Όταν οι Σουηδοί κατασκεύαζαν… ατομική βόμβα – Η άγνωστη ιστορία
Ανανεώθηκε:
Στα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ουδέτερη, φιλειρηνική Σουηδία, που δεν είχε πολεμήσει από το 1814, ξεκίνησε ένα φιλόδοξο σχέδιο – να κατασκευάσει τη δική της ατομική βόμβα.
Η κυβέρνηση έκλεισε, τελικά, το πρόγραμμα το 1968 μετά από μια μακρά δημόσια συζήτηση, αναφέρει σε αφιέρωμά του το BBC News. Η έκταση του πυρηνικού προγράμματος της Σουηδίας ήταν «άβολη» για τους πολιτικούς που ήθελαν να προβάλουν τα νέα αντιπυρηνικά διαπιστευτήρια της χώρας, μέχρι που ο δημοσιογράφος Christer Larsson ανακάλυψε την αλήθεια το 1985 και ανάγκασε το έθνος να αντιμετωπίσει τη μυστική πυρηνική ιστορία του. Γιατί η Σουηδία ήθελε εξαρχής να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα; Και γιατί σταμάτησε;
Ένοπλη ουδετερότητα
Στο Ursvik, ένα ήσυχο προάστιο της Στοκχόλμης, υπάρχει ένα μεγάλο σχολικό κτήριο που μοιάζει περισσότερο με μυστικό ερευνητικό ινστιτούτο – γιατί αυτό ήταν κάποτε. Η έδρα του πρώην Σουηδικού Ινστιτούτου Ερευνών Εθνικής Άμυνας (FOA) είναι ένα από τα λίγα φυσικά απομεινάρια του προγράμματος πυρηνικών όπλων της Σουηδίας.
Δύο εβδομάδες αφότου οι αναφορές – και οι εικόνες – των κατεστραμμένων πόλεων της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι έφτασαν στη Στοκχόλμη το 1945, η ανώτατη στρατιωτική διοίκηση ζήτησε από το νεοσύστατο FOA να ετοιμάσει μυστικά μια έκθεση σχετικά με τη δυνατότητα της Σουηδίας να κατασκευάσει τις δικές της ατομικές βόμβες.
Η Σουηδία μπορεί να ήταν μια ουδέτερη χώρα, αλλά οι ηγέτες της πίστευαν ότι το τίμημα της ουδετερότητας ήταν ένας ισχυρός στρατός. Και κατανοούσαν ότι οι ατομικές βόμβες για χρήση στο πεδίο της μάχης θα μπορούσαν να χρειαστούν στο μέλλον για τη διατήρηση αυτής της ουδετερότητας. Η μεγάλη ακτογραμμή και ο μικρός πληθυσμός της χώρας την καθιστούσαν «εύκολη λεία» για έναν αντίπαλο όπως η γειτονική ΕΣΣΔ.
Η σκανδιναβική χώρα διέθετε τα δικά της κοιτάσματα ουρανίου, αν και χαμηλής ποιότητας. Ήταν μια ευημερούσα χώρα με υγιείς υποδομές χάρη στην ουδετερότητά της κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το σχέδιο κατασκευής ατομικής βόμβας δεν ήταν τόσο τραβηγμένο όσο μπορεί να ακούγεται σήμερα.
Πλουτώνιο από σουηδικό ουράνιο
Τρία χρόνια μετά τους ατομικούς βομβαρδισμούς της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, το 1948, το FOA παρουσίασε το σχέδιό του για να μπορέσει η Σουηδία να κατασκευάσει μια ατομική βόμβα με βάση το πλουτώνιο χωρίς να χρειαστεί ξένη βοήθεια. Το πλουτώνιο θα αποκτιόταν μέσω της σχάσης σουηδικού ουρανίου σε σουηδικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες με βαρύ ύδωρ.
