Ο Ντόναλντ Τραμπ ξανά πρόεδρος των ΗΠΑ
Ο Ντόναλντ Τραμπ επιστρέφει, τέσσερα χρόνια μετά, στον Λευκό Οίκο. Ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων κατάφερε να επικρατήσει της Δημοκρατικής αντιπάλου του, Κάμαλα Χάρις, στις κάλπες της 5ης Νοεμβρίου του 2024 και να κατορθώσει κάτι που μόνον ένας ακόμη άνθρωπος – ο Γκρόβερ Κλίβελαντ το 1893- έχει καταφέρει: να επιστρέψει στην εξουσία μετά από τετραετή απουσία και μάλιστα μετά από μια σαρωτική νίκη.
Για ακόμη μια φορά, ο 45ος και πλέον 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ απέδειξε ότι η αμερικανική κοινωνία αποστρέφεται πλέον τη «συμβατική» πολιτική και με το ανατρεπτικό και αφιλτράριστο προεκλογικό στυλ του κέρδισε όχι μόνο τις παραδοσιακά «κόκκινες» πολιτείες των ΗΠΑ αλλά και ορισμένες από αυτές που θεωρούνται εκλογικά αμφίρροπες και εξαιρετικά αναποφάσιστες.
Η επιστροφή του στη δημόσια σφαίρα των ΗΠΑ μετά την ήττα από τον Τζο Μπάιντεν το 2020, όταν ακόμη και οι Ρεπουμπλικάνοι σύμμαχοί του θεωρούσαν νεκρή την πολιτική του καριέρα, ήταν αδιαμφισβήτητα ένα εντυπωσιακό «ταξίδι».
Μάλιστα, πολλοί αναλυτές αναφέρουν πως ο Ντόναλντ Τραμπ είναι «πολιτικά αλεξίσφαιρος», όπως λίγοι πολιτικοί στις ΗΠΑ.
«Και κάπως έτσι, η τολμηρή, εκρηκτική και μερικές φορές λαμπρή πολιτική καριέρα του Ντόναλντ Τραμπ ολοκληρώνεται» έγραφε το 2020 η πολιτική ιστοσελίδα «The Hill».
Τίποτα, όμως, δεν είχε τελειώσει.
Ο ίδιος ο πρόεδρος είχε δηλώσει μερικές ώρες μετά την ορκωμοσία του πολιτικού του αντιπάλου:
«Σας αγαπάμε. Θα επιστρέψουμε με κάποιο τρόπο».
Τους επόμενους δύο μήνες, κορυφαία στελέχη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος του γύρισαν την πλάτη.
Μέχρι τον Φεβρουάριο του 2021, όμως, είχαν ταχθεί και πάλι στο πλευρό του.
«Στέκομαι εδώ για να σας πω ότι το απίστευτο ταξίδι που ξεκινήσαμε μαζί δεν έχει τελειώσει» δήλωσε ο ίδιος σε ομιλία του, μόλις ένα μήνα από την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο.
Υπαινίχθηκε, επίσης, ότι μπορεί να κερδίσει τους Δημοκρατικούς «για τρίτη φορά το 2024».
Τους περασμένους μήνες, ο Τραμπ υποσχέθηκε να πολεμήσει την ακρίβεια και τον πληθωρισμό, να μειώσει εκ νέου τους φόρους, να επανεξετάσει τις εμπορικές συμφωνίες των ΗΠΑ, να κλείσει τα σύνορα στους παράνομους μετανάστες και να «τελειώσει» ταχύτατα τους πολέμους στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.
Είχε δύο πολιτικούς αντιπάλους στη δεύτερη πορεία του προς το Λευκό Οίκο, τον Τζο Μπάιντεν και την Κάμαλα Χάρις, που ανέλαβε μετά την απόσυρση του Δημοκρατικού προέδρου.
Ο Τραμπ συγκρούστηκε μετωπικά και με τους δύο, με το πολιτικό θερμόμετρο να χτυπάει «κόκκινο» τακτικά.
H εκστρατεία της Κάμαλα Χάρις χαρακτήρισαν τον Τραμπ «μεγάλο ρίσκο για τις ΗΠΑ», «ασταθή» και επικίνδυνο.
O Ρεπουμπλικανός υποψήφιος είπε πως η Χάρις είναι άτομο χαμηλού IQ, τεμπέλα και ακατάλληλη για πρόεδρος.
Οι δύο πλευρές αντάλλαξαν… φιλοφρονήσεις αρκετές φορές, με «φόντο» τα καυτά ζητήματα της παράνομης μετανάστευσης, των αμβλώσεων και της οικονομίας.
Και ο αμερικανικός λαός, αποφάσισε.
