WikiLeaks, εκατομμυρίων απόρρητων και διαβαθμισμένων αμερικανικών στρατιωτικών και διπλωματικών εγγράφων.
Αφού πέρασε σχεδόν επτά χρόνια μέσα στην πρεσβεία, ο Ασάνζ συνελήφθη από την βρετανική αστυνομία την Πέμπτη. Η σύλληψή του ακολούθησε μήνυμα στο Twitter του προέδρου του Ισημερινού, Λένιν Μορένο:
«Ο Ισημερινός απέσυρε το άσυλο στον Τζούλιαν Ασάνζ ύστερα από τις συνεχείς παραβιάσεις διεθνών συμβάσεων και καθημερινών πρωτοκόλλων».
Οι Αμερικανοί ενεργοποίησαν το ένταλμα του 2012, με το οποίo ζητούν από τις βρετανικές αρχές την έκδοση του και ο Βρετανός δικαστής χρησιμοποιεί απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς εναντίον του, αποκαλώντας τον «νάρκισσο» και προσάπτοντάς του ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει «είναι το πώς θα γίνει διάσημος, ακόμα κι αν με τις πράξεις του θέτει σε κίνδυνο τη ζωή αθώων».
Ο Ασάνζ υπήρξε πάντα διστακτικός να μιλήσει για τον εαυτό του και το παρελθόν του, αλλά το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης μετά την εμφάνιση του Wikileaks, έχει ρίξει φως σε κάποιες άγνωστες πτυχές του.
Ίδρυσε τον ιστότοπο μαζί με μια ομάδα ανθρώπων με τα ίδια ενδιαφέροντα και δεξιότητες και δημιούργησαν ένα «νεκρό γραμματοκιβώτιο» με βάση το διαδίκτυο, για όσους θέλουν να διαρρεύσουν απόρρητο υλικό. Υιοθέτησε έναν νομαδικό τρόπο ζωής και «έτρεχε» τον Wikileaks από διάφορους χώρους που άλλαζε κάθε τόσο.
«Περνούσε μεγάλα διαστήματα νηστικός και επικεντρωνόταν στην δουλειά με ελάχιστες ώρες ύπνου», σύμφωνα με τον Ραφί Χατσαντουριάν, δημοσιογράφο του περιοδικού New Yorker, ο οποίος πέρασε πολλές εβδομάδες ταξιδεύοντας μαζί του.
«Δημιουργεί μια ατμόσφαιρα γύρω του κάνοντας τους άλλους να θέλουν να τον φροντίσουν, να τον βοηθήσουν να συνεχίσει. Θα έλεγα ότι αυτό έχει μάλλον να κάνει με το χάρισμά του», σχολιάζει.
Γεννημένος στην πόλη Τάουνσβιλ της αυστραλιανής πολιτείας Κουίνσλαντ το 1971, ο Ασάνζ συνήθισε από παιδί στη νομαδική ζωή, καθώς οι γονείς του είχαν έναν περιοδεύοντα θεατρικό θίασο. Έγινε πατέρας στα 18 του και αμέσως ξεκίνησαν οι δικαστικοί αγώνες για την επιμέλεια.
Η εξέλιξη του ίντερνετ του έδωσε την ευκαιρία να αξιοποιήσει το ταλέντο που φάνηκε από νωρίς ότι είχε στα μαθηματικά, αλλά και πάλι όχι χωρίς να προκύψουν προβλήματα. Το 1994 αποφάσισε να δουλέψει ως προγραμματιστής ελεύθερου λογισμικού.
Το 1995 κατηγορήθηκε μαζί με έναν φίλο του για δεκάδες υποκλοπές. Παρότι η ομάδα του των χάκερς ήταν αρκετά επιδέξια ώστε να εντοπίσει τους αστυνομικούς που την παρακολουθούσαν τελικά ο Ασάνζ συνελήφθη, δήλωσε ένοχος και του επιβλήθηκε μεγάλο χρηματικό ποσό.
Έπειτα πέρασε τρία χρόνια εργαζόμενος με μία ακαδημαϊκό, την Σουελέτ Ντρέιφους, η οποία ερευνούσε το ίντερνετ και με την οποία συνέγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Underground» που έγινε μπεστ σέλερ στην κοινότητα της πληροφορικής.
Η Ντρέιφους τον περιγράφει ως έναν «πολύ χαρισματικό ερευνητή», ο οποίος «ενδιαφερόταν για τις έννοιες της ηθικής, της δικαιοσύνης, για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν οι κυβερνήσεις».
Ακολούθησαν σπουδές στη Φυσική και στα Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, όπου αναδείχτηκε σε επιφανές μέλος της μαθηματικής κοινότητας και επινόησε ένα πολύπλοκο παζλ, όμως δεν αποφοίτησε ποτέ.
Τα βραβεία
To 2009 του απονεμήθηκε το βραβείο Τύπου της Διεθνούς Αμνηστίας, ενώ έχει βραβευθεί και από το βρετανικό περιοδικό Εconomist με το βραβείο Index on Censorship το 2008. Το 2010 σε ψηφοφορία του βρετανικού περιοδικού New Statesman ψηφίστηκε στο νούμερο 23 ανάμεσα στα «50 πρόσωπα που επηρεάζουν περισσότερο τον κόσμο το 2010».
Την ίδια χρονιά του απονεμήθηκε το βραβείο Σαμ Ανταμς από την «Sam Adams Associates for Integrity in Intelligence», μια ομάδα πρώην αξιωματικών της CIA σχετικά με την ακεραιότητα και την ηθική στον τομέα των μυστικών πληροφοριών, ενώ ψηφίστηκε από το περιοδικό Utne Reader ως ένας από τους «25 Οραματιστές που Αλλάζουν τον Κόσμο σας». Επιπλέον η γαλλική εφημερίδα Le Monde τον ανακήρυξε «άνδρα της χρονιάς» για το 2010.
Το 2010 υπήρξε ανάμεσα στους υποψήφιους για το πρόσωπο της χρονιάς του περιοδικού Time. Στην διαδικτυακή ψηφοφορία του κοινού μάλιστα κατέλαβε την πρώτη θέση με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο, τον Τούρκο πρωθυπουργό, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Η επιλογή από το περιοδικό ωστόσο ήταν ο ιδρυτής του Facebook, Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ο οποίος στη ψηφοφορία είχε έρθει 10ος.
Το αποτέλεσμα ενόχλησε πολύ τους αναγνώστες του περιοδικού που με μαζικά μηνύματα στην ιστοσελίδα του εξέφρασαν την αντίθεσή τους, ενώ ο αρχισυντάκτης του περιοδικού Ρίτσαρντ Στένγκελ, υπερασπιζόμενος την απόφαση του περιοδικού, εξέφρασε την άποψη πως «σε λίγα χρόνια από σήμερα ο ιδρυτής του WikiLeaks δεν θα είναι παρά μια υποσημείωση στην Ιστορία». Δεν έγινε όμως έτσι.