Από το χαρακίρι στους σύγχρονους αυτόχειρες: Οι αυτοκτονίες στην Ιαπωνία είναι και θέμα τιμής
Στην απελπισία του να γλιτώσει από την πείνα και την ανέχεια την οικογένειά του, ο Κανιχίρο Γιοσιμούρα, ένας χαμηλόβαθμος σαμουράι της Ιαπωνίας του 19ου αιώνα, αναγκάζεται να αγνοήσει το Μπουσίντο – τον άγραφο, πλην απαρέγκλιτο κώδικα τιμής των Σαμουράι. Η γυναίκα του, θέλοντας να τον λυτρώσει από την ντροπή αυτή αλλά και να τον απαλλάξει από το βάρος ενός επιπλέον «στόματος» να θρέψει, επιχειρεί να βάλει τέλος στη ζωή της, πέφτοντας σε ένα ποτάμι να πνιγεί. Η σκηνή από την ταινία «Όταν έπεσε το τελευταίο σπαθί» είναι μία από τις πολλές στον ιαπωνικό κινηματογράφο που αποτυπώνει το πώς βλέπουν οι Ιάπωνες την αυτοκτονία. Όχι μόνο ως πράξη ακραίας απελπισίας αλλά και αυτοτιμωρία, λύτρωση, αυταπάρνηση, δείγμα εντιμότητας και ακεραιότητας.
Η αυτοχειρία προφανώς δεν αφορά μόνο την Ιαπωνία. Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Και παρότι από το 2013 και μετά καταγράφεται στη χώρα πτώση στα ποσοστά αυτοκτονιών, οι αριθμοί παραμένουν δραματικά υψηλοί για μία χώρα του λεγόμενου ανεπτυγμένου κόσμου. Ενώ, δηλαδή, το 2003 καταγράφηκαν περί τις 34.500 αυτοκτονίες (27 αυτόχειρες ανά 100.000 ανθρώπους, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό στις ΗΠΑ ήταν ακριβώς το μισό), το 2016 τα στοιχεία του υπουργείου Υγείας και της ιαπωνικής αστυνομίας έκαναν λόγο για 22.000 περιστατικά. Παρά την πτωτική πορεία, το “Jisatsu”, όπως αποκαλούν την αυτοκτονία οι Ιάπωνες, εξακολουθεί να αποτελεί θέμα εθνικής προτεραιότητας.
Καθόλου τυχαίο δεν είναι, άλλωστε, πως το δάσος Αοκιγκαχάρα, στους πρόποδες του όρους Φούτζι, παραμένει το δεύτερο πιο δημοφιλές μέρος μετά την Golden Gate στο Σαν Φραντσίσκο για τους επίδοξους αυτόχειρες.
Από το χαρακίρι στους σύγχρονους αυτόχειρες
Πολλοί θεωρούν τη μακρά παράδοση στην «αυτοκτονία τιμής» αιτία των υψηλών ποσοστών αυτοχειρίας στη χώρα. «Σε μία χώρα μη χριστιανική, η αυτοκτονία δε θεωρείται αμαρτία», λέει ο Γουατάρου Νισίντα, ψυχολόγος στο πανεπιστήμιο του Τόκιο και προσθέτει πως, λόγω ιστορικών καταβολών, είναι στην κουλτούρα τους και «πολλοί τη βλέπουν ως τρόπο ανάληψης ευθύνης».
Για τους Σαμουράι, άλλωστε, η τελετουργική αυτοκτονία ήταν μονόδρομος για να διασωθεί η τιμή τους. Όπως επέβαλε ο κώδικας τιμής, το Σεπούκου (Seppuku – κυριολεκτικά «κόψιμο στομάχου», ή Χαρακίρι) ήταν μία διαδικασία υψηλού συμβολισμού όπου ο εκάστοτε πολεμιστής, για να εξιλεωθεί, μαχαίρωνε το στομάχι του με ένα “tanto” (μικρό σπαθί) ενώ ένας ‘kaishakunin’, έμπιστος συμπολεμιστής επιλογής του ίδιου του μελλοθάνατου, ολοκλήρωνε τη διαδικασία, αποκεφαλίζοντάς τον.
