Τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα ενηλικιώθηκαν στην Ελλάδα. Και τώρα;
Κάποτε οι πρόσφυγες είχαν όνειρα. Έδιναν χιλιάδες ευρώ στους δουλεμπόρους και περνούσαν άγνωστες θάλασσες, για να φτάσουν στην Ευρώπη, να σπουδάσουν, να δουλέψουν, κι ύστερα, να φέρουν τις οικογένειές τους.
Τους θυμάμαι στον σιδηροδρομικό σταθμό της Νέας Βύσσας στο Έβρο, έπειτα στα νησιά, στο λιμάνι του Πειραιά, στην πλατεία Βικτωρίας, στις πολυκατοικίες της οδού Ξούθου στην Ομόνοια. Οι περισσότεροι ήθελαν να γίνουν γιατροί ή μηχανικοί, κάποιοι ήθελα να γίνουν δικηγόροι. Χαμογελούσαν και σχεδίαζαν το μέλλον τους. Η Ελλάδα ήταν γι' αυτούς μόνο ένας ενδιάμεσος σταθμός, μια χώρα transit... έτσι τους είχαν πει. Τώρα, βαλτωμένοι στην Ελλάδα της κρίσης, ακόμη και οι πρόσφυγες σταμάτησαν να ονειρεύονται. “Μια δουλειά” λένε όλοι. “Ένα μεροκάματο”. Είναι παιδιά. Οι περισσότεροι έκλεισαν τα 18 πριν από λίγους μήνες. Ήρθαν στη χώρα μας μόνοι, “ασυνόδευτοι ανήλικοι” και μεγάλωσαν εδώ. Οι ξενώνες που τους στέγαζαν μέχρι πέρυσι δεν μπορούν να συνεχίσουν να τους φιλοξενούν. Από τη στιγμή που έκλεισαν τα 18 δεν έχουν πια θέση στις δομές ανηλίκων. Δεν μπορούν να φύγουν, δεν έχουν κανέναν λόγο να μείνουν. Κι αν ο στόχος είναι «η ένταξη στην ελληνική κοινωνία», είναι μάλλον ένας στόχος ουτοπικός. Η ανεργία ξεπέρασε το 23% κι αυτά τα παιδιά δεν μιλούν καν ελληνικά.
Ο ξενώνας της PRAKSIS, λοιπόν, δημιουργήθηκε από μία ανάγκη. Την ανάγκη στέγασης των προσφύγων που μόλις ενηλικιώθηκαν. Τώρα πια κάποιοι πρόσφυγες έχουν ένα μέρος για να μείνουν. Μέχρι πότε όμως; Και μετά; Η ζωή που ζουν δεν είναι η ζωή που έχουν επιλέξει, ούτε η ζωή που φαντάστηκαν όταν ξεκίνησαν το ταξίδι για την «Ωραία Ευρώπη». Ο καιρός περνάει αλλά γι’ αυτούς τους ανθρώπους δεν υπάρχει προοπτική ούτε και εναλλακτική.
Ο Ναβίτ φοράει πάντα καπέλο
Ο Ναβίτ είναι 18 χρόνων. Όταν ξεκίνησε το ταξίδι του για την Ευρώπη δεν είχε στο μυαλό του την Ελλάδα. “Είναι όμως καλά εδώ”, λέει. Πηγαίνει στο σχολείο και μαθαίνει ελληνικά. Μια δουλειά θέλει τώρα, να βρει για να βγάζει λίγα χρήματα. Η οικογένεια του είναι στο Αφγανιστάν. Αρχικά, ο στόχος ήταν να έρθουν και αυτοί στην Ευρώπη αλλά τα δεδομένα, άλλαξαν...
Το Αφγανιστάν είχε γίνει επικίνδυνο και ο Ναβίτ έπρεπε να φύγει. Δεν μπορούσε όμως να φανταστεί πόσο επικίνδυνο θα ήταν το ταξίδι. Για ένα μήνα περπατούσε ασταμάτητα. Στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε ένα αυτοκίνητο, στο Ιράν όμως πυροβόλησαν τον οδηγό και δύο φίλους του. Ο Ναβίτ χτύπησε στο κεφάλι. Γι' αυτό δεν θα τον δεις ποτέ χωρίς καπέλο.
Τα ελληνικά του φαίνονται δύσκολα. Η πιο δύσκολη λέξη για τον Ναβίτ είναι η λέξη “αυτοκίνητο”. Όχι να την γράψει, να την πει.
Δυσκολεύεται να φανταστεί τη ζωή του στο μέλλον. Δεν ξέρει αν θα έχει κάνει τη δική του οικογένεια, δεν ξέρει αν θα καταφέρει να φέρει τους δικούς του ανθρώπους στην Ευρώπη, δεν ξέρει αν θα σπουδάσει ή αν θα βρει δουλειά. Προς το παρόν προέχει να μάθει ελληνικά. Είναι ο μόνος τρόπος να μπορέσει να διεκδικήσει ένα μεροκάματο.
