Brexit: Αβεβαιότητα και εκκρεμότητες έναν χρόνο πριν το «διαζύγιο» ΕΕ-Βρετανίας
Στις 29 Μαρτίου 2019 και ώρα 23:00 GMT: το Ηνωμένο Βασίλειο θα σταματήσει να αποτελεί επισήμως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το βήμα που θα ακολουθήσει είναι άγνωστο και η μεταβατική συμφωνία που πέτυχε το Λονδίνο, εκτιμάται πως θα χρησιμεύσει ως... αμορτισέρ της εξόδου.
Η πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τερέζα Μέι, ενεργοποίησε τη διαδικασία του διαζυγίου στα τέλη Μαρτίου, του περασμένου έτους. Αντιλαμβανόμενη ότι είναι αδύνατον να επιτύχει συμφωνία με τους πρώην εταίρους της για τη μελλοντική σχέση Ηνωμένου Βασιλείου - ΕΕ, μέσα στο χρονικό διάστημα των δύο ετών, η Μέι ζήτησε και έλαβε περίοδο μετάβασης, κερδίζοντας χρόνο και λίγη δικαιική ασφάλεια για τις βρετανικές επιχειρήσεις.
«Δεν υπάρχει ανάγκη να είμαστε έτοιμοι τον επόμενο χρόνο, διότι έχουμε τη μετάβαση», σύμφωνα με τον καθηγητή Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο King's College του Λονδίνου Ανάντ Μένον.
«Η ρήξη θα καθυστερήσει», σύμφωνα με την Κάθριν Μπάρναρντ καθηγήτρια του Ευρωπαϊκού Δικαίου στο πανεπιστήμιο του Cambridge, η οποία θεωρεί ότι «η πραγματική ερώτηση είναι αν οι δύο πλευρές θα είναι έτοιμες στις 31 Δεκεμβρίου 2020, όταν θα τελειώσει η μεταβατική περίοδος».
Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το Λονδίνο δεν θα λαμβάνει μέρος στη λήψη αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά θα συνεχίσει να έχει πρόσβαση στην ενιαία αγορά με αντάλλαγμα τη συμβολή του στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Η ελεύθερη κυκλοφορία των ευρωπαίων πολιτών θα διασφαλισθεί επίσης, αφού η Τερέζα Μέι αναγκάσθηκε να υποχωρήσει στην ευρωπαϊκή αυτή απαίτηση, σχολιάζει το Γαλλικό πρακτορείο.
Σχέδια έκτακτης ανάγκης
Όμως, απέναντι στην αβεβαιότητα ως προς το περιεχόμενο της τελικής συμφωνίας, εάν τελικά αυτή υπάρξει, οι βρετανικές επιχειρήσεις έχουν ήδη αρχίσει να λαμβάνουν μέτρα.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του γραφείου νομικών συμβούλων Pinsent Masons, το 51% των μεγάλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν υιοθετήσει σχέδια έκτακτης ανάγκης και προγραμματίζουν τη μεταφορά του προσωπικού τους στην ηπειρωτική Ευρώπη. Όσες δεν το έχουν κάνει, ετοιμάζονται να το κάνουν μέχρι το τέλος του έτους.
Το υπουργείο Οικονομικών από την πλευρά του έχει εξασφαλίσει δισεκατομμύρια στερλινών για να προετοιμάσει το Brexit.
Η μετάβαση δεν θα κλείσει παρά μόνο εάν το Λονδίνο και οι 27 συμφωνήσουν για τους όρους του διαζυγίου από σήμερα μέχρι τον Οκτώβριο, οπότε και πρέπει να υπογραφεί μία Συνθήκη αποχώρησης. Για τη μελλοντική σχέση, η οποία στο μεταξύ θα αποτελέσει επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης, θα υπάρξει κοινή δήλωση, επίσης τον Οκτώβριο.
Ευρωπαϊκές πηγές που επικαλείται το AFP προειδοποιούν ότι «τίποτε δεν έχει συζητηθεί πριν συμφωνηθούν τα πάντα».
«Εξίσωση αδύνατη»
Το Λονδίνο θέλει την έξοδο τόσο από την ενιαία αγορά, όσο και από την τελωνειακή ένωση, διατηρώντας παράλληλα τις στενότερες δυνατές σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εξίσωση είναι αδύνατη, απαντούν μέχρι στιγμής οι Βρυξέλλες.
«Αν και τα δύο στρατόπεδα θέλουν να ελαχιστοποιήσουν τις αρνητικές συνέπειες για την οικονομία... η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταστήσει σαφές ότι οι όροι που θα προσφερθούν στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να είναι καλύτεροι από αυτούς που εξασφαλίζει η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση», τονίζει η Μαγκνταλένα Φρένχοφ Λάρσεν, του Πανεπιστημίου του Westminster.
Η ευρωπαϊκή μετανάστευση σε πτώση
Το θέμα των συνόρων ανάμεσα στην βρετανική επαρχία της Βόρειας Ιρλανδίας και τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, που θα αποτελεί στο μέλλον το μόνο χερσαίο σύνορο ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, παραμένει σημαντικό σημείο τριβής.
Παρά τις αντιρρήσεις τους, οι Βρετανοί δέχθηκαν τελικά να περιλάβουν στο κείμενο της συμφωνίας αποχώρησης το σχήμα «κοινός ρυθμιστικός χώρος» που θα περιλαμβάνει την Βόρεια Ιρλανδία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, τουλάχιστον μέχρις ότου εμφανισθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μία άλλη πρόταση. Αυτό διότι το μικρό κόμμα των Ενωτικών Βορειοϊρλανδών (DUP), στις έδρες του οποίου οφείλει την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία η Τερέζα Μέι, δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι αυτόν τον «κοινό ρυθμιστικό χώρο».
Παρά την περιρρέουσα αβεβαιότητα και τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, οι Βρετανοί ψηφοφόροι δεν μοιάζουν στην πλειοψηφία του να λυπούνται για την επιλογή τους.
Από το δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016, και χωρίς να έχει βυθιστεί στην ύφεση με την οποία απειλούσαν οι υποστηρικτές της παραμονής, το Ηνωμένο Βασίλειο γνώρισε πτώση της ισοτιμίας της στερλίνας, άνοδο του πληθωρισμού και επιβράδυνση της ανάπτυξης.
«Πολλοί ψήφισαν υπέρ της εξόδου από την ΕΕ περισσότερο για πολιτικούς παρά για οικονομικούς λόγους», τονίζει η Μαγκνταλένα Φρένχοφ Λάρσεν, αναφερόμενη στην επιθυμία των Βρετανών να ανακτήσουν τον έλεγχο των νόμων τους και να βάλουν φρένο στην ευρωπαϊκή μετανάστευση.
Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία, παρατηρείται «σαφής μείωση της μετανάστευσης από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν συνεχισθεί, το Brexit θα έχει ήδη το επιθυμητό αποτέλεσμα».