Λειτουργώντας υπό έναν μανδύα μυστικότητας, οι Σουηδοί επιστήμονες αναγκάστηκαν να ξεκινήσουν αργά και δαπανηρά, από το μηδέν, λόγω της έλλειψης προμήθειας ουρανίου υψηλής ποιότητας και της μη ανταλλαγής πληροφοριών με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το σχέδιο ήταν να κατασκευαστούν 100 τακτικά όπλα, και δύο αντιδραστήρες: τον Ågesta, έναν αντιδραστήρα βαρέως ύδατος νότια της Στοκχόλμης, και τον Marviken, που κατασκευάστηκε έξω από την πόλη Norrköpin αλλά δεν μπήκε ποτέ σε παραγωγική διαδικασία.
«Γνωρίζαμε ακριβώς πώς έπρεπε να γίνει. Είχαμε τα πάντα εκτός από την εγκατάσταση επανεπεξεργασίας και το σύστημα μεταφοράς όπλων», λέει ο Thomas Jonter, συγγραφέας του βιβλίου «The Key to Nuclear Restraint: The Swedish Plans to Acquire Nuclear Weapons During the Cold War».
Η αποκάλυψη του προγράμματος
Δεν είχε γίνει καμία δημόσια συζήτηση για τα σχέδια, για τον απλούστατο λόγο ότι η ύπαρξή τους ήταν γνωστή μόνο σε έναν μικρό κύκλο πολιτικών, υψηλόβαθμων στρατιωτικών και επιστημόνων (και, κατά πάσα πιθανότητα, σοβιετικών κατασκόπων). Αυτή η μυστικότητα έληξε το 1954, όταν ο Σουηδός αρχιστράτηγος, Nils Swedlund, αποκάλυψε την ύπαρξη του προγράμματος και υποστήριξε ότι τα όπλα αυτά ήταν απαραίτητα για να νικήσουν μια σοβιετική εισβολή.
Τον Απρίλιο του 1957, η CIA έκρινε ότι η Σουηδία διέθετε «ένα επαρκώς ανεπτυγμένο πρόγραμμα αντιδραστήρων που θα της επέτρεπε να παράγει κάποια πυρηνικά όπλα μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια».
Εκείνη την εποχή πρωθυπουργός της Σουηδίας ήταν ο Tage Erlander, ο οποίος είχε σπουδές στη φυσική και φρόντιζε να συνομιλεί τακτικά με κορυφαίους φυσικούς παγκοσμίως για τις ατομικές βόμβες –συμπεριλαμβανομένου του νομπελίστα Niels Bohr, ο οποίος συμμετείχε και στο Πρόγραμμα Μανχάταν των ΗΠΑ για την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας. Όσο περισσότερο μιλούσε ο πρωθυπουργός, τόσο περισσότερο αμφιταλαντευόταν ως προς την υποστήριξή του στο πρόγραμμα πυρηνικών όπλων. Αναζητώντας συναίνεση, ανέβαλε επανειλημμένα την τελική απόφαση μέχρι να γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα των συνομιλιών για τον έλεγχο των εξοπλισμών μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι πρώτες αντιδράσεις
Η καθυστέρηση αυτή επέτρεψε στους επικριτές του σχεδίου για τα πυρηνικά όπλα να βρεθούν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Η Σουηδική Σοσιαλδημοκρατική Ένωση Γυναικών (SSKF), με επικεφαλής την Inga Thorsson, λέει ο Jonter, «έγινε η ισχυρότερη φωνή κατά της απόκτησης πυρηνικών όπλων».
Οι σοσιαλδημοκράτισσες βγήκαν νωρίς στο προσκήνιο υποστηρίζοντας ότι η Σουηδία δεν πρέπει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα για πολλούς διαφορετικούς λόγους. Αντί να παρέχουν προστασία, τα όπλα αυτά θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να κάνουν τη Σουηδία στόχο. Υποστήριζαν, επίσης, ότι μια ειρηνική χώρα όπως η Σουηδία δεν θα έπρεπε ποτέ να συμβάλει στο είδος των δεινών που προκαλούν τα πυρηνικά όπλα.