Ο Μοχάμεντ φοβάται πως δεν θα ξαναδεί τους γονείς του
Ο Μοχάμεντ έκλεισε τα 18 πριν από λίγους μήνες. Κατάγεται από τη Γάζα. Ένας Παλαιστίνιος που ζούσε στη Συρία. Πέρασε δύσκολα, όπως λέει, χρειάστηκε να μείνει ακόμα και στον δρόμο. “Τώρα είμαι ευγνώμον που έχω ένα κρεβάτι να κοιμάμαι τα βράδια, έχω φαγητό και νερό”, λέει ο Μοχάμετ.
Ο Μοχάμεντ θέλει να γίνει κομμωτής για να το καταφέρει θα συνεχίσει το ταξίδι του στην Ευρώπη. Κάποιοι “προσωπικοί λόγοι”, όμως, όπως λέει, τον καθυστερούν. Πριν έρθει στην Αθήνα έμενε σε ένα καμπ στην Σάμο. Τα επεισόδια εκεί ήταν καθημερινά, όπως λέει. Μια νύχτα το κέντρο φιλοξενίας πήρε φωτιά. “Δεν υπήρχε κάποιος υπεύθυνος για να βάλει τους ταραξίες στη θέση τους”, θυμάται. Ήταν ανήλικος τότε.
Οι γονείς του είναι στη Συρία. Δεν θα έρθουν αλλά ούτε και αυτός μπορεί να επιστρέψει. Έτσι φοβάται πολύ πως δε θα ξαναδεί την οικογένειά του. «Ίσως ποτέ», λέει.
Ο Αμπντούλ ξέρει μόνο να χαιρετάει στα ελληνικά
Ο Αμπντούλ είναι από το Πακιστάν. Πριν από λίγους μήνες έκλεισε και αυτός τα 18. Ούτε ο Αμπντούλ ξεκίνησε από το Πακιστάν για να φτάσει στην Ελλάδα. Έμεινε όμως εδώ. Η μόνη λέξη που μπορεί να πει με αυτοπεποίθηση στα ελληνικά είναι “Γεια!”
Η οικογένειά του έμεινε πίσω. “Δεν θέλουν να έρθουν στην Ευρώπη”, μου λέει “Εκεί γεννήθηκαν, εκεί μεγάλωσαν. Το μόνο που ήθελαν ήταν ένα καλύτερο μέλλον για το παιδί τους”.
Η μέρα περνάει με αυστηρό πρόγραμμα. Πρωινό, καθαριότητα, σχολείο, διάβασμα, γυμναστική. Το έχει πάρει απόφαση ότι θα μείνει Ελλάδα. Ήταν από τους τυχερούς που δεν βίωσαν ρατσισμό “Στη Ελλάδα έμαθα τι σημαίνει άνθρωπος” λέει. Όνειρα για το μέλλον δεν μπορεί να κάνει. Δεν ξέρει πως θέλει τη ζωή του. “Να έχω μια καλή ζωή”, μόνο αυτό λέει. "Μια καλή ζωή".
Ο Ταρίκ έφαγε πρόστιμο... γιατί ξέχασε το πάσο του!
Ο Ταρίκ μιλάει ελάχιστα ελληνικά. Τα έμαθε στο διαπολιτισμικό σχολείο. Όταν επιστρέφει από τα μαθήματα του αρέσει να μαγειρεύει στην δομή φιλοξενίας της PRAKSIS. Αυτό διαφοροποιεί τους ξενώνες ανηλίκων από τους ξενώνες ενηλίκων. Τα αγόρια εδώ μαγειρεύουν μόνα τους όλα τα γεύματα της ημέρας. Ο Ταρίκ δεν μαγειρεύει ελληνικά φαγητά. Μαγειρεύει τα φαγητά της πατρίδας του. Η σπεσιαλιτέ του είναι οι φακές. Δεν έχει και πολύ καλή γνώμη για την ελληνική κουζίνα. “Μόνο κοτόπουλο με πατάτες τρώτε” μου λέει.
Χθες ήταν μια κακή μέρα για τον Ταρίκ. Έφαγε 70 ευρώ πρόστιμο στο λεωφορείο γιατί είχε ξεχάσει να πάρει την κάρτα του. Ακόμα δεν μπορεί να το ξεπεράσει. Το διηγείται όμως μς χαμόγελο.