Η εναλλακτική εκδοχή του Σεπούκου ήταν το Τζουμόντζι γκίρι, μία ακόμη πιο ανατριχιαστική τελετουργία όπου παραλειπόταν ο αποκεφαλισμός και ο αυτόχειρας, καθιστός στωικά, αιμορραγούσε μέχρι θανάτου. Μ’ αυτόν τον τρόπο επέλεξε να πεθάνει, μετά από 15 ώρες αιμορραγίας, ο Τακιτζίρο Ονίσι, υποναύαρχος του αυτοκρατορικού ναυτικού κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και «πατέρας» των πιλότων αυτοκτονίας Καμικάζε.
Ένας Ιάπωνας καμικάζι δένει στο κεφάλι του τη χαρακτηριστική κορδέλα με τον «άλικο ήλιο» της Ιαπωνίας που φορούσαν πάντα οι πιλότοι στις αποστολές αυτοκτονίας. Οι «Kamikaze», που στα ιαπωνικά σημαίνει Θείος Άνεμος, έμειναν στην ιστορία ως οι πιλότοι που έριχναν τα αεροσκάφη τους σαν βόμβες στα πολεμικά πλοία των Αμερικανών, κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο - Keystone/Getty Images
Για τους Ιάπωνες τόσο οι Σαμουράι όσο και οι Καμικάζε δεν ήταν φυγόπονοι ή δειλοί αλλά ήρωες που ύμνησε ο λαός και θέλησαν να μιμηθούν στον ένδοξο θάνατο πολλοί απεγνωσμένοι.
Εκτός από τους απεγνωσμένους, όμως, τον ηρωικό θάνατο που πάντα φαντασιωνόταν, βρήκε τον Νοέμβριο του 1970 και ο διασημότερος μεταπολεμικός συγγραφέας, Γιούκιο Μισίμα. Μετά από την εισβολή στα κεντρικά γραφεία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας στο Τόκιο και το συμβολικό, πλην αποτυχημένο πραξικόπημα με το μεγάλο όραμα της επιστροφής στην αυτοκρατορική Ιαπωνία, ο Μισίμα – που, ειρήσθω εν παρόδω, είχε χάσει τρεις φορές το Νόμπελ, λόγω ακροδεξιών πεποιθήσεων – εκτέλεσε το Σεπούκου που σχεδίαζε επί ένα χρόνο, μπήγοντας το μαχαίρι στην κοιλιά του. Ο άνθρωπος, ωστόσο, που είχε ορίσει να τον αποκεφαλίσει, έτρεμε τόσο πολύ που δεν τα κατάφερε. Κι ο συγγραφέας των Απαγορευμένων Χρωμάτων έζησε έναν αγωνιώδη θάνατο – που οι Ιάπωνες δεν είδαν με συμπόνια, καθώς θεώρησαν πως το ‘Mishima Incident’, όπως έμεινε γνωστό, έβλαπτε την εικόνα ενός λαού που, μετά την πανωλεθρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προσπαθούσε να ορθοποδήσει και να εκσυγχρονιστεί.
