Ο Πίτερ Παν από το Χαλέπι
Τον περασμένο Αύγουστο, σε ένα ρεπορτάζ από το Χαλέπι της Συρίας, ο πατέρας έξι παιδιών περιέγραφε το πώς μιλούσε σε αυτά για τον πόλεμο.
«Προσπαθώ πολύ να εξηγήσω στα παιδιά μου τι συμβαίνει γύρω τους, αλλά δεν είναι εύκολο».
Όταν πέθανε ένας γείτονας στη συνοικία Αλ Σάαρ (Al-Shaar) του Χαλεπίου, η πεντάχρονη κόρη του τον ρωτούσε αν πέθανε από τους βομβαρδισμούς. Η μικρή Σύρια που γεννήθηκε μέσα στη φρίκη του πολέμου δεν μπορούσε να κατανοήσει την έννοια του θανάτου από φυσικά αίτια. Ακούγοντας και βλέποντας τον θάνατο να ξεπροβάλλει διαρκώς από τα συντρίμμια άλλης μίας ημέρας δίχως αύριο, η πεντάχρονη δεν είχε μάθει στην ιδέα ότι κάποιος γινεται να φεύγει από τη ζωή επειδή γέρασε.
Σε μία χώρα, όπου από τον Μάρτιο του 2011 έως τις μέρες μας έχουν καταγραφεί πάνω από 300.000 θάνατοι και ο μισός και πλέον πληθυσμός έχει εκτοπιστεί εξαιτίας του πολέμου, το να φύγει κανείς πλήρης ημερών αποτελεί πια προνόμιο τόσο για τον ίδιο όσο και για αυτούς που αφήνει πίσω του.
Η τρομερή μαρτυρία έκανε τον γύρο του κόσμου, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης που κράτησαν όσο η ανάγνωση στο διαδίκτυο ενός κειμένου 2.000 λέξεων, μεταφρασμένου παράλληλα σε τηλεοπτικό χρόνο ή διαδικτυακά bytes. Όπως είθισται μετά από κάθε ανάγνωση, η ζωή συνεχίζεται· ακόμα και γι’ αυτούς που επιχείρησαν να δραπετεύσουν από το μέτωπο του πολέμου, παίρνοντας τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους για να βρουν ασφάλεια στην Ευρώπη.
Η Σεχραζάτ Χασάν (Shaharzad Hassan) κρατά μια ζωγραφιά που έφτιαξε στον καταυλισμό προσφύγων στην Ειδομένη, την Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016, ημέρα που οριστικοποιήθηκε η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό. Η οκτάχρονη από το Χαλέπι της Συρίας ζωγράφισε την έξοδο της οικογένειάς της από τη Συρία. Χιλιάδες πρόσφυγες περίμεναν εκείνη την Παρασκευή τι θα γίνει στη σύνοδο κορυφής στις Βρυξέλλες, παραμένοντας αποκλεισμένοι στα σύνορα ύστερα από το οριστικό σφράγισμά τους μια εβδομάδα πριν. Ο Βαλκανικός Διάδρομος είχε κλείσει και οι άνθρωποι ζούσαν στα λασπωμένα χωράφια της μεθορίου. Οι περισσότεροι δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους και ίσως να μην ξαναδούν την πατρίδα τους ποτέ - Πηγή: Matt Cardy/Getty Images
Τα άδικα παραμύθια
Τον περασμένο Μάρτιο η UNICEF παρουσίασε μία σειρά από ταινίες κινουμένων σχεδίων με σκοπό να ευαισθητοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη για τα δεκάδες εκατομμύρια παιδιά και νέους πρόσφυγες.
Με τίτλο «UnfairyTales / Άδικα Παραμύθια», οι τρεις ταινίες –αληθινές ιστορίες της φυγής των παιδιών από τις συγκρούσεις– εξηγούν τη φρίκη που κρύβεται πίσω από την αιτία για την οποία έφυγαν.
«Ανεξαρτήτως από το που βρίσκονται στον κόσμο, όταν τα παιδιά προσφύγων και μεταναστών φτάνουν στον προορισμό τους, είναι η αρχή ενός άλλου ταξιδιού, όχι το τέλος του δρόμου», είχε δηλώσει η Παλόμα Εσκουδέρο (Paloma Escudero), επικεφαλής επικοινωνίας της UNICEF.
