Ουγγαρία: Δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές κατά της κυβέρνησης Όρμπαν και του «νόμου των σκλάβων»
Τουλάχιστον 10.000 πολίτες κατέκλυσαν σήμερα το κέντρο της Βουδαπέστης, καθώς συνεχίζονται οι διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης του Ούγγρου πρωθυπουργού, Βίκτορ Όρμπαν, και του «νόμου των σκλάβων».
Αψηφώντας το τσουχτερό κρύο, οι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν μπροστά από το κοινοβούλιο της Ουγγαρίας, στις όχθες του Δούναβη, φωνάζοντας συνθήματα όπως «δεν θα γίνουμε σκλάβοι» και «βρώμικο Fidesz», το κόμμα του πρωθυπουργού Όρμπαν.
Τα εργατικά συνδικάτα, μαζί με κόμματα της αντιπολίτευσης, οργανώνουν κινητοποιήσεις εδώ και εβδομάδες κατά του νόμου της κυβέρνησης για τις εργασιακές σχέσεις, τον οποίο αποκαλούν «νόμο της δουλείας» ή «νόμο των σκλάβων».
Οι διαδηλωτές κατήγγειλαν επίσης την πολιτική διαφθορά, ενώ εξέφρασαν την ανησυχίας του για τις απειλές σε βάρος του κράτους δικαίου και τους περιορισμούς στην ακαδημαϊκή ελευθερία και την ελευθερία του Τύπου.
«Σήμερα, γεννήθηκε μια νέα αντιπολίτευση εναντίον ενός ανθρώπου» είπε ένας διαδηλωτής, αναφερόμενος στον Όρμπαν.
Διαδηλώσεις οργανώθηκαν, με τη συμμετοχή εκατοντάδων ανθρώπων, και σε άλλες πόλεις της ουγγρικής επαρχίας.
Ο νόμος που ψήφισε πρόσφατα η ουγγρική κυβέρνηση, στο πλαίσιο της «μεταρρύθμισης» του Εργατικού Δικαίου, επιτρέπει στους εργοδότες να απαιτήσουν μέχρι και 400 ώρες υπερωριακής απασχόλησης ετησίως και σύμφωνα με τους επικριτές του εισάγει συνθήκες δουλείας.
Οι εργαζόμενοι θα υποχρεώνονται να δουλεύουν σχεδόν δύο έξτρα ώρες την ημέρα ή αλλιώς μία επιπλέον μέρα τη βδομάδα. Η κυβέρνηση, που είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να αυξήσει τις υπερωρίες και το 2017, υποστηρίζει ότι το κανονικό ωράριο θα παραμείνει στις 40 ώρες την εβδομάδα και ότι οι εργαζόμενοι θα πληρώνονται για τις υπερωρίες τους, παρουσιάζοντας το νομοσχέδιο ως «ευκαιρία για όποιον θέλει να δουλέψει και να κερδίσει περισσότερα».
Βάσει νόμου, οι ώρες υπερωριακής εργασίας δε θα υπολογίζονται πλέον εντός ενός έτους, αλλά εντός τριών, ενώ οι αμοιβές για τις υπερωρίες θα συμφωνούνται μόνο μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, ακυρώνοντας τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.