ΚΟΣΜΟΣ

«Δεν ξέρουμε πώς, αλλά τα καταφέραμε»: Οι διασώστες της Ταϊλάνδης εξομολογούνται

«Δεν ξέρουμε πώς, αλλά τα καταφέραμε»: Οι διασώστες της Ταϊλάνδης εξομολογούνται
REUTERS/Athit Perawongmetha

«Δεν έχουμε ιδέα πως τα καταφέραμε, αλλά τα καταφέραμε», λέει ο Δανός δύτης Claus Rasmussen, ο οποίος συμμετείχε στην επιχείρηση διάσωσης των 12 μαθητών και του προπονητή τους στην Ταϊλάνδη. Δηλώνει ανακουφισμένος από την επιτυχία της αποστολής, ενώ τόσο η δική του μαρτυρία, όσων και άλλων μελών των σωστικών συνεργείρων, αποκαλύπτει άγνωστες λεπτομέρειες που συγκλονίζουν.

Το σχέδιο των Αρχών λειτούργησε άψογα. Οι δύτες μπήκαν στο δύσβατο σπήλαιο Ταμ Λουάνγκ και κατάφεραν εντός 3 ημερών το ακατόρθωτο, όπως τουλάχιστον έμοιαζε η επιχείρηση μετά τον εντοπισμό των αγοριών και του 25χρονου προπονητή τους.

Ορισμένοι εξ΄ όσων συμμετείχαν στην επιχείρηση διάσωσης – επηρεασμένοι και από τις μετεωρολογικές προβλέψεις και το ότι τα περισσότερα παιδιά δεν γνώριζαν κολύμπι – είχαν αμφιβολίες για το πώς θα μπορέσει να γίνει ο απεγκλωβισμός.

Ταϊλάνδη: Το συγκινητικό βίντεο των παιδιών: «Σας ευχαριστώ που με σώσατε»

«Στο τέλος, αφού τους βγάλαμε όλους, καθόμασταν και κουνούσαμε τα κεφάλια μας», λέει ο Rasmussen στον Guardian, εκφράζοντας την δυσπιστία του για το ότι τελικά όλα πήγαν καλά.

Οι μαθητές και ο προπονητής μπήκαν στο σπήλαιο στις 23 Ιουνίου και παρέμειναν εγκλωβισμένοι για περισσότερες από 13 ημέρες. Εντοπίστηκαν στις 2 Ιουνίου και έκτοτε ξεκίνησε η αγωνιώδης προσπάθεια διάσωσής τους.

Εξ αρχής ο χρόνος πίεζε και οι ιθύνοντες απαντλούσαν τεράστιες ποσότητες ύδατος, που απειλούσαν τους «13» με πνιγμό. Όμως, για να μπορέσουν να βγουν στο φως έπρεπε να μπουν κάτω από το νερό. Το τελευταίο 1,5 χιλιόμετρο της διαδρομής της εξόδου ήταν γεμάτο νερό. Ευτυχώς, ήταν προετοιμασμένοι από τους δύτες, που τους επισκέφτηκαν στο σπήλαιο τις ημέρες των σχεδιασμών, και περισσότεροι από 100 διασώστες τους έδειχναν την έξοδο.

Ο Ruengrit Changkwanyuen, ένας εκ των διασωστών, συντόνισε την επιχείρηση μεταφοράς μικρών στολών δυτών και ειδικών μασκών που καλύπτουν όλο το πρόσωπο. Όπως σημειώνει, εκείνη την περίοδο οι προμήθειες που παρήγγειλε ήταν τεράστιες, καθώς έπρεπε να διασφαλιστεί πως αν χαθεί η μάσκα κατά τη διάρκεια της διαδρομής, θα υπήρχε μία κάπου κοντά. Χαρακτηριστικά λέει πως κάθε μάσκα που υπήρχε στη χώρα ήταν στη διάθεση των σωστικών συνεργείων.

«Σ΄αγαπώ τόσο πολύ»: Η χήρα του αδικοχαμένου δύτη της Ταϊλάνδης θρηνεί έναν ήρωα

Η διάσωση των αγοριών μέσω νερού ήταν, σύμφωνα με τον Rasmussen, «η πιο τρομακτική επιλογή». Όμως υπήρχε εναλλακτική λύση; Ακόμη και αν οι εγκλωβισμένοι έμεναν στην σπηλιά για καιρό – όπως συζητούνταν – ήταν πολύ ριψοκίνδυνο, καθώς οι γιατροί είχαν προειδοποιήσει ότι τα επίπεδα του οξυγόνου είχαν πέσει στο 15% και τα παιδιά μπορεί να έπεφταν σε κώμα αν έφτανε στο 12%.

