«Το δικό μου Μπατακλάν»: Το κόμιξ που δεν υποκύπτει στον φόβο
Στον κόσμο των κόμιξ ο θάνατος είναι ένας συχνός επισκέπτης.
Άλλοτε ως μηχανισμός προώθησης της πλοκής και άλλοτε ως πρωταγωνιστής ο ίδιος, ο θάνατος ορίζει την ύπαρξη των ηρώων, όπως το μαύρο χρώμα ορίζει την περιοχή όπου το φως δεν αντανακλάται.
Ο θάνατος μάς υπενθυμίζει την αξία των ζωντανών, δοκιμάζει την ηθική τους υπόσταση σε κάθε λεζάντα, γίνεται μέτρο της συναισθηματικής έντασης που εκτυλίσσεται καρέ καρέ, αποσαφηνίζει το όριο ανάμεσα στην επιτυχία ή την αποτυχία του ήρωα που μάχεται από σελίδα σε σελίδα. Ο θάνατος κρύβεται και επανέρχεται μέχρι το The End που σηματοδοτεί το τέλος της περιπέτειας και την ολοκλήρωση του μηνύματος.
Όταν άρχισαν να πυροβολούν «δεν ήμασταν τίποτα άλλο παρά μια μάζα επιζώντων, τραυματιών, νεκρών, μια μάζα θανάτου, που ούρλιαζε από τρόμο», θυμάται ο Φρεντ. Ο ίδιος κειτόταν δίπλα σε έναν νεκρό.
Την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015, ο θάνατος κρύφτηκε στο σκοτάδι του Μπατακλάν. Ανυποψίαστοι οι θαμώνες του διάσημου μουσικού θεάτρου της γαλλικής πρωτεύουσας, είχαν στραμμένα τα μάτια τους στη σκηνή, όπου έπαιζαν οι καλιφορνέζοι Eagles of Death Metal. Κατά έναν δαιμονικό τρόπο, όλοι οι συμβολισμοί μιας μακάβριας ειρωνείας είχαν πάρει θέση στην αίθουσα.
«Είμαι ακόμα ζωντανός... Ένας ζωντανός μεταξύ νεκρών», ψιθυρίζει.
Στα αριστερά του βρισκόταν μια νεαρή γυναίκα, η Ελίζα. Τραυματισμένη αλλά ζωντανή.
«Θα μπορούσε να είναι κόρη μου», υποστηρίζει ο Φρεντ. Μιλώντας με χαμηλή φωνή, προσπαθεί να παρηγορήσει τη γυναίκα.
Σε κάθε συναυλία, το φως έρχεται από τη σκηνή. Όπως αντιπαραβάλλεται με το σκοτάδι στον υπόλοιπο χώρο, το φώς γίνεται εκτυφλωτικό, ένα εκρηκτικό άσπρο που αντανακλά συμβολικά όλα όσα έχει να δώσει ο καλλιτέχνης στο κοινό του.
Οι άνθρωποι που παρακολουθούν τη μουσική πανδαισία μοιάζουν σαν να κοροϊδεύουν τον θάνατο έτσι όπως λούζονται τα πρόσωπά τους στο φως που έρχεται από τη σκηνή και σπρώχνει το μαύρο πίσω και μακριά στις γωνιές της αίθουσας. Μυούνται στο μήνυμα του καλλιτέχνη όσο τα ίδια τα σώματά τους γίνονται το όριο ανάμεσα στο φως που πέφτει πάνω τους και στο σκοτάδι που μένει πίσω τους.
Καταλαβαίνει κανείς το τελετουργικό αυτού του μουσικού εξαγνισμού σε δύο διαστάσεις, όταν η συναυλία τελειώνει και ανάβουν τα φώτα της αίθουσας. Οι άνθρωποι αποκτούν ξανά την αίσθηση των τριών διαστάσεων, στέκονται αποπροσανατολισμένοι, έχουν όμως κερδίσει την εμπειρία μιας καθαρτικής συνομιλίας με αυτο που είναι η τέχνη της μουσικής. Το σημείο αναφοράς έχει πλέον εισέλθει μέσα τους.
Αποκοπήκαμε από αυτήν την φρίκη, δημιουργήσαμε έναν χώρο ανθρωπιάς. Γνωρίζαμε ότι εάν κάναμε τον παραμικρό θόρυβο θα μας πυροβολούσαν. Ο ένας στήριζε τον άλλο.