Ο Μισίμα – του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Κιμιτάκε Χιραόκα και στη φωτογραφία είναι ντυμένος με την παραδοσιακή πανοπλία των Σαμουράι – ήταν ακραίος εθνικιστής που φαντασιωνόταν την αποκατάσταση της θείας υπόστασης του αυτοκράτορα, την ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος της Ιαπωνίας και την κατάργηση του πασιφιστικού συντάγματος της χώρας. Επέμενε πως οι δυτικές αξίες αποδυναμώνουν τη χώρα σαν τον «καρκίνο» – Keystone/Getty Images
Οικονομική απελπισία και κοινωνική παραίτηση
Το προσδόκιμο ζωής στην Ιαπωνία (81 έτη για τους άνδρες, 87 για τις γυναίκες) είναι εντυπωσιακά υψηλό. Κι ένας από τους λόγους γι’ αυτό, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι γιατί οι άνθρωποι συνταξιοδοτούνται αργά και παραμένουν κοινωνικά ενεργοί. Τι γίνεται, όμως, όταν δε συμβαίνει κάτι τέτοιο;
Το καλοκαίρι του 2015, ένας 71χρονος άνδρας, με δάκρυα στα μάτια, «λούστηκε» με βενζίνη και αυτοπυρπολήθηκε σε ένα κατάμεστο βαγόνι ενός Shinkansen (bullet train) και μπροστά στα έντρομα μάτια δεκάδων συνεπιβατών του. Όπως αργότερα μετέδιδαν τα ιαπωνικά μέσα, ψάχνοντας το παρελθόν του, ο άνδρας αυτός ζούσε μόνος και άνεργος, μαζεύοντας αλουμινένια κουτάκια για να ζήσει. Για τους περισσότερους ακουγόταν μία γνωστή, πικρή ιστορία: Φτωχός, μόνος και ηλικιωμένος.
Πυκνή βλάστηση, τεράστιοι κορμοί, υπερφυσικές ρίζες, απόκοσμη σιωπή, θαμπό φως και προσωπικά αντικείμενα πάνω στο χώμα. Λέγεται πως, λόγω των υψηλών συγκεντρώσεων μαγνητικού σιδήρου στο έδαφός του, οι πυξίδες μπερδεύονται και τα GPS απορυθμίζονται. Στο αποκαλούμενο Τζουκάι (θάλασσα των δέντρων) είναι εύκολο να χαθεί κανείς χωρίς να το θέλει. Πολύ ευκολότερο όταν το επιδιώκει - Carl Court/Getty Images
Μπορεί η Ιαπωνία να είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, έχοντας επιτύχει εντυπωσιακή ανάπτυξη στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, ωστόσο, το υψηλό δημόσιο χρέος και η επί χρόνια «λιμνάζουσα» οικονομία, έχει αφήσει το στίγμα της στους πολίτες. Κάποιοι Ιάπωνες, κυρίως άνδρες, δεν μπορούν να διαχειριστούν την πίεση της οικονομικής ανασφάλειας, της υπερεργασίας, των εξοντωτικών ωραρίων, των όλο και περισσότερων συμβολαίων ορισμένου χρόνου, της ανεργίας και δίνουν τέλος στη ζωή τους.
Είναι και θέμα κουλτούρας
Ωστόσο, οι Ιάπωνες είναι γαλουχημένοι στη στωικότητα. Δεν διαμαρτύρονται, δεν παραπονιούνται. Κι έπειτα, στο αίμα τους κυλά το περίφημο ‘atarimae’ (το λογικό, φυσικό κι αναμενόμενο, σε ελεύθερη μετάφραση). Είναι φυσικό να πετούν τα σκουπίδια στο σωστό μέρος. Είναι φυσικό να περιμένουν στην ουρά τη σειρά τους. Είναι φυσικό να παραδώσουν ό,τι χαμένο βρουν. Είναι φυσικό να παραιτούνται από τη δουλειά τους όταν κατηγορηθούν για κάτι. Και, κάποιες φορές, είναι φυσικό να δώσουν τέλος στη ζωή τους όταν υποφέρουν ή κάνουν άλλους να υποφέρουν. Για πολλούς Ιάπωνες, το να επιβαρύνουν με κάποιο τρόπο το συγγενή/συνάδελφο/συνάνθρωπο, δεν είναι επιλογή. Η πίεση απ’ όσα νιώθουν και δεν εκφράζουν, συσσωρεύεται. Και μία δυσάρεστη κατάσταση τους φαίνεται εφικτό να διορθωθεί μόνο μέσω «ακροτήτων»: Μέσω απομόνωσης, παραίτησης ή, ακόμη, και αυτοκτονίας.