«Αυτό μας ανησύχησε πολύ», τόνισε ο Apakorn Youkongkaew, αξιωματούχος του Ναυτικού της Ταϊλάνδης. «Ήταν δύσκολο να παλέψεις με τη φύση. Τι θα γινόταν αν το οξυγόνο συνέχιζε να πέφτει;»

Ακόμη ένας αστάθμητος παράγοντας ήταν οι ασθένειες που μπορεί να έπλητταν τους εγκλωβισμένους. «Ήταν πολύ πιθανό πως θα ξεκινούσαν να εμφανίζονται μολύνσεις και τα αγόρια θα ήταν σε δυσχερή κατάσταση πολύ σύντομα», σημείωσε ο Δανός δύτης.

Μεταξύ των πλάνων, που συζητήθηκαν, ήταν να ανοίξουν μία τρύπα περίπου 600 μέτρων μέχρι το σημείο που βρίσκονταν οι 13, όμως οι ειδικοί δεν ήξεραν πού ακριβώς έπρεπε να ξεκινήσουν να σκάβουν. «Ήταν σαν να ψάχνεις βελόνα στον ωκεανό», είπε ο Youkongkaew.

Οι μετεωρολόγοι προειδοποιούσαν για έναρξη των μουσώνων την 7η Ιουλίου, γεγονός που σήμαινε πως η σπηλιά θα πλημμύριζε και το να βγάλουν το νερό με τεχνητά μέσα θα ήταν αδύνατο. Όταν δεν ξεκίνησαν οι βροχοπτώσεις, οι διασώστες γνώριζαν πως ήταν η κατάλληλη ώρα να βγάλουν τα παιδιά και τον προπονητή.

Ταϊλάνδη: Ο 14χρονος ήρωας Αντούλ - Πώς και γιατί έπαιξε κομβικό ρόλο στη διάσωση

«Είχαμε αρκετό κόσμο να στελεχώσει τις ομάδες, το περιβάλλον ήταν σωστό είχαμε ένα παράθυρο ευκαιρίας λόγω του καιρού», συμπλήρωσε ο Rasmussen. «Σκεφτήκαμε, πως ήταν η καλύτερη επιλογή που θα είχαμε».

Το πρωί της Κυριακής, τα παιδιά – αγνοώντας τους πολλούς κινδύνους – περιμέναν με αγωνία να βγουν, περιγράφει ο Changkwanyuen. «Ήταν: ‘’ναι, θα κάνουμε κατάδυση’’», συμπλήρωσε περιγράφοντας το πόσο ενθουσιασμένα ήταν. Όμως, οι διασώστες είχαν παγώσει από το άγχος. «Υπήρχαν πολλά άγνωστα στοιχεία», σύμφωνα με τον Rasmussen.

Ο 11χρονος Chanin Wiboonrungrueng, ο μικρότερος ηλικιακά από τους εγκλωβισμένους, ήταν αυτός που ανησυχούσε περισσότερο τις Αρχές. Ο λόγος ήταν η μάσκα που έπρεπε να φορέσει. Οι διασώστες βρήκαν την μικρότερη δυνατή μάσκα, αλλά και πάλι έπρεπε να την μικρύνουν ακόμη περισσότερο.

Όταν το παιδί ξεκίνησε το ταξίδι του προς την έξοδο, οι δύτες δεν γνώριζαν αν η μάσκα του θα αντέξει. «Φοβόμασταν ότι δεν θα του κάνει. Ήταν η μεγαλύτερη ανησυχία μας», τόνισε ο Rasmussen.

Σκοπός των δυτών ήταν να ξεκινήσει η επιχείρηση με το αγόρι που ήταν στην καλύτερη σωματική κατάσταση. «Αλλά, ο Αυστραλός γιατρός Richard Harris εξήτασε τα αγόρια και διαπίστωσε ότι όλα είναι στην ίδια κατάσταση – έτσι επέλεξαν οι ίδιοι (σ.σ. οι εγκλωβισμένοι) ποιος θα βγει πρώτος», είπε ο Changkwanyuen.