Πότε αλήθεια τελειώνει κάτι; Για όλα όσα πράττουμε ή ονειρευόμαστε δεν υπάρχει πιο απόλυτο και απώτατο όριο από τον θάνατο. Μόνο που στο όριο αυτό δεν περιμένουμε τον θάνατο του μικρού Αϊλάν Κουρντί στις ακτές τις Αλικαρνασσού και χιλιάδων άλλων παιδιών που εξακολουθούν να χάνουν τη ζωή τους στη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση των τελευταίων δεκατιών. Δεν περιμένουμε κανέναν θάνατο που έρχεται νωρίτερα από τα γηρατειά (κι αυτό δεν το περιμένουμε για κάνενα παιδί στον κόσμο).
Στις κοινωνίες της ειρήνης, τα παιδιά κάποια στιγμή θα μάθουν ότι έφυγαν οι παππούδες τους, θα έρθουν αντιμέτωπα με την προαιώνια γνώση ενός fait accompli που τους αποκαλύπτεται σταδιακά όσο παράλληλα μεγαλώνουν και μετεξελισσονται σε ενήλικες.
Τα παραμύθια και τα παιδικά αναγνώσματα παίζουν το δικό τους ρόλο. Η όποια εξοικείωση με τον θάνατο μέσα από την παιδική λογοτεχνία αποκτά τα χαρακτηριστικά των φορέων εξουσίας, των κοινωνικών θεσμών και της ηθικοπολιτικής νόρμας κάθε εποχής.
Εώς τα τέλη του 19ου αιώνα τα παιδιά έρχονταν αντιμέτωπα με την οδύνη της απώλειας, όπως αυτή αντικατόπτριζε την κοινωνική πραγματικότητα της στέρησης και της εξαθλίωσης στη Βιομηχανική Επανάσταση, όπου ο πρόωρος θάνατος ερχόταν ως αναπόφευκτο γεγονός της ζωής.
Στον μικρό 20ο αιώνα της ευημερίας και των συλλογικών οραμάτων, το θέμα του θανάτου απομακρύνθηκε από τα παιδικά μάτια όσο γινόταν. Η σκληρότητα των Αδερφών Γκριμ έδωσε τη θέση του στη ζεστασιά του Ρόαλντ Νταλ, γιατί τα παιδιά αυτού του νέου, γενναίου κόσμου έμοιαζαν λιγότερο με μια Κοκκινοσκουφίτσα (πόσο μάλλον αυτήν του Σαρλ Περό από το 1697) και περισσότερο με μια Ματίλντα.
Εργασία που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1993 στο Journal of School Health έδειξε ότι στην παιδική λογοτεχνία για παιδιά ηλικίας 3-8 ετών στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, το 51% των θανάτων που υπήρχαν στις ιστορίες αφορούσε ενήλικες, το 28% ζώα ή φυτά και μόλις το 9% παιδιά. Από τους δε ενήλικες, το 91% ήταν ηλικιωμένοι και μόλις το 9% στην ηλικία των γονιών. Στο μικρό ποσοστό των παιδιών που έχαναν τη ζωή τους, περισσότερα ήταν σε ηλικία δημοτικόυ (67%) απ’ ότι σε ηλικία γυμνασίου (33%). Το 74% των θανάτων αφορούσε συγγενείς των ηρώων, ενώ τα αίτια των θανάτων είχαν να κάνουν στην πλειοψηφία τους με τα γηρατειά, κάποια αρρώστια ή ένα ατύχημα. Μόνο τρεις θάνατοι ανάμεσα σε δεκάδες βιβλία συνδέονταν με τον πόλεμο.
Η «Ivine και το Μαξιλάρι» είναι μια από τις τρεις ιστορίες για τις οποίες η UNICEF λέει ότι «κάποια παραμύθια δεν είναι για παιδιά».
