ΚΟΣΜΟΣ

Το «τραγούδι του Νταχάου», το εμβατήριο που έδινε κουράγιο στους κρατουμένους

Το «τραγούδι του Νταχάου», το εμβατήριο που έδινε κουράγιο στους κρατουμένους
Wikipedia

Ήταν ένα κοντσέρτο για βιολί, αλλά διαφορετικό από τα άλλα που δίνονται σε αίθουσες συναυλιών προς τέρψη του φιλόμουσου κοινού, αυτό που έγινε πριν μερικές μέρες στο Νταχάου, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Μόναχο.

Βιολιά και ρεπερτόριο εξέπεμψαν φρίκη. Φρίκη από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς- Μπιρκενάου, Μποόχενβαλντ, Μπέργκεν Μπέλσεν, Νταχάου, Μαουτχάουζεν κ.λπ., όπου στη χιτλερική Γερμανία, βιολιστές, αλλά και ακορντεονίστες κρατούμενοι υποχρεώνονταν από τους ναζί να συνοδεύουν, παίζοντας εφιαλτικές νότες, στα κρεματόρια τους μελλοθάνατους. Και κάποιες φορές για να διασκεδάζουν τους ίδιους.

Μερικά βιολιά που «επέζησαν» του Ολοκαυτώματος κατέληξαν στα χέρια συλλέκτη στο Τελ Αβίβ, ο οποίος δάνεισε οχτώ εξ αυτών για να χρησιμοποιηθούν στο κοντσέρτο του Νταχάου, που έγινε σε αίθουσα του ανακτόρου της ομώνυμης πόλης, με σκοπό την αφύπνιση της κοινωνίας ώστε να μην επαναληφθούν «ποτέ ξανά» τα όσα βίωσε η ανθρωπότητα την περίοδο του Ναζισμού.

Ακούστηκαν μουσικά κομμάτια που παίζονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως η «Σερενάτα» του Μότσαρτ, «Μια μικρή μουσική νυκτός», «Τραγούδι του Νταχάου» του Χέρμπερτ Ζίπερ, «Ποιητές και αγρότες» του Σουπέ και βεβαίως συνθέσεις και εκτελέσεις του Ρίχαρντ Βάγκνερ, αγαπημένου συνθέτη και μουσουργού του Χίτλερ κ.ά.

Κορυφαία στιγμή του κοντσέρτου, ήταν αυτή της εκτέλεσης του «Τραγουδιού του Νταχάου». Παίχτηκε με το βιολί που το έπαιζε τότε κρυφά στο στρατόπεδο ο Αυστριακός βιολιστής κρατούμενος Έριχ Βάινινγκερ.

Ο μουσικός Χέρμπερτ Ζίπερ, αιχμάλωτος και αυτός στο Νταχάου τότε και διασωθείς, είχε περιγράψει αργότερα σε αυστριακό μουσικό περιοδικό το πώς γράφτηκε το περίφημο αυτό τραγούδι:

«Αύγουστος 1938 στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Νταχάου: Ο Γιούρα Ζόιφερ και εγώ έπρεπε να φορτώνουμε ένα κάρο με τσιμέντα, έξω από το Στρατόπεδο, να σύρουμε το κάρο μέσα στο στρατόπεδο και να το ξεφορτώνουμε. Αναγκαστικά περνούσαμε από την κύρια πύλη του στρατοπέδου στην οποία υπήρχε η επιγραφή "Arbeit macht frei" (Η εργασία ελευθερώνει). Η μεταφορά αυτή διήρκεσε μια περίπου εβδομάδα και η διάβαση της πύλης λάμβανε χώρα τριάντα φορές την ημέρα.

Βρέθηκε η πύλη του Νταχάου με την επιγραφή 'Arbeit macht frei'

Την τρίτη ή την τέταρτη ημέρα της μεταφοράς είπα στον Ζόιφερ την ώρα που σέρναμε το φορτωμένο κάρο: Αυτή η επιγραφή πάνω από την πύλη -η εργασία ελευθερώνει- είναι ένας εμπαιγμός. Πρέπει οπωσδήποτε να αντισταθούμε και να δώσουμε στους συγκρατούμενούς μας λίγο θάρρος.

Ο Ζόιφερ απάντησε αμέσως: Ναι έχω ήδη ασχοληθεί με το θέμα. Μερικές ημέρες αργότερα που υποχρεωθήκαμε να εργαζόμαστε σε ένα λάκκο, όπου ήμασταν μέχρι την κοιλιά μας μέσα στο νερό, μου είπε ο Ζόιφερ ότι έχει ετοιμάσει ένα ποίημα και μου το απήγγειλε προφορικά. Δεν το είχε γράψει σε χαρτί, φοβούμενος την ανακάλυψή του κειμένου από την Γκεστάπο και την τιμωρία του, που θα ήταν η θανατική ποινή. Μου επανέλαβε το ποίημα αρκετές φορές και αμέσως άρχισα τη μελοποίηση του, όχι σε χαρτί, για τον γνωστό λόγο, αλλά μέσα στο μυαλό μου.