Την τελική απόφαση για την σειρά με την οποία θα βγουν την πήρε ο προπονητής των παιδιών, Ekaphol Chantawong. «Ο προπονητής επέλεξε. Έγραψε τη σειρά: 1,2,3,4,5…», τόνισε ο Narongsak Osatanakorn, ο επικεφαλής της επιχείρησης.

Γιατροί έδωσαν στα παιδιά αγχολυτικά χάπια, όμως δεν υπάρχει καμία πληροφορία για το πόσο ισχυρά ήταν, καθώς, όπως είπαν οι διασώστες, ήταν θέμα της κυβέρνησης. «Αν ήταν αγχωμένοι, θα ανησυχούσαν», σύμφωνα με τον Youkongkaew. «Άλλοι είχαν τις αισθήσεις τους, άλλοι κοιμούνταν. Δεν υπήρχε πρόβλημα».

Στις 2:30 το απόγευμα (τοπική ώρα) της Κυριακής, ένας δύτης βγήκε από το νερό κρατώντας το πρώτο αγόρι.

Προσπαθήσαμε να τους μεταφέρουμε στο ασθενοφόρο αμέσως μόλις βγουν από το σπήλαιο και να τους δώσουμε άμεσα νερό, τόνισε ο αξιωματούχος του Ναυτικού. «Σκαρφάλωνα, σερνόμουν, περπάτησα πάνω σε βράχους, κρατώντας το φορείο με τα παιδιά», είπε, περιγράφοντας τη δύσκολη διαδρομή μέχρι το σημείο που βρίσκονταν τα ασθενοφόρα.

Η διαδρομή ήταν διάρκειας 20 λεπτών, με περπάτημα. Ο Rasmussen ανησυχούσε για κάθε δευτερόλεπτο, γνωρίζοντας πως τα παιδιά ήταν στο κρύο νερό για δύο ώρες και η θερμοκρασία του σώματός τους θα μπορούσε να πέσει σε επικίνδυνα επίπεδα.

«Ο χρόνος ήταν σημαντικότατος», ανέφερε ο Δανός. «Αν πέφταμε ή ήμασταν αργοί θα διακοπτόταν όχι μόνο η ροή της προσπάθειας, αλλά όλης της επιχείρησης».

Κάθε ένας από τους δύτες, που περιέγραψαν τις απίστευτες μέρες που έζησαν, τόνισαν πως μετά την πρώτη μέρα διασώσεων πίστεψαν πραγματικά ότι μπορεί να τα καταφέρουν. «Όταν βγήκαμε την Κυριακή και ακούσαμε πως τα παιδιά ήταν πολύ καλά και πήγαιναν στο νοσοκομείο σκεφτήκαμε ότι, ναι, αυτό μπορεί να λειτουργήσει», τόνισε ο Rasmussen.

Κάθε μέρα οι διασώσεις γίνονταν όλο και καλύτερες, καθώς οι συμμετέχοντες ήξεραν ακριβώς τι έπρεπε να κάνουν και γνώριζαν ότι απαιτούνταν γρήγορες κινήσεις, καθώς ακόμη και η παραμικρή βροχή μπορεί να καταπόντιζε όλες τις ελπίδες.

Τρεις ώρες μετά την διάσωση και του τελευταίου εναπομείναντα στη σπηλιά το σύστημα άντλησης νερού που είχε στηθεί … κατέρρευσε. «Ξαφνικά ο σωλήνας του νερού έσπασε και η κύρια αντλία σταμάτησε να δουλεύει», περιέγραψε ο Changkwanyuen. «Χρειάστηκε να τρέξουμε στην έξοδο γιατί η στάθμη του νερού ανέβαινε πολύ γρήγορα – περίπου 50 εκατοστά σε 10 λεπτά».

«Ήταν σαν σκηνή από ταινία, τα πάντα κατέρρευσαν. Ήταν μία από τις πράξεις του Θεού. Τα πνεύματα του σπηλαίου δεν μας ήθελαν πλέον εκεί».

Ο Rasmussen δεν έχει κάποια πνευματική εξήγηση για αυτό που συνέβη, αλλά τονίζει πως η χρονική συγκυρία ήταν άψογη. «Το ότι όλα έσπασαν την ώρα που είχαν τελειώσει όλα… είναι παράξενο».