Η οικογένεια του είναι στο Πακιστάν. Δυστυχώς δεν προβλέπεται να έρθουν. Ο Ταρίκ ξέρει να επισκευάζει μηχανάκια και να ράβει. Γι' αυτό και πηγαίνει σε μία σχολή στα Κάτω Πατήσια, για να τελειοποιήσει την τέχνη του ράφτη. Πριν έρθει στην Αθήνα έμενε στην Μανταμάδα. “Είχε ήλιο και θάλασσα”, λέει αλλά οι φασαρίες ήτανε συχνές.
Ο Χασάν θέλει να πάει στο Λονδίνο
Ο Χασάν θέλει να πάει στο Λονδίνο. Εκεί, τον περιμένει η θεία του. Έχει εγκλωβιστεί όμως στην Ελλάδα. Σκέφτηκε να φύγει παράνομα αλλά προτίμησε να περιμένει. Ωστόσο, η αναμονή για βίζα είναι τεράστια κι έτσι, η μόνη λύση είναι η παραμονή του στη χώρα μας. “Πώς θα μείνω όμως στην Ελλάδα χωρίς δουλειά”, αναρωτιέται. Η ελληνική γλώσσα είναι δύσκολη κι αυτό τον προβληματίζει περισσότερο από όλα.
Η ζωή στον ξενώνα όμως, έχει και πολλά θετικά. Ο ξενώνας βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας, στην Χαριλάου Τρικούπη. Πηγαίνει παντού με τα πόδια και πολαμβάνει τον ήλιο με τους φίλους του. Κοπέλα δεν έχει. Βρίσκει όμως τις Ελληνίδες όμορφες.
Οι άνθρωποι δίπλα στους μετανάστες
Πατσού Χρυσούλα, Γραφείο Τύπου PRAKSIS
Τα κράτη που υποσχέθηκαν να πάρουν έναν μεγάλο αριθμό προσφύγων δεν έχουν υλοποιήσει την υπόσχεσή τους
“Από το 2014 μέχρι σήμερα η PRAKSIS έχει ανοίξει 16 ξενώνες για ασυνόδευτα ανήλικα παιδιά. Κάποια από τα παιδιά που φιλοξενήθηκαν ως ανήλικοι στους ξενώνες μας ενηλικιώθηκαν κι έτσι δημιουργήθηκε η ανάγκη δημιουργίας ενός ξενώνα που θα φιλοξενούσε παιδιά από 18 έως 22 χρόνων. Μια συνέχεια δηλαδή των ξενώνων ασυνόδευτων ανηλίκων” λέει η κα Πατσού.
Η πλειοψηφία των παιδιών αυτών είναι είτε αιτούντες άσυλο είτε αναγνωρισμένοι πρόσφυγες. Λίγα μόνο παιδιά έχουν τους γονείς τους στην Ευρώπη, τα περισσότερα όμως έχουν κάποιον συγγενή που τους περιμένει σε κάποια Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα.
“Τα ανήλικα παιδιά θεωρούνται ευάλωτες ομάδες γι' αυτό και έχουν προτεραιότητα” διευκρινίζει η κα. Πατσού. “Οι διαδικασίες ωστόσο πηγαίνουν εξαιρετικά αργά, εξαιτίας και της γραφειοκρατίας αλλά και της πολιτικής που ακολουθούν τα Ευρωπαϊκά κράτη. Πολλά κράτη έχουν κλείσει τα σύνορά τους. Άλλα κράτη υποσχέθηκαν να πάρουν έναν μεγάλο αριθμό προσφύγων αλλά δεν έχουν υλοποιήσει ακόμη την υπόσχεσή τους», συμπληρώνει.
Το 2015 το αίτημα της οικογενειακής επανένωσης ήθελε 1 με 3 μήνες για να ολοκληρωθεί. Πλέον η ίδια διαδικασία θέλει έναν χρόνο. Η λίστα αναμονής είναι 2000 παιδιά. Τα 1300 βρίσκονται σε δομές. Οι υπόλοιποι ασυνόδευτοι έχουν καταγραφεί στα κέντα υποδοχής των νησιών αλλά δεν φιλοξενήθηκαν από κάποιον ξενώνα ασυνόδευτων ανηλίκων.
«Τα παιδιά πηγαίνουν κανονικά σε διαπολιτισμικά σχολεία και το απόγευμα κάνουν μαθήματα ελληνικών, αγγλικών ή μαθαίνουν τη γλώσσα της χώρας στην οποία θέλουν να καταλήξουν. Κάνουν art therapy, αθλητικές δραστηριότητες και μαθήματα υπολογιστών» λέει η κυρία Πατσού. Όλα αυτά με την πολύτιμη βοήθεια των ανθρώπων που βρίσκονται δίπλα στους μετανάστες.