Με το τρόπο αυτό δημιουργήθηκε το "Τραγούδι του Νταχάου", ως ένα εμβατήριο για να δώσει κουράγιο και θάρρος στους κρατούμενους».

Και οι δύο πρωτεργάτες και δημιουργοί του τραγουδιού μεταφέρθηκαν αργότερα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, απ΄ όπου ο Ζίπερ επέζησε, ενώ ο Ζόιφερ πέθανε εκεί από χολέρα.

Το τραγούδι του Νταχάου

Συρματόπλεγμα, με θάνατο φορτωμένο,

έχει γύρω από τον κόσμο μας απλωθεί (τεντωθεί)

Επάνω ένας ουρανός χωρίς έλεος

στέλνει παγωνιά και ηλιο εγκαύματα.

Μακριά από μας είναι όλοι οι φίλοι

Μακριά η Πατρἰδα, μακριά οι γυναίκες μας

Όταν βουβοί αρχίζουμε την εργασία μας,

χιλιάδες (κρατούμενοι) τα ξημερώματα

Ρεφραίν (επαναλαμβανόμενο μετά από κάθε στίχο)

Μάθαμε καλά το σύνθημα του Νταχάου

και γίναμε έτσι σκληροί ως το ατσάλι.

Να είσαι άνδρας, σύντροφε.

Να παραμείνεις άνθρωπος, σύντροφε.

Να κάνεις όλη την εργασία, να την αποπερατώσεις σύντροφε.

Διότι η εργασία ελευθερώνει (Arbeit macht frei).

Κάτω από το στόμιο (μπούκα) των όπλων

ζούμε μέρα και νύκτα.

Το να ζεις εδώ μας γίνεται μάθημα

χειρότερο από ό,τι είχαμε φανταστεί.

Ουδείς πλέον μετρά ημέρες και εβδομάδες,

μερικοί ούτε και τα χρόνια.

Πολλοί έχουν καταρρεύσει

και έχασαν το Πρόσωπό τους.

Κουβάλησε (ρυμούλκησε) την πέτρα

και τράβηξε (σύρε) τα βαγόνια,

κανένα φορτίο δεν είναι για σένα τόσο δύσκολο (βαρύ)

Εσύ, όπως ήσουν στο παρελθόν

είσαι σήμερα, εδώ και καιρό όχι πλέον ο ίδιος.

Τρύπησε με το φτυάρι το χώμα,

θάψε τον πόνο μέσα (στο χώμα) βαθειά,

και με τον ιδρώτα σου θα γίνεις

ο ίδιος ατσάλι και πέτρα.

Κάποτε θα μας ανακοινώσει η σειρήνα (του στρατοπέδου):

Σηκωθείτε για την τελευταία καταμέτρηση.

Και έξω που θα βρεθούμε

θα είσαι, σύντροφε, παρών.

Λαμπρά θα μας χαμογελά η ελευθερία,

προχωρείτε μπροστά με φρέσκο θάρρος.

Και η εργασία που κάνουμε

αυτή η εργασία θα γίνει καλή.

Με την στρατιωτική συντριβή της Γερμανίας και την απελευθέρωση των κρατουμένων των στρατοπέδων συγκέντρωσης που είχαν απομείνει εν ζωή, διασώθηκαν και εβδομήντα από τα «βιολιά της φρίκης» τα οποίa συγκέντρωσαν και φυλάσσουν στο Τελ Αβιβ το κάθε ένα με τη δική του τραγική ιστορία οι συλλέκτες Αμός και Αβσαλόμ Βαϊνστάιν.

Όπως εξήγησαν οι δυο συλλέκτες, αρκετοί από τους κατόχους τους, επιζήσαντες οι ίδιοι ή συγγενείς τους, τους υποχρέωσαν στην πραγματικότητα να τα πάρουν, υπό την απειλή ότι εάν δεν τα αγοράσουν θα τα πετάξουν. Δεν ήθελαν, μολονότι στα βιολιά όφειλαν το ότι επέζησαν, να τους θυμίζουν τον εφιάλτη των κρεματορίων...

Στο κοντσέρτο του Νταχάου είχαν προσκληθεί και συμμετείχαν, εκπροσωπώντας την Ιερά Μητρόπολη Ορθοδόξων της Γερμανίας, οι πρωτοπρεσβύτεροι της ενορίας του Μονάχου Απόστολος Μαλαμούσης και Αντώνιος Βήχος.