Πώς έφτασε, όμως, για δεύτερη φορά στον Λευκό Οίκο ο Τραμπ;
Το πολυετές «φλερτ» με την πολιτική
Το 2016, πολλοί μίλησαν για τον «κομήτη» Τραμπ, ο οποίος εισήλθε στην πολιτική ζωή της χώρας και ανέτρεψε ισορροπίες δεκαετιών.
Εν μέρει, είχαν δίκιο.
Οι Αμερικανοί επί δεκαετίες στήριζαν υποψήφιους των Ρεπουμπλικάνων ή των Δημοκρατικών με εντελώς διαφορετικά προφίλ και το χρίσμα των κομμάτων πήγαινε σε βετεράνους πολιτικούς, που είχαν έμπρακτα εργαστεί για το κόμμα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, αδιαμφισβήτητα δαιμόνιος επιχειρηματίας, διαισθάνθηκε ότι οι ανάγκες της αμερικανικής κοινωνίας είχαν τότε διαφοροποιηθεί.
Μετά από μια επεισοδιακή προεκλογική «μάχη» με την Χίλαρι Κλίντον, κατά τη διάρκεια της οποίας οι δύο υποψήφιοι αντάλλαξαν βαριές κουβέντες, ο Ντόναλντ Τραμπ μπήκε στον Λευκό Οίκο για την πρώτη θητεία του.
Με το σλόγκαν «Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά» (σ.σ. Make America Great Again) συνέτριψε όχι μόνο τους υπόλοιπους υποψήφιους για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων αλλά και τη Δημοκρατική Χίλαρι Κλίντον, η οποία κέρδισε μεν την λαϊκή ψήφο αλλά δεν κατάφερε να μπει στο Λευκό Οίκο.
Ο Τραμπ ξεπέρασε με ευκολία όλα τα εμπόδια που του παρουσιάστηκαν προεκλογικά -όπως ένα ηχητικό στο οποίο φέρεται να μιλά για σεξουαλική κακοποίηση- και άφησε τους δημοσκόπους… άφωνους, καταρρίπτοντας κάθε πρόβλεψή τους.
Και παρότι ο δισεκατομμυριούχος είχε «πλασαριστεί» τότε ως αουτσάιντερ της πολιτικής, η αλήθεια είναι ότι φλέρταρε με το ανώτατο αμερικανικό αξίωμα για δεκαετίες.
Σε συνέντευξή του το 1980, ο 34χρονος τότε Τραμπ περιέγραψε την πολιτική ως «πολύ δύσκολη και κακή ζωή» και υποστήριξε ότι «οι πιο ικανοί άνθρωποι» επιλέγουν τον επιχειρηματικό κόσμο.
Μερικά χρόνια αργότερα, όμως, φαίνεται πως άρχισε να αλλάζει γνώμη.
Εξέφρασε για πρώτη φορά την πρόθεσή του να μπει στο τερέν της πολιτικής το 1987, χωρίς ωστόσο τελικά να προχωρήσει τελικά την κατάθεση υποψηφιότητας.
Αντίστοιχες βλέψεις είχε εκφράσει και το 1999, το 2004 αλλά και το 2008.
Στο μεσοδιάστημα δεν έμεινε, φυσικά, άπραγος.
Συνέχισε τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του, χτίζοντας ουρανοξύστες και γήπεδα του γκολφ σε ολόκληρο τον κόσμο και έγινε γνωστός σε ολόκληρες τις ΗΠΑ ως τηλεοπτική περσόνα με το ριάλιτι «The Apprentice».
Το δημοφιλές σόου, που προβλήθηκε για 14 σεζόν, έβαλε τον Τραμπ στα σπίτια των Αμερικανών και τον βοήθησε να «χτίσει» το προφίλ του σκληρού και τολμηρού επιχειρηματία, με ιδιαίτερη έφεση στο να κλείνει συμφέρουσες συμφωνίες.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης -κυρίως- καμπάνιας του, ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε ιδιαίτερα το χαρακτηριστικό του αυτό για να πείσει τους ψηφοφόρους ότι είναι ικανός να αναλάβει τα «ηνία» της χώρας.
Το… στάτους του ως celebrity ήταν όμως και κάτι που προβλημάτιζε πολλούς Αμερικανούς, με τον επιχειρηματία να επικεντρώνει την καμπάνια του στο γεγονός ότι ήταν ένας εξαιρετικά εύπορος και επιτυχημένος επιχειρηματίας.
«Είμαι πολύ πλούσιος» είπε ο Τραμπ το 2016, την ημέρα που ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι η αυτοπεποίθησή του είναι αυτό που χρειάζεται η χώρα μετά από μια σειρά «αποτυχημένων», όπως τους χαρακτήρισε, ηγετών.