Ήμασταν πολύ φοβισμένες. Κρυβόμασταν στο σαλόνι. Οι δρόμοι ήταν καλυμμένοι με αίμα. Αναγκαστήκαμε να πάμε στις φουσκωτές βάρκες. Ήμασταν τρομοκρατημένοι μήπως πνιγούμε. Άνθρωποι ούρλιαζαν και έκλαιγαν. Έπρεπε να περπατήσουμε τόσο μακριά. Πηγαίναμε για ύπνο πεινασμένες. Ξυπνούσαμε πεινασμένες. Αναγκαστήκαμε να κοιμηθούμε στην ερημιά. Είχα εφιάλτες με αυτές τις παραστάσεις και έκλαιγα. Ξυπνούσα και το μαξιλάρι μου ήταν μούσκεμα από τα δάκρυά μου. Νιώθω λυπημένη γιατί η ζωή είναι τόσο σκληρή.
Άραγε, σε ποιον αιώνα ανήκει το παραμύθι των προσφυγόπουλων; Θα αρχίσουν οι γονείς να λένε ξανά στα παιδιά τους παραμύθια όπου ο θάνατος δεν θα αποτελεί ταμπού, έτσι όπως θα περιφέρεται διαρκώς τριγύρω τους;
Θα γίνει η οδύνη της απώλειας μέτρο μιας ηθικοπολιτικής τάξης όπου οι αδύναμοι αποδέχονται τη μοίρα τους; Όπου οι αδύναμοι χάνονται επειδή τάχα δεν πρόσεξαν, όπως η τετράχρονη Ιμάμ Μουχάμαντ από το Χαλέπι, η οποία πέθανε στις 5 Οκτωβρίου από τα τραύματά της, αφότου έπιασε μια βόμβα διασποράς που δεν είχε εκραγεί νομίζοντας ότι ήταν μπάλα;
Ή όπως ο Χαντί και η μητέρα του Χαμιντά των οποίων το νήμα της ζωής κόπηκε τα μεσάνυχτα της περασμένης Κυριακής, όταν αυτοκίνητο που οδηγούσε ένας 76χρονος τους παρέσυρε έξω από το κέντρο προσφύγων στο Ωραιόκαστρο;
Διαλέγοντας αιώνα
Στην εποχή της κρίσης που ξεκίνησε ως οικονομική και εξελίσσεται ως προσφυγική οι γονείς προσπαθούν πολύ να εξηγήσουν στα παιδιά τους τι συμβαίνει γύρω τους, αλλά δεν είναι εύκολο.
Η λεγόμενη γενιά των Millenials –όσοι δηλαδή έχουν γεννηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000– χαρακτηρίζεται ως η πρώτη γενιά εδώ και πολλές δεκαετίες που θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς της. Η απαισιοδοξία κυριαρχεί ανάμεσα στους νέους αυτού του κόσμου που είναι ντε φάκτο αποκλεισμένοι από τις κοινωνικές κατακτήσεις παλαιότερων εποχών.
Στη δε Συρία και τις άλλες εμπόλεμες ζώνες του πλανήτη είναι αυτή ακριβώς η γενιά που ξεκληρίζεται.
Τίποτα δεν δείχνει μέχρι στιγμής ότι η αμέσως επόμενη γενιά, τα παιδιά και τα νήπια αυτού του κόσμου θα ζήσούν καλύτερα.
Η τετράχρονη Τζούλια και η αδερφή της Σάνον κάθονται στο τροχόσπιτο της οικογένειας στον καταυλισμό των Travellers στο Clays Lane του Λονδίνου, την Πέμπτη 15 Μαρτίου 2007. Η περιοχή βρισκόταν στο κέντρο του υπό κατασκεύην Ολυμπιακού Πάρκου για τους Ολυμπιακού Αγώνες του 2012. Από την ημέρα που τραβήχτηκε η φωτογραφία, οι γονείς των παιδιών αυτών είχαν τέσσερις μήνες περιθώριο έως τον Ιούλιο για να εγκαταλείψουν την περιοχή - Πηγή: Matt Cardy/Getty Images
Ο ΟΗΕ έχει χαρακτηρίσει τους Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας ως το πιο επιτυχημένο κίνημα κατά της φτώχειας, καθώς έχει βγάλει περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους από την ακραία φτώχεια.
Όπως όμως ομολογεί ο οργανισμός, παρά την αξιοσημείωτη πρόοδο, οι ανισότητες παραμένουν και η πρόοδος αυτή εξακουθεί να είναι άνιση. Οι φτωχοί του κόσμου παραμένουν συγκεντρωμένοι σε συγκεκριμένες περιοχές, πάρα πολλές γυναίκες εξακολουθούν να πεθαίνουν στη γέννα ή από σχετικές επιπλοκές.