Ιαπωνία: Στη χώρα του Χινομάρου θα θέλεις πάντα να επιστρέφεις…
Χικικομόρι: Οι «αυτοεξόριστοι» της ζωής
Ο σχολικός εκφοβισμός είναι ένα από τα κίνητρα που οδηγούν όλο και περισσότερους μαθητές στο απονενοημένο. Από την άλλη, είναι γνωστό το περιβόητο ‘Χικικομόρι’, μία μορφή κοινωνικής απόσυρσης, ένα φαινόμενο που το υπουργείο Υγείας της Ιαπωνίας ορίζει ως «άρνηση κάποιων ανθρώπων να βγουν από το σπίτι τους, ως κοινωνική απομόνωση διαρκείας». Οι άνθρωποι αυτοί αποσύρονται σε ένα δωμάτιο και δεν βγαίνουν για μήνες – ή και χρόνια.
Οι χικικομόρι, όμως, αποτελούν μία (ίσως την πιο ακραία) μορφή απώλειας κοινωνικής επαφής. Οι κατά καιρούς έρευνες καταδεικνύουν απόλυτη αδιαφορία των νέων για το σεξ. Σύμφωνα με παλιότερη έρευνα της ιαπωνικής κυβέρνησης, το 42% των ανδρών και το 44,2% των γυναικών – σχεδόν οι μισοί singles, ηλικίας από 18 έως 34 – είναι παρθένοι – φαινόμενο που, σε συνδυασμό με το χαμηλό ποσοστό γεννήσεων και τα υψηλά ποσοστά υπέργηρων πολιτών, συνιστά «δημογραφική βόμβα» για τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Η κοινωνική απομόνωση επιτείνεται από την εμμονή των νέων με τα anime και manga και τον εθισμό στα video games και την τεχνολογία. «Θωρακίζονται» σε μία ζωή φαντασιακή κι αποστειρωμένη, χωρίς τα προβλήματα των διαπροσωπικών σχέσεων και τη διέξοδο της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Το στίγμα των ψυχικά νοσούντων
Στη χώρα των χρυσανθέμων οι ψυχικές ασθένειες παραμένουν ταμπού, ένα θέμα που δε θίγουν ούτε αυτοί που οφείλουν. Μεταξύ των πολιτών υπάρχει ελάχιστη κατανόηση για το τι σημαίνει κατάθλιψη και πού μπορεί να οδηγήσει ενώ τα κοινωνικά αντανακλαστικά για αναζήτηση βοήθειας είναι σχεδόν ατροφικά. Το σύστημα υγείας πάσχει σημαντικά όχι μόνο λόγω σοβαρής έλλειψης ψυχιάτρων αλλά και λόγω ανεπαρκούς εκπαίδευσης κλινικών ψυχολόγων. Σε ανθρώπους με ψυχικές διαταραχές είναι συνήθης η συνταγογράφηση πανίσχυρων ψυχοτρόπων φαρμάκων αλλά όχι και η παραπομπή σε ψυχολογική υποστήριξη ή ψυχοθεραπεία.
Τη ζέση και την ψυχολογική στήριξη που θα είχε ανάγκη ένας απελπισμένος, προσφέρει επί χρόνια όχι κάποιος ειδικός αλλά ένας πρώην αστυνομικός, ο Γιούκιο Σίγκε. Ο 70χρονος που ανέλαβε καθήκοντα «ψυχολόγου», αφιερώνοντας τη, μετά σύνταξη, ζωή του στη διάσωση όσων ταξιδεύουν ως το υπέροχο Τοτζίμπο για να δώσουν τέλος στη ζωή τους, έχει καταφέρει να σώσει πάνω από 550 ζωές.
«Στις τηλεοπτικές συζητήσεις για τις ψυχικές παθήσεις, μιλούν ακόμα ωσάν η κατάθλιψη να συνεπάγεται αυτοκτονία. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αλλάξει άμεσα», σχολιάζει εύγλωττα ο Γουατάρου Νισίντα, ενισχύοντας το επιχείρημα πολλών για το ότι, η αντίληψη πως πρόκειται για κάτι «τρομακτικό και αλλόκοτο που αφορά λίγους», συνιστά εθνικό στρουθοκαμηλισμό.