Και τι δεν θα έδιναν όσοι βρίσκονταν εκείνο το βράδυ στο Μπατακλάν για να δουν τα φώτα να ανάβουν στο τέλος της συναυλίας. Κανένας δεν περίμενε ότι ο θάνατος καραδοκούσε στις σκοτεινές γωνίες του μουσικού θεάτρου.
Την ώρα που η μπάντα των αμερικάνων μουσικών έπαιζε το τραγούδι «Kiss the devil» («Φίλα τον διάβολο»), άρχισε το σφυροκόπημα των καλάσνικοφ. Το μακελειό του Μπατακλάν έμεινε στην ιστορία ως μια από τις φρικτότερες στιγμές στη ζωή των παριζιάνων. Εντάχθηκε δε από το πρώτο λεπτό στο γεωπολιτικό σενάριο που είχε ξεκινήσει μια πενταετία νωρίτερα ως αναδιάταξη της μουσουλμανικής περιφέρειας εν μέσω χρηματοπιστωτικής κρίσης, εξελίχτηκε σε πολιτική αστάθεια και πόλεμο, σε προσφυγική κρίση και κλείσιμο συνόρων, σε ένα δράμα χωρίς τέλος.
Ακόμα ζωντανός
O 50χρονος Φρεντ ήταν ένας από τους ανθρώπους που ζούσαν τη συναυλία εκείνο το βράδυ. Έζησε λεπτό προς λεπτό τον εφιάλτη, εγκλωβισμένος για δύο ώρες μέσα στην αίθουσα. Αυτός που ελάχιστες στιγμές πριν λουζόταν στο φως έπρεπε να παριστάνει ξαπλωμένος τον νεκρό για να αποφύγει τον θάνατο.
Χθες, Παρασκευή κυκλοφόρησε στη Γαλλία, την Ελβετία και το Βέλγιο το ασπρόμαυρο κόμιξ «Mon Bataclan» («Το δικό μου Μπατακλάν») που φέρει την υπογραφή του: Fred Dewilde.
«Γνωρίζω την μυρωδιά, τη γεύση της θηριωδίας, του ακατανόητου», θα γράψει ο Φρεντ για κάτι που μοιάζει να μην έχει τίτλους τέλους.
Ο θάνατος είναι η απουσία του φωτός, το ασυμπλήρωτο κενό που αφήνει η ζωή, υποσχόμενη να επιστρέψει κάποια στιγμή αργότερα για να το διεκδικήσει, όσο περισσότερο μπορεί. Η επιστροφή του Φρεντ καταγράφηκε στην ημερομηνία έκδοσης 21 Οκτωβρίου 2016, αλλά για τον ίδιο ήταν διαρκής. Το «Mon Bataclan» τον βοήθησε να εξωτερικεύσει τα αισθήματά του. «Τυχαία, τελείωσα τα σκίτσα μου την Παρασκευή 13 Μαΐου. Έξι μήνες μετά, ημέρα προς ημέρα».
Το δεύτερο μέρος του κόμιξ θα συνοδεύεται από 22 σελίδες της μαρτυρίας του, έχοντας τίτλο «Ακόμα ζωντανός».
«Είναι άραγε χρήσιμο να πλενόμαστε σήμερα; Να τρώμε! Δεν πεινάω!» Πρέπει να ζούμε με τον φόβο ενός θορύβου, τον φόβο ότι όλα εκτυλίσσονται γρήγορα. Ο Φρεντ περιγράφει ότι πλέον «δεν μπορεί» να παραμείνει προσηλωμένος σε κάτι για ένα διάστημα λίγων λεπτών.
Όταν άρχισαν να πυροβολούν «δεν ήμασταν τίποτα άλλο παρά μια μάζα επιζώντων, τραυματιών, νεκρών, μια μάζα θανάτου, που ούρλιαζε από τρόμο» θυμάται ο Φρεντ. Ο ίδιος κειτόταν δίπλα σε έναν νεκρό.
Ενενήντα άνθρωποι έχασαν εκείνο το βράδυ τη ζωή τους μέσα στο θέατρο που χτιστηκε το 1864. Προσηλωμένο στην ιστορία του, το ζωντανο αυτό κύτταρο δεν κατέγραψε ποτέ στη μνήμη του τον θάνατο παρεκτός της όποιας συμβολικής του παρουσίας μέσα από το τελετουργικό εξαγνισμού που προσφέρει η μουσική, ενίοτε και ως φιλί διαβόλου στα χείλη μιας μπάντας με το όνομα Eagles of Death Metal.
Συνολικά, 130 άνθρωποι χάθηκαν από τις επιθέσεις που συγκλόνισαν τους δρόμους του Παρισιού.