Βλάχου Εύη, Συντονίστρια ξενώνα
«Η ψυχολογία των παιδιών είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένη»
22 παιδιά φιλοξενεί ο ξενώνας και η δυνατότητα φιλοξενίας του είναι μέχρι 30. Όπως λέει η συντονίστρια της ομάδας πρόκειται για ένα στάδιο πριν την αυτονομία. Όπως διευκρινίζει η κυρία Βλάχου, "τα παιδιά μπορούν να μπαίνουν και να βγαίνουν από το σπίτι όποτε θέλουν φτάνει να ενημερώνουν. Κάποιοι δουλεύουν περιστασιακά. Κάνουν δηλαδή κάποια μεροκάματα όταν τους φωνάξει κάποιος συμπατριώτης τους που είναι περισσότερα χρόνια στην Ελλάδα".
«Τα παιδιά θέλουν να φύγουν. Έχουν δηλαδή μία ελπίδα ότι εκεί, στην Ευρώπη, τα πράματα θα είναι καλύτερα. Κάποιοι έχουν αποδεχτεί ότι θα μείνουν στην Ελλάδα, αφού δεν είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν» συμπληρώνει.
Η ελληνική γλώσσα είναι το βασικό εφόδιο για την εύρεση εργασίας
«Εμείς εδώ, επειδή δεν είναι πια παιδιά, προσπαθούμε να τους ενημερώνουμε εντελώς ειλικρινά και για τις συνθήκες που υπάρχουν στην Ελλάδα, και για το πόσο δύσκολα θα εγκριθούν οι αιτήσεις τους. Κάποιοι το αντιλαμβάνονται και κάποιοι όχι. Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι θα καταφέρουν κάπως να απορροφηθούν μέσα από τις κοινότητές τους, οπότε δεν προσπαθούν να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία. Και οι δυνατότητες των κοινοτήτων όμως είναι περιορισμένες κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να αντιληφθούν» τονίζει η συντονίστρια της ομάδας.
«Μια από τις προκλήσεις είναι να μάθουν να διαχειρίζονται τα χρήματά τους χωρίς να τα τελειώνουν από την πρώτη εβδομάδα. Γι’ αυτό και πηγαίνουν μαζί τους στο σούπερ μάρκετ ή στην λαϊκή αγορά. Το ιατρικό τους κομμάτι καλύπτεται μέσω του δημοσίου. Παρέχεται επίσης νομική υποστήριξη και βγαίνει για κάθε μετανάστη ΑΦΜ και ΑΜΚΑ. Είναι επίσης εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ», συμπληρώνει.
Τα παιδιά δεν έχουν ενημέρωση
«Η ψυχολογία τους είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένη. Μένουν χρόνια σε μια χώρα που στο μυαλό τους ήταν transit. Δεν έχουν ενημέρωση. Από τη μεγάλη σκηνή στη Μόρια μέχρι την Αθήνα οι μεταβάσεις είναι πολλές, Αλλιώς το είχαν φανταστεί. Η αυτοπεποίθησή τους είναι πεσμένη. Πίστευαν πως τα δύσκολα τελείωσαν όταν τελείωσε το ταξίδι, όμως όχι. Πολλοί προσπάθησαν δύο και τρεις φορές να περάσουν στην Ελλάδα, και έχει χρειαστεί να πληρώσουν δύο και τρεις φορές τους διακινητές για το ίδιο ταξίδι» τονίζει η κα Βλάχου.
Βαγγή Δώρα (Care International)
Η χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Eπιτροπής
Η Care International βρίσκεται στην Ελλάδα τον τελευταίο χρόνο. Το project χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Eπιτροπή. Μέρος του project είναι και ο ξενώνας για παιδιά που ήρθαν ως ασυνόδευτοι πρόσφυγες και ενηλικιώθηκαν στη χώρα μας.
Η Care τρέχει το πρόγραμμα των προπληρωμένων καρτών για τους πρόσφυγες του κέντρου της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, έτσι ώστε οι πρόσφυγες να έχουν μία ελάχιστη οικονομική δυνατότητα και να μπορούν να καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες.
«Πρόκειται για μία κάρτα που λειτουργεί σαν πιστωτική. Μπορούν να πληρώσουν με την κάρτα αυτή το σούπερ μάρκετ ή να κάνουν ανάληψη από κάποιο ΑΤΜ. Ο κάθε μετανάστης του ξενώνα δικαιούται 150 ευρώ σε μηνιαία βάση. Το ποσό αλλάζει ανάλογα με τους παροχές που απολαμβάνει ο κάθε πρόσφυγας. Αν για παράδειγμα ο ξενώνας παρέχει φαγητό, το ποσό αυτό θα ήταν μικρότερο. Το μέγιστο που μπορεί να πάρει, για παράδειγμα, μια οικογένεια προσφύγων, είναι τα 550 ευρώ» λέει η κα Βαγγή.