«Συγγνώμη» από τη Μέι σε Λίβυο αντιφρονούντα που υπέστη βασανιστήρια
Σε μια πρωτοφανή ενέργεια, η βρετανική κυβέρνηση ζήτησε συγγνώμη από έναν Λίβυο αντιφρονούντα και τη σύζυγό του, παραδεχόμενη ότι συμμετείχε στη σύλληψή τους και την παράδοσή τους στο καθεστώς του συνταγματάρχη Μουάμαρ Καντάφι, όπου υπέστησαν βασανιστήρια.
«Εξ ονόματος της κυβέρνησης της Μεγαλειότητάς της, ζητώ ανεπιφύλακτα συγγνώμη» ανέφερε η πρωθυπουργός της χώρας, Τερέζα Μέι σε επιστολή που διάβασε στο κοινοβούλιο ο γενικός εισαγγελέας Τζέρεμι Ράιτ.
Η επιστολή απευθυνόταν στον Αμπντελχακίμ Μπελχάτζ και τη σύζυγό του, Φατίμα Μπουσάρ. Οι δυο τους συνελήφθησαν το 2004 από πράκτορες των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών στην Ταϊλάνδη και κατόπιν μεταφέρθηκαν και βασανίστηκαν στη Λιβύη.
«Με τις ενέργειές της, η βρετανική κυβέρνηση συνέβαλε στη σύλληψή σας, στη μεταφορά σας και στα δεινά σας» παραδέχεται η Μέι στην επιστολή αυτή. Αναφερόμενη στα βασανιστήρια που υπέστησαν, διαβεβαιώνει ότι «η βρετανική κυβέρνηση σας πιστεύει και κανείς από τους δυο σας δεν θα έπρεπε να έχει αντιμετωπιστεί με αυτόν τον τρόπο (...) Θα έπρεπε να έχουμε καταλάβει πολύ νωρίτερα τις απαράδεκτες πρακτικές ορισμένων από τους διεθνείς εταίρους μας», πρόσθεσε, αναφερόμενη στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Ο Μπελχάτζ χαιρέτισε αυτή τη "θαρραλέα" συγγνώμη του Λονδίνου. «Θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για αυτήν τη θαρραλέα απόφαση της πρωθυπουργού Μέι και του γενικού εισαγγελέα Τζέρεμι Ράιτ», είπε σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στην Κωνσταντινούπολη όπου κατοικεί μόνιμα. «Η συγγνώμη γίνεται δεκτή και βάζει τέλος σε πολλά χρόνια οδύνης», πρόσθεσε.
Ο εισαγγελέας διευκρίνισε ότι πέραν της συγγνώμης, η βρετανική κυβέρνηση θα καταβάλει 500.000 λίρες (565.000 ευρώ) στη Φατίμα Μπουσάρ. Ο Μπελχάτζ δεν ζήτησε καμία οικονομική αποζημίωση, μόνο μια συγγνώμη, στο πλαίσιο της συμφωνίας που βάζει τέλος στη νομική διαδικασία που είχε κινήσει το ζεύγος.
Ο Μπελχάτζ και η Μπουσάρ, που τότε διένυε τον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της, συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στην Μπανγκόκ από Αμερικανούς πράκτορες το 2004, αναφέρει το Reuters. Ο Μπελχάτζ ήταν επικεφαλής της Ομάδας Λιβυκής Ισλαμικής Μάχης, μιας οργάνωσης που μαχόταν το καθεστώς του Καντάφι. Το ζευγάρι εκδόθηκε στην Τρίπολη, όπου ο Μπελχάτζ βασανίστηκε και κρατήθηκε σε φυλακές για τα επόμενα έξι χρόνια. Τα αρχεία του καθεστώτος του Καντάφι άφηναν να εννοηθεί ότι είχε συλληφθεί χάρη σε μια πληροφορία που έδωσαν οι Βρετανοί, αφού ο Μπελχάτζ νωρίτερα είχε ζητήσει άσυλο –αλλά δεν του είχε δοθεί– στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Μετά την ανατροπή του Μουάμαρ Καντάφι, το 2001, ο Μπελχάτζ ανέλαβε στρατιωτικός διοικητής της Τρίπολης. Κατηγορούσε από τότε το Λονδίνο ότι έδωσε στις αμερικανικές υπηρεσίες τις πληροφορίες που οδήγησαν στη σύλληψή του και ζητούσε μια συγγνώμη. Στα τέλη του 2011 αποφάσισε να προσφύγει στη δικαιοσύνη εναντίον της βρετανικής κυβέρνησης και των υπηρεσιών πληροφοριών MI5 και MI6.
Μετά το 2011 ίδρυσε ένα κόμμα, το Al-Watan, το οποίο όμως δεν εξέλεξε βουλευτές στις εκλογές του 2012, ούτε σε εκείνες του 2014. Μεταξύ 2012-14 ίδρυσε έναν φιλοϊσλαμιστικό τηλεοπτικό σταθμό που σήμερα έχει την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη.
Η Φατίμα ήταν παρούσα σήμερα στο βρετανικό κοινοβούλιο, μαζί με έναν από τους γιους της, σε μια σύντομη δήλωσή της προς τον Τύπο, χαιρέτισε τον τερματισμό της εξαετούς δικαστικής μάχης και ζήτησε «δικαιοσύνη για όλους, όποια και αν είναι η κουλτούρα ή η θρησκεία τους».