Ο Φρεντ «δεν κατάφερε να νιώσει μίσος» μετά το Μπατακλάν. Δεν πρέπει να «υποκύψουμε στον φόβο της μαντίλας, του μελαμψού, του Άλλου».
Ο εχθρός δεν έχει χρώμα, δεν έχει πίστη. Ο εχθρός είναι ο φανατισμός, ο φόβος, η παράνοια οδηγεί στον πόλεμο.
Στο δικό του Μπατακλάν, οι τρεις τζιχαντιστές που έσπειραν τον θάνατο εμφανίζονται ως λευκοί σκελετοί. Εκπέμπουν κι αυτοί φως, δείγμα της διαστροφής που αντιλαμβάνεται ο δημιουργός σχεδιαστής αποτυπώνοντας το δράμα εκείνης της νύχτας.
Εξάλλου, δεν είναι λίγες οι φορές που ο φανατισμός μεταμφιέζεται στα λευκά μιας πελιδνής αγνότητας προθέσεων που κατακρεουργεί τη λογική στο όνομα μιας αποκαλυπτικής αλήθειας.
Οι σοφοί της εποχής μας την περιγράφουν ως «μεταμοντέρνα», όρος που απομένει αδιευκρίνιστο στην κλίμακα άσπρου-μαύρου αν συνιστά άρνηση της νεωτερικότητας ή τη φυσική της εξέλιξη.
Αναμένοντας το αιτιοκρατικό σχήμα που θα αποφανθεί οριστικά για τη σημασία των όρων, οι άνθρωποι καταφεύγουν στην εμπειρία της εποχής τους, μια εμπειρία αντεστραμμένων ειδώλων, που διαψεύδουν διαρκώς τις προσδοκίες της ζωής.
Πώς αλλιώς να περιγράψει κανείς την μάχη κατά της τρομοκρατίας με τρομοκρατία, την πάλη ενάντια στον θάνατο με περισσότερο θάνατο, τις πολιτικές διακηρύξεις που ως διφορούμενοι χρησμοί εξελίσσονται στην άρνηση του αρχικού νοήματος; Πώς να καταφέρει σήμερα ένα ασπρόμαυρο κόμιξ να διαχωρίσει τη ζωή από τον θάνατο; Το 2014 και το 2015 το Ισλαμικό Κράτος έγινε αντιληπτό ως ένα μακάβριο υπερθέαμα. Το 2016 έγινε αντιληπτό ως άλλο ένα σχέδιο που ξέφυγε στην πορεία.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι δεν έχουν υπάρξει στην ιστορία τόσες πολλές υποσχέσεις ειρήνης που να προϋποθέτουν τόσο πόλεμο. Η ιστορία θα γράψει ότι για όσο διάστημα ετοιμαζόταν το «Mon Bataclan» το γαλλικό κράτος ανανέωνε απανωτά το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, βυθίζοντας την κοινωνία βαθύτερα μέσα στις διαβαθμίσεις του μαύρου, συρράφοντας δυο διαφορετικά σενάρια –αυτό που γράφτηκε πρόσφατα στη Ράκα και αυτό που είχε γραφτεί παλιά στο Αλγέρι– σε ένα.
Για κάθε προσπάθεια του αθώου θύματος να μην υποκύψει στον φόβο και να προσηλωθεί στη συνθήκη της απελευθέρωσης από τα δεσμά του, οι φορείς της εξουσίας τού υπενθυμίζουν ότι ο θάνατος παραμένει ο μοναδικός μηχανισμός προώθησης μιας πλοκής που χάνει το νόημά της λεπτό προς λεπτό, μέρα τη μέρα, καρέ καρέ, έτσι όπως προδιαγράφει την ήττα του ήρωα.
Η πλοκή που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας ως άσπρο-μαύρο μοιάζει να κατακυριεύει όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, ο οποίος μοιάζει εγκλωβισμένος σε ένα πολιτικό θέατρο του 1864, κρατώντας την ανάσα του, μην τυχόν και τον αντιληφθεί ο κρυμμένος στο σκοτάδι θάνατος.
Είσαι ακόμα ζωντανός. Αλλά, για πόσο ακόμα θα κρατάς την αναπνοή σου δίπλα σε νεκρούς μέχρι να γραφτεί το The End;
Ένα μικρό αγόρι ανάβει κερί στη μνήμη των θυμάτων έξω από την είσοδο του θεάτρου Μπατακλάν στο Παρίσι, τρεις μέρες μετά την επίθεση, τη Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015 - Πηγή: Jeff J Mitchell/Getty Images