Στις γυναίκες της SSKF προστέθηκαν σύντομα και άλλες ομάδες, όπως η Ομάδα Δράσης Κατά της Σουηδικής Ατομικής Βόμβας (AMSA), και η κοινή γνώμη άρχισε να αλλάζει. Όπως επίσης άρχισε να αλλάζει και η στάση του στρατού. Ο σουηδικός στρατός ξηράς, η πολεμική αεροπορία και το ναυτικό είχαν συνειδητοποιήσει πόσο ακριβά ήταν αυτά τα όπλα και ότι θα χρειάζονταν περικοπές και στις τρεις υπηρεσίες για να καλυφθεί το κόστος τους.
Η εξάρτηση από τις ΗΠΑ
Οι σουηδικές ένοπλες δυνάμεις και το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας άρχισαν να βασίζονται στην αμερικανική τεχνολογία για πράγματα όπως τα πυραυλικά συστήματα, ο σχεδιασμός νέων πυρηνικών αντιδραστήρων ελαφρού ύδατος, ακόμη και τα πυρηνικά καύσιμα, γεγονός που στην πραγματικότητα δυσκόλεψε την επιδίωξη της Σουηδίας να αποκτήσει τα δικά της πυρηνικά όπλα. Κάποια στιγμή η Σουηδία εξέτασε ακόμη και την αγορά αμερικανικών πυρηνικών όπλων.
Υπήρχε επίσης μια αυξανόμενη πεποίθηση μεταξύ της σουηδικής ελίτ ότι η Σουηδία δεν χρειαζόταν να αναπτύξει τα δικά της πυρηνικά όπλα επειδή η χώρα βρισκόταν υπό την πυρηνική ομπρέλα των ΗΠΑ, παρόλο που στην πραγματικότητα δεν ήταν μέλος του ΝΑΤΟ.
Το τέλος του προγράμματος
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η Σουηδία – με μπροστάρισσα την πολιτικό και διπλωμάτη Alva Myrdal – ενεπλάκη σε μεγάλο βαθμό στις διεθνείς προσπάθειες να σταματήσει η εξάπλωση των πυρηνικών όπλων, γεγονός που ενίσχυσε την εκστρατεία κατά των δικών της όπλων∙ ακόμη και οι υποστηρικτές του αρχικού σχεδίου ήθελαν πλέον να συνεχιστεί μόνο η έρευνα και όχι η παραγωγή.
Αυτή η μετατόπιση αντικατοπτρίστηκε στην κοινή γνώμη. Το 1957, το 40% του κοινού υποστήριζε την απόκτηση πυρηνικών όπλων, ενώ το 36% ήταν εναντίον. Οκτώ χρόνια αργότερα, μόνο το 17% ήταν υπέρ, ενώ το 69% ήταν κατά.
Έτσι, δεν αποτέλεσε έκπληξη όταν, το 1966, η Σουηδία σταμάτησε το σχεδιασμό για την παραγωγή πυρηνικών όπλων, ούτε όταν υπέγραψε τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων το 1968 και το κοινοβούλιο ψήφισε τον πλήρη τερματισμό του προγράμματος (έστω και αν κάποιες περιορισμένες έρευνες συνεχίστηκαν μέχρι τη δεκαετία του 1970).
Ο Jonter τονίζει ότι η εμπειρία της Σουηδίας μπορεί να λειτουργήσει ως μάθημα στον σημερινό κόσμο. «Ένα μάθημα είναι ότι η παραγωγή πυρηνικών όπλων δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση, ακόμη και αν μια χώρα διαθέτει ήδη εγχώρια πυρηνική υποδομή. Είναι πολύ περίπλοκο».
Αυτό σημαίνει ότι μια χώρα που θέλει πυρηνικά όπλα μπορεί να χρειαστεί να συνεργαστεί με άλλα, πιο προηγμένα τεχνολογικά έθνη, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει εξάρτηση. Επιπλέον, είναι σημαντικό να δοθεί αρκετός χρόνος για δημόσιο διάλογο, ώστε οι πολίτες να κατανοήσουν πραγματικά τι σημαίνει το να αποκτήσει η χώρα τους πυρηνικά όπλα.
Το 2012, η Σουηδία μετέφερε το τελευταίο πλουτώνιο που παρήγαγε για το πρόγραμμα πυρηνικών όπλων της στις Ηνωμένες Πολιτείες.