Η πρόοδος δείχνει να παρακάμπτει εκείνους που βρίσκονται χαμηλά στην οικονομική κλίμακα ή βρίσκονται σε μειονεκτική θέση λόγω ηλικίας, αναπηρίας ή εθνικότητας. Η ανισότητες ανάμεσα στις αγροτικές και αστικές περιοχές παραμένουν έντονες.
Αν μπορούν ποτέ τα νούμερα να απεικονίζουν την πραγματικότητα στα όρια των ποσοστών που μετρούν ζωές, η παιδική θνησιμότητα την περίοδο 1990-2015 μειώθηκε κατά το ήμισυ (από 90 σε 43 θανάτους ανά 1.000 γεννήσεις). O στόχος ήταν να μειωθεί κατά δύο τρίτα. Η ίδια απόκλιση διαπιστώθηκε και στον στόχο για τη μητρική θνησιμότητα.
Διεθνείς οργανισμοί χαρακτηρίζουν απογοητευτικά τα αποτέλεσματα και το ερώτημα που τίθεται είναι επιτακτικό. Αν στην περίοδο των μεγαλων βεβαιοτήτων που χαρακτηρίστηκε από αισιοδοξία για το τέλος των οικονομικών κρίσεων, το τέλος των ιδεολογικών συγκρούσεων έως ακόμη και για το τέλος της ίδιας της ιστορίας, δεν επιτεύχθηκαν οι στόχοι, πώς επρόκειτο αυτοί να βελτιωθούν στην εποχή της κρίσης και των μεγάλων διαψεύσεων που έχουμε εισέλθει; Πόσο μακριά απέχουμε από μια πραγματικότητα όπου ο φυσικός θάνατος θα θεωρείται προνόμιο;
Έχουμε αρκετούς λόγους για να πιστεύουμε ότι είμαστε μακριά από ένα τέτοιο πισωγύρισμα. Αλλά, τα παραμύθια που δεν είναι για παιδιά μάς λένε κάτι ανησυχητικό: πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη –περισσότεροι από όσο ταιριάζει στην εικόνα προόοδου που προβάλλει ο πολιτισμός μας– δεν μπορούν να γεράσουν. Όχι γιατί αρνούνται να μεγαλώσουν ζώντας στη Χώρα του Ποτέ, στη χώρα της χαράς και της ξεγνοιασιάς και της αιώνιας νιότης, αλλά γιατί πεθαίνουν νωρίς εν μέσω πολλών ακήρυχτων πολέμων.
Ο Πίτερ Παν υπήρξε μια αλληγορία του συγγραφέα Τζέιμς Μπάρι για τον μεγαλύτερο αδερφό του που σκοτώθηκε σε ατύχημα μία ημέρα από τα 14α γενέθλιά του. Ο σκωτσέζος παραμυθάς θα τον θυμόταν για πάντα νέο.
Ποιος θα γράψει το παραμύθι του μικρού Χαντί στο Ωραιόκαστρο που δεν θα μεγαλώσει ούτε θα γεράσει στην Ευρώπη του Ποτέ; Ποια ποσοστά αναπτυξιακών στόχων περιέχουν τη ζωή και ποια τον θάνατο παιδιών σαν αυτό;
Η ζωή συνεχίζεται κι ας μην έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Για να μην επιστρέψουμε, όμως, στον 19ο αιώνα, θα πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να δούμε τα παιδιά που περπατούν στους δρόμους μας να μεγαλώνουν· και ας έχουμε λιγότερα παραμύθια με κακούς λύκους να διηγηθούμε.
Ένα μικρό αγόρι κάνει το σήμα της νίκης στην κάμερα, καθώς φτάνει με τον πατέρα του στον καταυλισμό προσφύγων στην Ειδομένη, την Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015. Παρά την επιδείνωση τότε του καιρού οι προσφυγικές ροές από το Αιγαίο με κατεύθυνση την κεντρική και βόρεια Ευρώπη δεν σταματούσαν - Πηγή: Matt Cardy/Getty Images