ΚΟΣΜΟΣ Οι Ροχίνγκια μιλούν για τους Ροχίνγκια: 10 ιστορίες προσφυγιάς Newsroom Σάββατο, 05 Οκτωβρίου 2019 09:24 Sara Creta/MSF Photo 1/10 Ο Μοχάμεντ ζει με την αδελφή του, την Αζίζα, 5 ετών, και τον μικρότερο αδελφό του, τον Μαχμούντ, 2 μηνών. Το σπίτι τους είναι κοντά στο παλιό νεκροταφείο όπου οι πρόσφυγες θάβουν τους νεκρούς. Όταν ήρθαν, ήταν ο μόνος διαθέσιμος χώρος στην περιοχή. Τώρα όμως, λόγω της αύξησης του αριθμού των ανθρώπων που ζουν στον καταυλισμό, μένουν πολύ κοντά στο νεκροταφείο και καθημερινά δέχονται πιέσεις να μεταφερθούν σε άλλο σημείο. Πηγή: Sara Creta/MSF Photo 2/10 Ο Αμίρ, πρόσφυγας Ροχίνγκια, ανακουφισμένος που φρόντισαν την κόρη του, την Κισματάρα, 2 ετών, στο τμήμα επειγόντων περιστατικών της κλινικής των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στο Κουτούπαλονγκ. Η Κισματάρα κάηκε με καυτό νερό την ώρα που οι γονείς της δεν ήταν μέσα στο κατάλυμα. Πηγή: Patrick Rohr Photo 3/10 Η Αμούντια, 5 ετών, είναι Ροχίνγκια από την πολιτεία Ρακάιν της Μιανμάρ. Ήρθε στον καταυλισμό στο Κοξ Μπαζάρ στις 25 Αυγούστου 2017 με τους γονείς της, τον αδελφό της και τις δύο αδελφές της, για να γλιτώσουν από τις «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» των δυνάμεων ασφαλείας της Μιανμάρ. Η Αμούντια πηγαίνει στο σχολείο του καταυλισμού για να παίξει και να περάσει την ώρα της με άλλα παιδιά. Πηγή: Mohammad Ghannam/MSF Photo 4/10 Ο Αμπντούλ Σαλάμ, 17 ετών, είναι Ροχίνγκια και έχασε ολόκληρη την οικογένειά του –τους γονείς του, τρεις αδελφές και δύο αδελφούς– σε μια θηριώδη σφαγή στο χωριό του, το Σααπράν στο διαμέρισμα Ροσιντόνγκ της Μιανμάρ. Ταξίδεψε μέχρι το Κοξ Μπαζάρ μόνος του, ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να ξαναχτίσει τη ζωή του. Αισθάνεται όμως μόνος, και ότι δεν έχει τα μέσα που χρειάζεται για να πάει μπροστά. Πηγή: Mohammad Ghannam/MSF Photo 5/10 Η Μουμτάζ Μπεγκούμ, 32 ετών, επέζησε από τη σφαγή στο Τούλα Τόλι, όπου εκατοντάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά Ροχίνγκια βιάστηκαν και δολοφονήθηκαν στις 30 Αυγούστου 2017. Η Μουμτάζ είχε τρία αγόρια, τον Μοχαμάντ Οτμάν, 11 ετών, τον Μοχαμάντ Σαντίκ, 5 ετών και τον Σαφίκ Αλλάχ, 3 ετών, και ένα κορίτσι, την 9χρονη Ρόζια. Είχε επίσης έναν άντρα που την αγαπούσε, τον Αμπού Αλ Χουσαΐν. Μόνο η Μουμτάζ και η Ρόζια επέζησαν από