Τέσσερα χρόνια πριν εισέλθει επίσημα στην πολιτική, ο εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος είχε αρχίσει να εμφανίζεται σε εκπομπές υπερδεξιών παρουσιαστών και ακτιβιστών.
Και ήταν ένας από τους ανθρώπους που υποστήριξαν ανοιχτά τότε το κίνημα «birther», που υποστήριζε ότι ο Μπαράκ Ομπάμα δεν είχε γεννηθεί στις ΗΠΑ και ζητούσε να δοθεί στη δημοσιότητα η ληξιαρχική πράξη γέννησής του.
Τα πρώτα χρόνια και το «brand» Τραμπ
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι το τέταρτο παιδί του μεγαλομεσίτη Φρεντ Τραμπ, ο οποίος δημιούργησε μια διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία.
Παρότι η οικογένειά του ήταν αρκετά εύπορη, ο νεαρός τότε Ντόναλντ ξεκίνησε να εργάζεται στην επιχείρηση του πατέρα του από τα χαμηλότερα πόστα.
Σε ηλικία 13 ετών, η κακή του συμπεριφορά στο σχολείο έκανε τον πατέρα του να τον στείλει σε στρατιωτική ακαδημία -μια συνηθισμένη πρακτική στις ΗΠΑ για «προβληματικά» παιδιά.
Ο Τραμπ αποφοίτησε στη συνέχεια από το πανεπιστήμιο Wharton School της Πενσιλβάνια και έγινε ο συνεχιστής του πατέρα του όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του, Φρεντ, αποφάσισε να γίνει πιλότος.
Ο Φρεντ ήταν αλκοολικός και πέθανε σε ηλικία 43 ετών, κάτι που σημάδεψε τον Ντόναλντ Τραμπ που αποφεύγει ακόμη και σήμερα το αλκοόλ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ γιγάντωσε την επιχείρηση του πατέρα του, τον οποίο αποκαλεί «έμπνευσή του», και έστρεψε την επιχείρηση από την κατασκευή σπιτιών στο Μπρούκλιν και το Κουίνς στην ανοικοδόμηση μεγαλόπνοων πρότζεκτ στο Μανχάταν.
Μεταξύ αυτών και ο πύργος Τραμπ στην Fifth Avenue αλλά και πολλά ξενοδοχεία, καζίνο και γήπεδα γκολφ στο Σικάγο, το Λας Βέγκας και αργότερα την Ινδία, την Τουρκία και τις Φιλιππίνες.
Οικογενειακή ζωή
Η πρώτη σύζυγος του Ντόναλντ Τραμπ ήταν η Ιβάνα, αθλήτρια και μοντέλο από την Τσεχία. Το ζευγάρι απέκτησε τρία παιδιά -τον Ντόναλντ τον νεότερο, την Ιβάνκα και τον Έρικ- πριν από το πολύκροτο διαζύγιό του το 1990.
Η δικαστική διαμάχη για το χωρισμό τους φιγούραρε επί εβδομάδες στα πρωτοσέλιδα ταμπλόιντ και περιοδικών, με τον αμερικανικό λαό να παρακολουθεί λεπτό προς λεπτό τις αλληλοκατηγορίες του διάσημου ζεύγους.
Ο Τραμπ παντρεύτηκε τη δεύτερη συζυγό του, Μαρία Μέιπλς, το 1993, με την οποία απέκτησε την κόρη του Τίφανι.
Μετά το δεύτερο διαζύγιό του το 1999, γνώρισε τη Μελάνια Τραμπ και το ζευγάρι παντρεύτηκε το 2005.
Το πέμπτο παιδί του πλανητάρχη, ο Μπάρον Γουίλιαμ Τραμπ, που πέρασε μέρος της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας στον Λευκό Οίκο, ενηλικιώθηκε πρόσφατα.
Ντόναλντ Τραμπ, ο πρόεδρος
Ο Τραμπ ορκίστηκε 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ στις 20 Ιανουαρίου του 2017 και αναστάτωσε την αμερικανική πολιτική σκηνή από τις πρώτες μόλις ημέρες της προεδρίας του.
Απρόβλεπτος και εκρηκτικός, προχωρούσε μόνος του σε επίσημες ανακοινώσεις μέσω του Twitter, αναστατώνοντας το προσωπικό του Λευκού Οίκου, και τακτικά ερχόταν σε σύγκρουση με ξένους ηγέτες.
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι κατακρίνουν την αποχώρησή του από μεγάλες συμφωνίες για το εμπόριο και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ενώ ιδιαίτερη ενόχληση προκάλεσε και η απόφασή του να προχωρήσει σε ταξιδιωτική απαγόρευση από επτά ισλαμικές χώρες.
