Ο «Ιντιάνα Τζόουνς της τέχνης» βρήκε πίνακα του Πικάσο που είχε κλαπεί πριν από 20 χρόνια
Το χαμένο «Γυναικείο Μπούστο» (Ντόρα Μάαρ) του Πικάσο, το πορτρέτο μιας από τις ερωμένες του διάσημου ζωγράφου, ανακτήθηκε χάρη στον «Ιντιάνα Τζόουνς των έργων τέχνης» μετά από πολλά χρόνια περιπλάνησης στους διαδρόμους του υποκόσμου.
Πρόκειται για ακόμα μία επιτυχία του Ολλανδού ντετέκτιβ έργων τέχνης, Άρθουρ Μπραντ, ο οποίος μετά από τέσσερα χρόνια έρευνας, κόσμησε τους τοίχους του διαμερίσματός του για ένα βράδυ με το πολύτιμο εύρημα προτού το επιστρέψει.
Ο πίνακας αξίας 25 εκατομμυρίων ευρώ είχε κλαπεί από τη θαλαμηγό ενός Σαουδάραβα σεΐχη στη Γαλλική Ριβιέρα το 1999. Πρόκειται για σπάνιο πορτραίτο της Μάαρ, μιας από τις ερωμένες του Πικάσο με μεγάλη επιρροή πάνω του.
Η γαλλική αστυνομία είχε εγκαταλείψει τις έρευνες θεωρώντας ότι χάθηκε για πάντα. Μέχρι που ο Μπραντ ανέλαβε να βρει τον πίνακα που άλλοτε κοσμούσε το σπίτι του μεγάλου Ισπανού ζωγράφου.
Τον πίνακα του παρέδωσαν δύο μεσάζοντες που εμφανίστηκαν πριν από δέκα μέρες στο σπίτι του στο Άμστερνταμ με το κλεμμένο έργο.
«Είχαν τον Πικάσο, που σήμερα εκτιμάται στα 25 εκατ. ευρώ, τυλιγμένο με κόλλες χαρτί μέσα σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών», είπε ο Μπραντ στο AFP.
Η κλοπή του εν λόγω Πικάσο, ο οποίος την εποχή εκείνη είχε αξία περίπου επτά εκατομμύρια δολάρια, προκάλεσε έντονο προβληματισμό στις αστυνομικές αρχές και οδήγησε τους βαθύπλουτους στην αύξηση των μέτρων ασφαλείας στις θαλαμηγούς τους. Οι αρχές έδιναν τεράστιο ποσό ως εύρετρα.
Το 2015 ο Μπραντ πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ότι ένας «Πικάσο, ο οποίος είχε κλαπεί από ένα πλωτό μέσο», κυκλοφορούσε στην Ολλανδία παρότι «σε εκείνο το στάδιο δεν γνώριζα ποιος ακριβώς ήταν».
Ο πίνακας κυκλοφορούσε επί χρόνια και άλλαζε χέρια ανάμεσα σε μέλη κυκλωμάτων εμπορίου όπλων και ναρκωτικών.
Ο Μπραντ διέδωσε στην πιάτσα ότι αναζητεί το «Γυναικείο Μπούστο» (Ντόρα Μάαρ) και στις αρχές Μαρτίου χτύπησε φλέβα χρυσού.
«Δύο εκπρόσωποι ενός ολλανδού επιχειρηματία επικοινώνησαν μαζί μου λέγοντας ότι ο πελάτης τους είχε τον πίνακα. Είχε άνοια. Θεωρούσε ότι ο Πικάσο ήταν προϊόν μιας νόμιμης συμφωνίας. Προέκυψε ότι η συμφωνία ήταν νόμιμη - ο τρόπος πληρωμής δεν ήταν», σχολιάζει αστειευόμενος ο Μπραντ.
Ο Μπραντ κάλεσε την ολλανδική και τη γαλλική αστυνομία -που τότε όμως είχαν κλείσει την υπόθεση- και οι οποίες είπαν ότι δεν μπορούσαν να ασκήσουν δίωξη εις βάρος του σημερινού ιδιοκτήτη.
«Είπα στους ενδιάμεσους ‘’ή τώρα ή ποτέ’’ γιατί ο πίνακας είναι πιθανόν σε πολύ κακή κατάσταση... Πρέπει να ενεργήσουμε το συντομότερο δυνατόν», είπε ο Μπραντ εξηγώντας ότι αν δεν ενεργούσαν ακαριαία το έργο πιθανόν να επέστρεφε στον υπόκοσμο.
Στη συνέχεια, μόλις πριν από μια εβδομάδα, χτύπησε το κουδούνι του Μπραντ στο λιτό διαμέρισμά του στο Άμστερνταμ και εμφανίστηκαν οι μεσάζοντες με τον πίνακα.
Όταν τον έβγαλα από τη σακούλα «τον κρέμασα στον τοίχο μου και τον άφησα όλη την νύχτα, μετατρέποντας έτσι το διαμέρισμά μου, έστω για μια ημέρα, στο διαμέρισμα με τη μεγαλύτερη αξία στο Άμστερνταμ», αστειεύτηκε ο Μπραντ.
Την επόμενη ημέρα, ένας ειδικός εκτιμητής σε έργα του Πικάσο από την Pace Gallery της Νέας Υόρκης επιβεβαίωσε τη γνησιότητα του έργου προσερχόμενος σε μια αποθήκη με αυστηρά μέτρα ασφαλείας στην ολλανδική πόλη.
Παρών ήταν και ο συνταξιούχος αστυνομικός Ντικ Έλις, ο ιδρυτής της ομάδας έργων τέχνης και αρχαιοτήτων της Σκότλαντ Γιάρντ, εκπροσωπώντας μια μη κατονομαζόμενη ασφαλιστική εταιρεία.
«Αναμφίβολα πρόκειται για έναν κλεμμένο Πικάσο», είπε στο AFP ο Έλις, ο οποίος είναι σήμερα επικεφαλής μιας επιχείρησης συμβούλων έργων τέχνης με έδρα το Λονδίνο. Ο Έλις είναι γνωστός από τον εντοπισμό πολλών κλεμμένων έργων τέχνης. Ανάμεσά τους και «Η Κραυγή» του εξπρεσιονιστή Νορβηγού Έντβαρτ Μουνκ, η οποία είχε κλαπεί από την Εθνική Πινακοθήκη της Νορβηγίας το 1994.