τη σφαγή. Τώρα ζουν σε άθλιες συνθήκες σε έναν αχανή καταυλισμό προσφύγων στο Κοξ Μπαζάρ στο Μπανγκλαντές, έχοντας πρόσβαση μόνο στα απολύτως απαραίτητα για να επιβιώσουν. Πηγή: Mohammad Ghannam/MSF Photo 6/10 Ο Σογιούντ Χουσαΐν είναι γύρω στα 70 και ζει στον καταυλισμό του Κουτούπαλονγκ. «Είμαι τέσσερα χρόνια εδώ. Όλη η οικογένειά μου είναι εδώ. Είχα δύο γιους: ο στρατός της Μιανμάρ απήγαγε και σκότωσε τον έναν πριν από δύο χρόνια, ο άλλος είναι εδώ. Δεν μας επέτρεπαν να προσευχηθούμε. Δεν μπορούμε να σπουδάσουμε, να φάμε ή να μετακινηθούμε στο Ρακάιν. Οι άλλες φυλές μπορούν να μετακινούνται ελεύθερα στη Μιανμάρ. Αν η Μιανμάρ μάς δώσει δικαιώματα ιδιοκτησίας και μας επιτρέψει να μετακινούμαστε ελεύθερα, τότε θα γυρίσουμε πίσω, διαφορετικά θα μείνουμε εδώ. Εδώ μπορούμε να προσευχόμαστε. Στη Μιανμάρ μάς έπαιρναν το Κοράνι και το ποδοπατούσαν. Όταν πηγαίναμε για ψώνια, μας ενοχλούσαν, έπαιρναν τα χρήματά μας και ρωτούσαν αν είμαστε από τη Μιανμάρ. Πριν από λίγα χρόνια με σταμάτησαν μερικοί στρατιώτες και με ανάγκασαν να κουβαλήσω έναν σάκο με πυρομαχικά. Ήταν πάρα πολύ βαρύς, και έπεσα κάτω. Όταν έπεσα με κλώτσησαν και μου έσπασαν τα δόντια. Δεν μπορούσα να φτιάξω τα δόντια μου εκεί, έτσι ήρθα εδώ. Μου τα έφτιαξαν εδ Πηγή: Dalila Mahdawi/MSF Photo 7/10 Ο Μοχαμάντ Αμίν, πρόσφυγας Ροχίνγκια που ήρθε στο Μπανγκλαντές πριν από 12 χρόνια, κάθεται σε ένα μαγαζάκι που σερβίρει τσάι στον γιγάντιο καταυλισμό του Κουτούπαλονγκ, όπου περνάει την ώρα του μερικές φορές. «Όταν ήμασταν στη Μιανμάρ, έπρεπε να πληρώσουμε φόρο στο κράτος αν κάναμε παιδί, αγοράζαμε ένα ζώο ή παντρευόμασταν. Δεν μας επέτρεπαν να μετακινούμαστε. Εκεί που ζούσαμε δεν μπορούσαμε να έχουμε ανώτερη εκπαίδευση, αλλά μόνο μέχρι την πέμπτη ή την έκτη τάξη. Οι άρρωστοι δεν μπορούσαν να έχουν την περίθαλψη που χρειάζονταν: υπήρχαν νοσοκομεία, αλλά είχαν προτεραιότητα οι ασθενείς Ρακάιν. Έπρεπε να πληρώσουμε πολλά χρήματα. Μερικές φορές πηγαίναμε στο Μπανγκλαντές για περίθαλψη, που ήταν καλύτερης ποιότητας. Ερχόμασταν εδώ κι ύστερα γυρίζαμε πίσω. Πριν από 12 χρόνια περίπου, σπούδαζα σε ένα ιεροδιδασκαλείο. Ήταν αργία, έτσι γύριζα με τα πόδια στο χωριό μου κουβαλώντας τα βιβλία μου, όταν με σταμάτησαν στρατιώτες. Βρήκαν τα θρησκευτικά βιβλία στην τσάντα μου, τα πήραν και τα πέταξαν στα χωράφια. Μετά