Ξεκίνησε, επίσης, εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, προχώρησε σε μειώσεις φόρων ρεκόρ και άλλαξε τις ισορροπίες στις σχέσεις των ΗΠΑ με τη Μέση Ανατολή.
Αντιμετώπισε με ιδιαίτερη σκληρότητα, επίσης, το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης στις ΗΠΑ και ενόχλησε πολλούς όταν ξεκίνησε την κατασκευή τείχους στα σύνορα με το Μεξικό.
Κατηγορήθηκε για τις σχέσεις του με τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, με ειδικό ανακριτή να αναζητά «ρωσικό δάκτυλο» στο αποτέλεσμα των εκλογών του 2016.
Ο Τραμπ δεν κατηγορήθηκε ποτέ επίσημα για τίποτα αλλά 34 άτομα βρέθηκαν αντιμέτωπα με το νόμο για οικονομικά εγκλήματα και χάκινγκ.
Από την έρευνα δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ επίσημα ρωσική ανάμειξη στις αμερικανικές εκλογές.
Αργότερα, ο Τραμπ έγινε ο τρίτος Αμερικανός πρόεδρος που παραπέμφθηκε σε δίκη, κατηγορούμενος ότι πίεσε ξένη κυβέρνηση να ψάξει και να βρει τα… βρώμικα μυστικά του Δημοκρατικού αντιπάλου του Τζο Μπάιντεν.
Το Κογκρέσο, που τότε ήλεγχαν οι Δημοκρατικοί, τον παρέπεμψε σε δίκη αλλά η «κόκκινη» Γερουσία, τον αθώωσε.
Η εκλογική ήττα του 2020 και η… επιστροφή
Η προεκλογική καμπάνια του Τραμπ το 2020 μονοπωλήθηκε από την πανδημία του κορωνοϊού, με τον τότε πρόεδρο να δέχεται σφοδρή κριτική για τον τρόπο αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης.
Μάλιστα και αναγκάστηκε να σταματήσει για μερικές ημέρες την προεκλογική του καμπάνια τον Οκτώβριο όταν νόσησε και ο ίδιος από Covid – 19.
Παρότι κατάφερε να κερδίσει 74 εκατομμύρια ψήφους -περισσότερες από οποιονδήποτε άλλο πρόεδρο που ζητούσε επανεκλογή- έχασε τις εκλογές από τον Τζο Μπάιντεν.
Από την πρώτη στιγμή μίλησε για εκλογική νοθεία, κάτι που οδήγησε ορισμένους από τους θερμόαιμους υποστηρικτές του στην εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου στην Ουάσινγκτον.
Το περιστατικό αυτό δημιούργησε φόβους και για πολιτική βία το 2024, σενάριο που ευτυχώς δεν επαληθεύτηκε.
Η άποψή του αυτή δεν έχει αλλάξει.
Μόλις προ ημερών είπε ότι «δεν έπρεπε να είχε φύγει» από τον Λευκό Οίκο το 2020:
«Αλήθεια τα πήγαμε, τόσο, τόσο καλά».
Εμφανώς ενοχλημένος από την ήττα του, «έσπασε» παράδοση 152 ετών και δεν έδωσε το «παρών» στην ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν και μετακόμισε στη Φλόριντα με την οικογένειά του.
Διατήρησε, όμως, την τεράστια επιρροή του εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, κυρίως λόγω των ένθερμων υποστηρικτών του.
Τα περασμένα τέσσερα χρόνια βρέθηκε ξανά αντιμέτωπος με το νόμο, κάτι που δεν είχε όμως κανέναν αντίκτυπο στην καμπάνια του, και ο Τραμπ κατάφερε να θέσει εκτός κούρσας τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, μετά από ένα καταστροφικό για τους Δημοκρατικούς ντιμπέιτ.
Στις 13 Ιουλίου, ο πρώην πρόεδρος δέχτηκε δολοφονική επίθεση ενώ βρισκόταν επί σκηνής στο Μπάτλερ της Πενσιλβάνια και τραυματίστηκε ελαφρά στο αυτί.
Ο δράστης και ένα μέλος του κοινού έπεσαν νεκροί ενώ δύο ακόμη άνθρωποι τραυματίστηκαν σοβαρά.
Μερικούς μήνες αργότερα, η Μυστική Υπηρεσία κατάφερε να αποτρέψει δεύτερη απόπειρα κατά του Τραμπ, στη Φλόριντα.
«Η 5η Νοεμβρίου 2024 είναι η πιο σημαντική ημερομηνία της ιστορίας της χώρας μας» έχει δηλώσει ο Ντόναλντ Τραμπ για τις κρίσιμες εκλογές του 2024.