με έβ Πηγή: Dalila Mahdawi/MSF Photo 8/10 Ο Αζιζούλ Χόκε είναι ράφτης και ήρθε στο Κουτούπαλονγκ πριν από δύο χρόνια. Έφυγε από τη Μιανμάρ για να γλιτώσει από την εκτεταμένη βία κατά των Ροχίνγκια στην πολιτεία Ρακάιν. «Υποφέραμε πολύ στη Μιανμάρ, αναγκαστήκαμε να έρθουμε εδώ. Είναι δύσκολα για μας εδώ, επειδή δεν έχουμε χρήματα. Αγόρασα αυτή τη ραπτομηχανή εδώ και έχω ένα μικρό εισόδημα. Είμαστε δεκαμελής οικογένεια και είναι δύσκολο να τους συντηρώ. Η κυβέρνηση της Μιανμάρ δεν μας δίνει την ιθαγένειά μας. Αν πάρουμε την ιθαγένεια, θα γυρίσουμε κατευθείαν πίσω.» Πηγή: Dalila Mahdawi/MSF Photo 9/10 Η πρόσφυγας Ροχίνγκια, Μπίμπι Τζαν, κάθεται σε ένα μαγαζάκι που σερβίρει τσάι με τον πεντάχρονο γιο της, τον Φαγιεζοραχμάν, στον γιγάντιο καταυλισμό του Κουτούπαλονγκ. «Είμαι δύο χρόνια εδώ. Υποφέρουμε πολύ. Είναι δύσκολο να βγω από το σπίτι, επειδή πρέπει να φοράω μπούρκα για να πάω στην τουαλέτα ή να φέρω νερό. Τα ντους και οι τουαλέτες είναι πολύ μακριά από το σπίτι μας και μας είναι δύσκολο να πάμε εκεί. Η χώρα μας καίγεται, γι' αυτό βρισκόμαστε στο Μπανγκλαντές σήμερα. Χτίσαμε ένα σπίτι στη Μιανμάρ, όμως μείναμε σ' αυτό μόνο πέντε μέρες. Σκότωσαν δύο από τους αδελφούς μου. Έκαψαν το χωριό μας και κατέστρεψαν τα πάντα. Οι περισσότεροι άνθρωποι σκοτώθηκαν και κάηκαν. Οι πιο πολλοί βασανίστηκαν. Μας μαχαίρωσαν, έχω τα σημάδια. Όταν φύγαμε από τη Μιανμάρ δεν πήραμε τίποτα μαζί μας, οπότε χρειαζόμαστε τα πάντα: ρούχα, τρόφιμα, φάρμακα, φως, εξαερισμό, νερό, τα πάντα. Κάνει πολύ ζέστη μέσα στα καταλύματα. Πρέπει να φοράμε μπούρκα για να πάμε στην αγορά ή στα μαγαζιά. Η κυβέρνηση της Μιανμάρ δεν μας δέχτηκε ως Πηγή: Dalila Mahdawi/MSF Photo 10/10 Ο Ιμάν, 22 ετών, είναι από την πολιτεία Ρακάιν της Μιανμάρ. Έφυγε από τη Μιανμάρ το 2015 και πήγε στην Ταϊλάνδη, πριν έρθει στη Μαλαισία. Αφότου ήρθε στο Πενάνγκ το 2016, εργάζεται σε όποιο εργοτάξιο μπορεί να βρει δουλειά. Τους τελευταίους δυόμισι μήνες ο εργοδότης του δεν τον έχει πληρώσει. Συνεχίζει να δουλεύει, επειδή μένει σε ένα μικρό κατάλυμα στο εργοτάξιο. Χωρίς το κατάλυμα αυτό, θα ήταν άστεγος, καθώς δεν μπορεί να πληρώνει για σπίτι. Πηγή: Arnaud Finistre ΚΟΣΜΟΣ · ΡΟΧΙΝΓΚΙΑ · ΜΙΑΝΜΑΡ · ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ · ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΗ ΚΡΙΣΗ